Πληθωρισμός συναισθημάτων

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θόρντον Ουάϊλντερ

Η Μικρή μας Πόλη

Σκηνοθ.: Σταμ. Φασουλής

Θέατρο Δημήτρης Χορν

Η ήσυχη ζωή μιας μικρής αμερικανικής κωμόπολης στις αρχές του περασμένου αιώνα όπου οι κάτοικοί της γεννιούνται, ζούνε, πεθαίνουν -και τίποτ’ άλλο. Γράφοντας στα 1938 τη Μικρή μας Πόλη, ο Αμερικανός Θόρντον Ουάϊλντερ έκανε πρωτοπορία.

Σε μια υπερφορτωμένη με συμβολικά και σουρεαλιστικά νοήματα μετα-εξπρεσιονιστική θεατρική εποχή, να που εμφανίστηκε ξαφνικά ένα έργο δίχως -καμιά αξιοσημείωτη- πλοκή, δίχως σκηνικά, δίχως στολίδια.

Πράγματα ιδιαίτερα «προχωρημένα» τότε. Το είχα δει δεκαεπτά χρόνων, μαθητής ακόμα, και με είχε, θυμάμαι, συγκινήσει πολύ -τότε. Παλιά.

Σήμερα: «…το έργο αντιμετωπίζεται πια, σαν μια υπερπαραγωγή αισθημάτων», σημειώνει ο σκηνοθέτης του Σταμάτης Φασουλής στο πρόγραμμα. «Εχεις τη χαρά, τη συγκίνηση, τη λαχτάρα και την ένταση του εξερευνητή που, ψάχνοντας για την άγνωστη, την ξένη χώρα, κτλ. κτλ. …και η τρυφερή του αγάπη σπάει ένα χαμόγελο κι ανθίζουν τα χρόνια της νιότης μονομιάς, γεμίζει αρώματα η καρδιά».

Προσωπικά τουλάχιστον συγκέντρωνα όλες τις προδιαγραφές ώστε ν’ ανθίσουν ξαφνικά και τα δικά μου χρόνια της νιότης και να γεμίσει και η δική μου καρδιά με νοσταλγικά αρώματα. Η Μικρή μας Πόλη ήταν μια έξοχη παράσταση (τουλάχιστον έτσι τη θυμάμαι) που είχε σκηνοθετήσει ο νεαρός φιλόλογος Νίκος Χουρμουζιάδης (αργότερα σημαντικός πανεπιστημιακός καθηγητής και επιτυχημένος θεατράνθρωπος στη Βόρεια Ελλάδα) στο Drama Club του κολεγίου Anatolia στη Θεσσαλονίκη ακριβώς τη χρονιά που αποφοιτούσα.

Μοιραία λοιπόν όλα αυτά να μ’ έχουν προκαταβολικά φορτίσει συγκινησιακά προτού πάω να δω την καλή παράσταση ενός έτσι κι αλλιώς ενδιαφέροντος σκηνοθέτη -του Σταμάτη Φασουλή.

Ομως ξαφνικά, και λίγο προτού πάω στο «Θέατρο Δημήτρης Χορν», τα φέρνει έτσι η μοίρα και…

Και βλέπω, που λέτε, μία από τις συγκλονιστικότερες ταινίες της ζωής μου. Το Dogville του Λαρς φον Τρίερ.

Πάλι μια ήσυχη αμερικανική μικρή πόλη. Πάλι δεν υπάρχουν τοίχοι ανάμεσα στα σπίτια. Πάλι μια -αρχικά καλωσυνάτη- κοινωνία. Οσα συμβαίνουν στη «Σκυλούπολη» (στην Πολιτεία του Κολοράντο) είναι αυτά που συνέβαιναν καθημερινά και στη «Μικρή Πόλη» του Θ. Ουάιλντερ (στην Πολιτεία του Νιου Χάμσαϊρ) -μέχρις ενός σημείου.

Γιατί από κει και πέρα η ολότελα εγκεφαλική ταινία του Δανού σκηνοθέτη δεν διαθέτει τίποτα που να σου γαργαλάει το συναίσθημα.

Ο θεατής του φιλμ δεν θα μπορέσει ποτέ του να σκεφτεί να βγει στο δρόμο «…τραγουδώντας. Με ξαναβρήκα. Με κέρδισα. Ζωή. Ζω.» όπως ενδεχομένως θα έκανε όποιος έδινε πίστη στο εισαγωγικό σημείωμα του Σταμάτη Φασουλή στο πρόγραμμα κι ακολουθούσε τα γραφόμενά του.

Θα μου πείτε: εντάξει, τα δύο έργα μοιάζουν μεν εξωτερικά, όμως πρόκειται για εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Ακριβώς. Το ένα -αυτό του Ουάιλντερ- αγγίζει περισσότερο την καρδιά. Το άλλο -η ταινία- κλοτσά το μυαλό. Ομως, τι κάνει κανείς σε παρόμοιες περιπτώσεις; Να τι θα έκανε π.χ. ο Μπρεχτ, ο οποίος επιδίωκε να ωθήσει τον θεατή -λίγο πολύ με το ζόρι είν’ η αλήθεια- σε σκέψη. Υποστήριζε, λοιπόν, ο διαλεκτικός Γερμανός δημιουργός ότι -έτσι για παράδειγμα- για να κατανοήσει κανείς στις σωστές της διαστάσεις τη μεγάλη δραματική σκηνή της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Μαρία Στιούαρτ και τη βασίλισσα Ελισάβετ στο ομώνυμο έργο του Φ. Σίλερ, ο σκηνοθέτης θα ‘πρεπε να κάνει και μερικές πρόβες, βάζοντας τις δύο ηθοποιούς του να μαλώνουν, η κάθε μια μπροστά στη σκάφη της, σαν να ‘τανε πλύστρες. Κάτι παρόμοιο, και με τον σαιξπηρικό Ρωμαίο και Ιουλιέτα. Σύμφωνοι, μπορεί -όπως λένε- ο Μπρεχτ να ξεπεράστηκε. Σίγουρα σαν ιδεολογία, όχι και σαν τεχνίτης του θεάτρου.

Πάντως προσωπικά δεν κατάφερα να ξεπεράσω αυτό το συναίσθημα της απομυθοποίησης, ή της όποιας μπρεχτικής «αποστασιοποίησης», βλέποντας ταινία (Dogville) και θεατρικό έργο (Η Μικρή μας Πόλη) σε διάστημα δύο μόλις ημερών το ένα από τ’ άλλο.

Οι ερμηνείες

Ετσι, λοιπόν, η ευφάνταστη σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή μου φάνηκε υπερβολικά ζαχαρωμένη, ο διευθυντής Σκηνής (Χρήστος Στέργιογλου) ενοχλητικά οικείος, η Εμιλι Γουέμπ (Πέγκυ Τρικαλιώτη) λιγωτικά συναισθηματική, ο Τζορτζ Γκιμπς (Γιάννης Τριμιτσέλης) επίπλαστα εφηβικός. Λίγο πολύ δήθεν χαρακτήρες, δηλαδή δίχως να προσφέρουν κανένα γλυκόπικρο χυμό, και τα ζευγάρια των γονιών (Κώστας Τριανταφυλλόπουλος. Δάφνη Λαμπρογιάννη, Κατερίνα Μανουσοπούλου και Νίκος Χύτας) τα οποία σέρβιραν τα γνωστά γλυκερά παστεριωμένα αναψυκτικά.

Τα εξαιρετικά στη λιτότητά τους μινιμαλιστικά σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη (έξοχα φωτισμένα από τον Λευτέρη Παυλόπουλο) θα μπορούσαν έτσι όπως ήταν να υπηρετήσουν την οποιαδήποτε άποψη του έργου. Το ίδιο και τα εξίσου λιτά κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου.

Αν, λοιπόν, μου επιτρέπεται να κάνω μία σύσταση, θα προέτρεπα το κοινό που θα πάει να δει την -καλή στη συνομοταξία της- παράσταση να έχει παράλληλα και τη γνώση ενός μοναδικού Dogville.

Η αναπόφευκτη σύγκρουση καρδιάς και μυαλού στον καθένα μας μπορεί να είναι περισσότερο επωφελής, ακόμα και από την παρακολούθηση ενός σκυλοκαβγά ανάμεσα στην σκωτσέζα καθολική βασίλισσα Μαρία Στιούαρτ και στην αγγλικανή Βασίλισσα Ελισάβετ Ι στην «Μαρία Στιούαρτ» μια ακόμα καλή παράσταση για την οποία θα γράψω προσεχώς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή