O θύτης εγκαλεί το θύμα του

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μήτσος Ευθυμιάδης

Ο φονιάς

Σκηνοθ.: Αντ. Αντωνίου

Θεατρική Σκηνή (στην Κολιάτσου)

« Το θήραμα σε μίμηση διπλή, να διδαχτεί, καλά να μάθει από τον αιματόβρεχτο αδελφό για την αυτοεξόντωσή του».

ΡΟΥΛΑ ΑΛΑΒΕΡΑ, «Καλέ μου πίθηκε»,1999

Δεν πάνε παρά μόνον… 22 χρόνια (1981) από τότε που ο πρόσφατα αποδημήσας γλυκός μας παραιτημένος Μήτσος Ευθυμιάδης, ο «Σπίνος» για τους στενότερους φίλους του, έδινε το καλύτερο έργο του, την κορύφωσή του και μια απ’ τις κορυφώσεις της μεταπολεμικής μας δραματουργίας, τον «Φονιά». Η εκρηκτική παράσταση του Διαγ. Χρονόπουλου στο «Θεατρικό Εργαστήρι» (Αριστοτέλους και Σμύρνης) του παλιού -ιδίως ραδιοφωνικού- σκηνοθέτη Δημ. Κωνσταντινίδη είχε αναδειχθεί σε γεγονός της χρονιάς. Τέσσερις έξοχα κουρντισμένοι ηθοποιοί, ο Αντ. Αντωνίου, ο Θέμης Μάνεσης, η Χρ. Σιμοπούλου και ο Ντ. Λύρας είχαν συναποτελέσει ένα αρμονικό κουαρτέτο άψογα ζυγισμένων δόσεων στην ωριμότερη κατάθεση του Ευθυμιάδη. Αρχικά ο συγγραφέας είχε δώσει τους «Προστάτες» (1975). Ηταν μια φιλότιμη προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου της ελληνικής κακοδαιμονίας περί την εξάρτηση από τους ξένους, κάπως «αντιεπιστημονική» επειδή έβαλε τα πρόσωπα ή τα αποτελέσματα στη θέση των αιτίων. Η ευρηματική, δυναμική γραφή προσέκρουσε τότε σε απλουστευτική σκέψη γύρω απ’ την ιστορία και τους κινητήριους μοχλούς της. Το 1977 στο θέατρο «Στοά» παρουσιάζονται τρία παλιότερα μονόπρακτα του Ευθυμιάδη: ο ιδιοφυής «Φώντας», οι «Ψόφιοι κοριοί» και το «Υπόστεγο». Ο κοινός άξονάς τους είναι η γλώσσα ως παραγωγός ιδεολογίας μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις και η γλώσσα πάλι ως σκύλος που δαγκώνει την ουρά του, αίτιο και αιτιατό της σωτηριολογικής παγίδευσης των χρηστών της. Καθώς οι ήρωες των μονόπρακτων ανήκουν στα λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας μας, η πολύμορφη ρητορική του έναρθρου λόγου τους, λόγια και λαϊκή, αμφίσημη και αμφίστομη, συνέστησε έναν πολύ γερό κορμό για να στηριχθεί η θεατρική αποδεικτικότητα των συγγραφικών σκέψεων.

Αυτή είναι, διά βραχέων, η μικρή αλλά πολύ σημαντική συγκομιδή του συγγραφέα μας. Θεωρώ άξιο και επίκαιρο το μνημόσυνο που του γίνεται φέτος από την επιθετικά ανθιστάμενη ποιοτική «Θεατρική Σκηνή» του Αντωνίου στην Κολιάτσου. Αυτό το έργο ισορροπεί τέλεια. Η μεγαλύτερη αρετή του είναι και η δυσχερέστερη, δηλαδή η δομή του, δομή που τη χρονιά της πρώτης παρουσίασης του «Φονιά» είχε την τιμητική της, μια και τότε παιζόταν ένα επίσης άρτιο απ’ την άποψη αυτή έργο, ο «Νάσος» του Α. Θωμόπουλου.

Δύο ένοχοι

Ο «Φονιάς», λοιπόν, διαθέτει μια σφιχτή, δυναμική πλοκή ανάλογη, θα ‘λεγες, ξένων κλασικών μαστόρων, μια ερεθιστική αστυνομική πλευρά με την αποκάλυψη όχι ενός, αλλά δύο ενόχων, έντονο κοινωνικό προβληματισμό γύρω απ’ τις συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές κι ακόμα έναν ευπρόσδεκτα αναγνωρίσιμο ηθικό και δραματικό πυρήνα -μια μάνα που ξώκειλε. Κι αν ο Ευθυμιάδης δεν προτείνει εδώ μια νεόκοπη φόρμα γραφής, αναπτύσσει όμως ό,τι του έχει παραδοθεί από τον Καμπανέλλη. Εισχωρεί με πρωτοτυπία, τεχνική και γνώση στην απομυθοποίηση της αστικής αξίας, στον εξευτελισμό της βίας, στο δίκαιο του ισχυροτέρου, στους διάτρητους κώδικες τιμής και, το κυριότερο, στη ζοφερή επικράτεια της ηθικής αυτουργίας. Τακτική σκακιστικής παρτίδας ανάμεσα σε τέσσερα πρόσωπα, κινήσεις διαβολικά οδηγούσες προς το ματ, λόγος αιχμηρός, βίαιος, λόγος των άμεσων προγόνων, λόγος ψυχογραφών, χωρίς περιττά, χωρίς «υποχωρήσεις», χωρίς υπονοούμενα. Στο έγκλημα, στο κάθε έγκλημα, λέει ο Ευθυμιάδης, η ευθύνη ανήκει σε όλους και «εις ολόκληρον». Ο Αβελ είναι προϋπόθεση του Κάιν και το αντίστροφο. Στην ανθρώπινη δίκη οι θύτες εγκαλούν τα θύματά τους ως ηθικούς αυτουργούς που τους όπλισαν το χέρι.

Νεορρεαλιστικά και σεβαστικά προς την ανάμνηση της πρώτης σκηνοθεσίας, με νεύρο και ένταση, κρυφές γωνίες και ολοκληρωμένη ανάπτυξη χαρακτήρων, με την οργή και τον ιδρώτα τους, με επιθέσεις και άμυνες δόλιων συμπεριφορών και πλάγιων βλεμμάτων ακεραίωσε τη σκηνοθεσία του ο Αντωνίου. Απέριττα τα κοστούμια του Αντ. Χαλκιά πρόσεξαν πολύ την κοινωνική σήμανση κάθε προσώπου. Στο σκηνικό θα αρκούσε το σε πρώτο επίπεδο φτωχό σαλονάκι.

Οι ερμηνείες

Στο βάθος έμεινε ακίνητος και αλειτούργητος ένας ποικιλμένος διακοσμητικός μυχός που δεν έδενε με το ταπεινό σπιτόπουλο.

Ο Αντωνίου, κάπως υπερτονισμένος κατά σημεία, κράτησε πειστικά και δυναμικά τον ρόλο του φονιά που προάσπισε την τιμή της αμαρτωλής μάνας. Ισχυρότερη πλευρά του η δραματική του φόρτιση γύρω απ’ τους ηθικούς νόμους. Ο Μάνεσης ήταν κυριολεκτικά υπέροχος. Επαναλαμβάνοντας την προ ετών μεγάλη επιτυχία του ενσαρκώνει τον λούμπεν αποφυλακισμένο μάγκα με μια πληρότητα γλωσσικής και χαρακτηρολογικής ταύτισης που εκπλήσσει και ευφραίνει. Υπουλος, μοναχικός, εκβιαστής, λες πως προϋπήρχε του ρόλου. Και μόνον γι’ αυτόν -αλλά και για το υποδειγματικό έργο- οφείλει ο θεατρόφιλος να (ξανα)δεί την παράσταση. Η Νατ. Ασίκη (αδελφή του φονιά που τον καρφώνει στην αστυνομία) ένα ον μυστηριώδες στην αρχή, κέρδισε βαθύτατες συγκινησιακές πινελιές κατά την ομολογία της προδοσίας της. Υπήρξε η ηθοποιός με την πιο μετρημένη και σωστή κλιμάκωση σε σχέση με το κείμενο. Ο Δημ. Κανέλλος (σύζυγός της) κατάφερε να ενταχθεί στην ατμόσφαιρα και να δημιουργήσει τη μικροαστική αντίστιξη, να κερδίσει την «αθωότητα» απέναντι στους «ειδοποιημένους».

Συναντούσα για χρόνια τυχαία το Μήτσο σε διάφορα μέρη. Κάθε φορά τον ρωτούσα:

– Μήτσο, ετοιμάζεις τίποτα;

– Ετοιμάζω, ναι, ετοιμάζω.

Τελικά, άλλο εννοούσε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή