Εφυγε ο φωτογράφος των γυναικών, Χέλμουτ Νιούτον

Εφυγε ο φωτογράφος των γυναικών, Χέλμουτ Νιούτον

2' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οτιδήποτε είναι όμορφο είναι ψεύτικο. Το ωραιότερο γρασίδι είναι πλαστικό. Οι γυναίκες με ενδιαφέρουν πολύ. Τα μοντέλα καθόλου: είναι προϊόντα της δουλειάς μου». O προκλητικός, ο απαγορευμένος, ο εριστικός Χέλμουτ Νιούτον σπανίως έδινε συνεντεύξεις, απεχθανόταν οτιδήποτε καλαίσθητο. Αν και η ζωή του υπήρξε πολύχρωμη, το έργο του καταγράφηκε σε μίλια από ασπρόμαυρο φιλμ. Κινηματογραφικό και το τέλος του αφού έχασε τον έλεγχο της Κάντιλακ που οδηγούσε, μπροστά στο πιο πολυτελές και σκοτεινό ξενοδοχειακό συγκρότημα της Σάνσετ Μπουλβάρ στο Χόλιγουντ, στο οποίο συχνάζουν σταρ του σινεμά και της μόδας.

Χλιδή και ντεκαντάνς, έννοιες που σημαδεύουν τη ζωή του διάσημου Γερμανού φωτογράφου-θρύλου που «έφυγε» στα 83 του χρόνια. Κάθε φωτογραφία του κοστίζει σήμερα μια περιουσία, ενώ η αμοιβή του για να συνεργαστεί με κάποιο περιοδικό ξεπερνούσε τα 5.000 ευρώ την ημέρα.

Τι κρίμα που θα τον θυμόμαστε με εικόνες που εκείνος μισούσε ή απέρριπτε.«Δεν μου αρέσει να είμαι ούτε ρετρό ούτε νοσταλγικός». Προτιμούσε τις νύχτες, τις πόλεις και τα πορτρέτα αγαπημένων του προσώπων. Κι όμως, εμείς τον έχουμε συνδέσει με δίμετρες καλλονές, συνήθως γυμνές, με λευκή επιδερμίδα και σγουρά μαλλιά, πάντα έντονα μακιγιαρισμένες, με τακούνια-στιλέτο και σαδομαζοχιστική διάθεση.

Οι γυναίκες του Χέλμουτ, γυναίκες αισθησιακές, ψυχρές, ανέκφραστες, απρόσιτες κούκλες βιτρίνας, δεν πρωταγωνίστησαν μόνο στις σελίδες των περιοδικών μόδας του πλανήτη αλλά και στα λευκώματά του (συχνά σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων), όπως τα «Femmes secretes», «White women», «Big nudes», «Sleepless nights», «A world without men». Ή όταν ο φετιχισμός συναντά τον ερωτισμό.

«Ο σαδομαζοχισμός εξακολουθεί να με ενδιαφέρει. Κουβαλάω πάντοτε αλυσίδες και λουκέτα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου, όχι για προσωπική χρήση αλλά για τη δουλειά μου, αν και θα πρέπει να πω ότι οι κόμποι που κάνω δεν είναι ποτέ σφιχτοί».

Ο Helmut Neustadter, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, είχε πει ότι για όλα έφταιγε η γενέτειρά του, το Βερολίνο, οι μνήμες από τα καμπαρέ, τις ταινίες, τα πόστερ, τις μελωδίες της εποχής. «Ημουν ερωτευμένος με τη Μάρλεν Ντίτριχ από τα 12 μου», για να τη συναντήσει τελικά στη Νέα Υόρκη με την ελπίδα να τη φωτογραφήσει κιόλας με την πρώτη του μηχανή που αγόρασε το 1932, αλλά ο έρωτας δεν ήταν… κεραυνοβόλος και το πορτρέτο δεν έγινε ποτέ. H Μάρλεν, όμως, τον στοίχειωσε για την υπόλοιπη ζωή του.

Οπως και η φωτογράφος και ηθοποιός Τζουν Εφ Μπράουν (γνωστή και ως Τζουν Μπρουνέλ αλλά και Αλις Σπρινγκς), την οποία παντρεύτηκε το 1948 για να τη χαρακτηρίσει «απόλυτη μούσα».

Από το 1975 και μετά, η «επωνυμία» Χέλμουτ Νιούτον συνοδευόταν από εκρήξεις ενθουσιασμού αλλά και υστερίας που εξαπλωνόταν από τη Νέα Υόρκη στο Τόκιο και από εκεί στην Ευρώπη. Οι φωτογραφίες του φιλοξενούνται και σήμερα στα πιο… αποστειρωμένα μουσεία του κόσμου.

Σε μία από τις σπάνιες εκμυστηρεύσεις του μπροστά στον τηλεοπτικό φακό της Τέιμς Τελεβίσιον, το 1978, είχε πει: «Λατρεύω τη χυδαιότητα. Με προσελκύει αφάνταστα η κακογουστιά, ίσως γιατί είναι πιο συναρπαστική από το καλό γούστο, το οποίο δεν είναι τίποτε παραπάνω από μία στεγανοποιημένη άποψη να κοιτάς τα πράγματα. Αν δεν φωτογραφίζω ποτέ τους αδύναμους είναι γιατί το θεωρώ πράξη κυνισμού. Ονειρευόμουνα πάντα να γίνω παπαράτσι. Ομως, δεν φημιζόμουν για την ταχύτητα μου. Ζηλεύω την επιθετικότητά τους. Εκείνος που φωτογράφησε την Τζάκι Ωνάση σε κάποιο ελληνικό νησί θα πρέπει να υπήρξε σπουδαίος φωτογράφος».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή