Ενας «εναλλακτικός» νεαρός πιανίστας

Ενας «εναλλακτικός» νεαρός πιανίστας

5' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1997 ο Ερμής Θεοδωράκης ήταν μόλις 19 ετών όταν ο Ιάννης Ξενάκης δήλωσε εγγράφως πως τον θεωρεί ιδανικό ερμηνευτή των έργων του και το 2003 ο νεαρός πιανίστας τιμήθηκε για την προσφορά του στην ελληνική μουσική από το Εθνικό Συμβούλιο Μουσικής της UNESCO. Εγινε γνωστός για τον πειστικό τρόπο που ερμηνεύει έργα Βέμπερν, Σένμπεργκ, Μεσιάν και Ξενάκη, δηλ. μουσική που για τους περισσότερους μοιάζει απροσπέλαστη. Στις 31 Ιανουαρίου, στην Αίθουσα Μητρόπουλου, ερμηνεύει το Κοντσέρτο για πιάνο του Μηνά Μπορμπουδάκη, ενώ τον Απρίλιο θα παίξει στο Ινστιτούτο Γκαίτε την απαιτητική Σονάτα έργο 111 του Μπετόβεν. Ο Ερμής Θεοδωράκης δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση. Η συζήτηση μαζί του είχε πολλές εκπλήξεις.

– Τι σας προσέλκυσε σε ένα είδος μουσικής που για τους περισσότερους μοιάζει απροσπέλαστο;

– Ακριβώς αυτό! Η πρόκληση του απροσπέλαστου και ταυτόχρονα η πρόκληση να προσφέρω στο κοινό την περιπέτεια της προσέγγισης μιας μουσικής που είναι έξω από τα όρια και τις εμπειρίες των περισσοτέρων. Μπορεί τα έργα αυτά να μην έχουν στοιχεία που διευκολύνουν την επαφή με τον ακροατή, όπως η μελωδία. Ομως ακριβώς αυτή είναι η δύναμή τους: ότι δηλ. αποτελούν έναν ολότελα διαφορετικό μουσικό κόσμο. Αν ο πιανίστας τον κατανοήσει, μπορεί να κάνει και το κοινό του να νιώσει μια έντονη εμπειρία με τελικό σκοπό την αποδοχή αυτής της μουσικής και το άνοιγμα των οριζόντων.

Ως μαθητής, φυσικά ξεκίνησα από το κλασικό ρεπερτόριο. Ομως, ήδη 11 ετών άρχισα να παρακολουθώ την τάξη σύνθεσης του Γιάννη Ιωαννίδη. Εκεί ήρθα σε επαφή με ορισμένα έργα του Σένμπεργκ και του Μεσιάν. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή το άκουσμά τους με ενδιέφερε. Λίγα χρόνια αργότερα έδωσα το πρώτο μου ρεσιτάλ, που περιλάμβανε έργα Βέμπερν, Μπεργκ και Σένμπεργκ.

Να αποβάλουμε τις προκαταλήψεις

– Ποιο είναι το «κλειδί» για να μπει κανείς σε αυτόν τον κόσμο;

– Κατ’ αρχήν να αποβάλει τις οποιεσδήποτε προκαταλήψεις και να παρακολουθήσει τις ιδέες κάθε συνθέτη, αυτά που προτείνει, αυτά που προσφέρει. Δεν θεωρώ ότι το κοινό πρέπει να προσέρχεται στις συναυλίες ενημερωμένο. Νομίζω ότι τα μουσικά στοιχεία, ιδιαίτερα στα καλά έργα, είναι τόσο έντονα, ώστε λειτουργούν είτε ο ακροατής είναι εξοικειωμένος με αυτό το ρεπερτόριο είτε όχι, είτε κατανοεί αυτήν τη μουσική θεωρητικά είτε όχι.

– Δεν σας ενοχλεί που, παγκοσμίως, αυτός ο χώρος έχει περιορισμένο κοινό; Δεν θα προτιμούσατε μεγαλύτερο ακροατήριο;

– Φυσικά. Ομως, είμαι αισιόδοξος διότι βλέπω τη διαρκώς μεγαλύτερη απήχηση ακόμα και σε ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι ούτε καν με το παραδοσιακό ρεπερτόριο της σοβαρής μουσικής.

– Η περίπτωση να διευρύνετε εσείς το ρεπερτόριό σας με έργα περισσότερο γνωστά π.χ. μουσική του Ντεμπισί ή του Μπάρτοκ, προκειμένου να αγγίξετε περισσότερους;

-Με ενδιαφέρει, διότι αυτά τα έργα αποτελούν ουσιαστικά τον συνδετήριο κρίκο ανάμεσα στον ρομαντισμό και τη μουσική που γράφτηκε μετά το 1950. Οπότε, το κοινό θα έβλεπε καθαρά την συνέχεια που υπάρχει. Μέσα από ενδιαφέροντα προγράμματα μπορεί να φανεί η διασύνδεση των ιδεών: ο Ντεμπισί μπορεί θαυμάσια να ταιριάξει με τον Μεσιάν και τον Ξενάκη.

– Ομως μουσική μετά το 1950 είναι και τα έργα του Φίλιπ Γκλας, του Μάικλ Νάιμαν, του Τζον Ανταμς. Αυτά σας έχουν απασχολήσει;

– Μιλάτε για τους απογόνους του μινιμαλισμού των Ράιλι και Ράιχ. Δεν έχω ασχοληθεί μαζί τους και δεν αποτελούν προτεραιότητά μου. Είναι είδος που κινείται μεταξύ σοβαρής και ποπ ή κινηματογραφικής μουσικής, που αυτήν τη στιγμή δεν είναι στα ενδιαφέροντά μου.

– Σε λίγους μήνες θα ερμηνεύσετε Μπετόβεν, έναν συνθέτη με τον οποίο δεν σας έχουμε συσχετίσει. Ακόμα μία πρόκληση;

– Βεβαίως, διότι θα αντιμετωπίσω διαφορετικού τύπου δυσκολίες αφού και το ύφος είναι διαφορετικό. Σε ένα σύγχρονο έργο οι τεχνικές δυσκολίες είναι σαφώς περισσότερες. Ομως, η Σονάτα έργο 111 του Μπετόβεν είναι έργο πολύ πιο σύνθετο με πολύ μεγαλύτερη πολυπλοκότητα μορφής. Νιώθω ιδιαίτερη έλξη για τις έξι τελευταίες σονάτες του Μπετόβεν, διότι είναι πολύ προχωρημένες συνθέσεις, είναι σχεδόν «μοντέρνα» έργα. Αισθάνομαι την ίδια δυναμική στη σύλληψή τους, όπως όταν παίζω Βέμπερν ή Ξενάκη.

– Ενας γνωστός Ελληνας συνάδελφός σας είχε ισχυριστεί ότι για να σταδιοδρομήσει ένας πιανίστας αρκεί να παίζει πέντε δημοφιλή κοντσέρτα. Εσείς τί γνώμη έχετε;

– Γενικώς συμφωνώ. Ομως ο χώρος της σύγχρονης μουσικής είναι τελείως διαφορετικός. Ολο και περισσότερο τείνει να αποκοπεί από αυτόν του παραδοσιακού ρεπερτορίου. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι πολύ καλή, διότι πιστεύω ότι το ίδιο κοινό θα έπρεπε να παρακολουθεί και τα δύο είδη μουσικής. Ωστόσο, είναι μια πραγματικότητα. Ετσι, πράγματι, στον χώρο της κλασικής και ρομαντικής μουσικής υπάρχουν ορισμένα «χιτ», όπως αυτά τα δημοφιλή κοντσέρτα. Αν κανείς τα παίζει καλά, φαίνεται ότι μπορεί να σταδιοδρομήσει. Ομως καριέρα μπορεί να γίνει και με εναλλακτικούς δρόμους. Ενας τέτοιος είναι και αυτός της σύγχρονης μουσικής. Παρ’ όλο που το κοινό είναι μικρό, είναι πάντως υπαρκτό, οπότε υπάρχουν ευκαιρίες.

– Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείτε μεταπτυχιακές σπουδές στο Αμστερνταμ. Πού θα εντοπίζατε τη διαφορά σχετικά με την Αθήνα.

– Στην Ολλανδία υπάρχουν πολλοί χώροι μουσικής, που κυρίως είναι μικροί και όχι τόσο περιποιημένοι όσο στην Ελλάδα. Είναι χώροι των 100 ή και 50 ατόμων, όπου, παρ’ όλα αυτά, πραγματοποιούνται εκδηλώσεις που θεωρούνται σημαντικές. Ταυτόχρονα, υπάρχει ευελιξία στη διοργάνωση και καλύτερη προβολή των εκδηλώσεων. Δεν υπάρχουν μόνον οι γνωστοί, μεγάλοι χορηγοί που υποστηρίζουν εκδηλώσεις στις διάσημες, γνωστές αίθουσες, αλλά και πολλοί μικρότεροι που ενισχύουν τους εναλλακτικούς χώρους. Αυτό δημιουργεί πολυφωνία, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για εναλλακτικές προτάσεις και πειραματισμό.

Το άγχος των ηχογραφήσεων

– Παρότι αρκετά νέος έχετε ήδη ηχογραφήσει πέντε συμπαγείς δίσκους και εντός των ημερών αναμένεται ο έκτος. Ποια η σχέση σας με τη διαδικασία των ηχογραφήσεων;

– Είναι μια εργαστηριακή κατάσταση, συνεπώς έχει άγχος διαφορετικού τύπου. Η ηχογράφηση φωτογραφίζει ένα συγκεκριμένο στάδιο της πορείας κάθε καλλιτέχνη. Αυτό προκαλεί το άγχος, διότι δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει πώς θα αισθάνεται για το αποτέλεσμα ύστερα από κάποιο διάστημα. Ταυτοχρόνως, οι ηχογραφήσεις αποτελούν εξίσου σημαντικό μέρος της μουσικής πραγματικότητας όπως και οι συναυλίες.

«Τo μεγαλύτερο δώρο που έχω λάβει»

«Με τον Ξενάκη συναντήθηκα το 1997 στ Θεσσαλονίκη, που ήταν «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης». Στο πλαίσιο αφιερώματος στο έργο του, έδωσα ένα ρεσιτάλ με τα τέσσερα πιανιστικά του κομμάτια, που είχα ήδη ηχογραφήσει τον Σεπτέμβριο του 1996. Ηταν εμφανώς καταβεβλημένος, αλλά παρ’ όλα αυτά ήρθε μετά το τέλος της συναυλίας, με ευχαρίστησε και την επομένη γευματίσαμε μαζί. Γενικώς δεν μιλούσε πολύ. Μού είπε ότι δεν μιλάει πολύ και ότι προτιμά να κρατάει για τον εαυτό του τόσο τις καλές όσο και τις κακές σκέψεις. Διευκρίνισε, πάντως, ότι για μένα οι σκέψεις του ήσαν καλές. Μετά μερικούς μήνες έλαβα μία συστατική επιστολή, στην οποία έγραφε ότι με αναγνωρίζει ως ιδανικό ερμηνευτή των έργων του. Ηταν το μεγαλύτερο δώρο που έχω λάβει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή