O ελληνισμός και ο χριστιανισμός

O ελληνισμός και ο χριστιανισμός

5' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εφη Γαζή: «O δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών. Μια γενεαλογία του «ελληνοχριστιανιού πολιτισμού»». Εκδόσεις «Νεφέλη», 2004, σ. 273.

Προχθές ήταν η εορτή των Τριών Ιεραρχών, πιθανότατα πάντως -και δοθέντος ότι κανείς δεν γιορτάζει ονομαστικά τη μέρα αυτή, ώστε το εκκλησιαστικό γεγονός να μετατραπεί σε κοινωνικό-, πλην των ιερωμένων και των ιδιαίτερα θρησκευομένων, οι μόνοι άλλοι που το συνειδητοποίησαν ήταν οι μαθητές, που χάρηκαν μια επιπλέον αργία, ίσως και οι εκπαιδευτικοί της τριτοβάθμιας που ανέλαβαν να εκφωνήσουν τον σχετικό πανηγυρικό. Ετσι συμβαίνει με αρκετά από τα «πατροπαράδοτα», τα «ανέκαθεν»: Διαδραματίζουν σπουδαίο ιδεολογικό και κοινωνικό ρόλο για κάμποσο χρόνο, κι ύστερα απομένει μια ισχνή ανάμνηση κι ένα εκκενωμένο σχήμα, που δύσκολα ανασταίνεται, όσες δοκιμές «αναβίωσης» κι αν επιχειρηθούν.

Η κοινή εορτή

Ακριβώς με ένα τέτοιο «ανέκαθεν» ασχολείται η ιστορικός Εφη Γαζή, λέκτορας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο βιβλίο της για τον «Δεύτερο βίο των Τριών Ιεραρχών». Στόχος της, αναζητώντας την προϊστορία μιας εορτής που δεν υπήρξε ποτέ απλώς εκκλησιαστική ή απλώς «σχολική», να συγκροτήσει μια «γενεαλογία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»» ή, μετριοπαθέστερα, να φωτίσει μια από τις πτυχές αυτής της όλως ενδιαφέρουσας γενεαλογίας. Και επιτυγχάνει πλήρως στο στόχο της, αναπλέοντας στον ιστορικό χρόνο: από το σήμερα, ή μάλλον από τον 19ο αιώνα, οπότε αποδόθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών εκπαιδευτικός χαρακτήρας στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, κινείται προς τον 11ο αιώνα, οπότε θεσμοθετήθηκε η κοινή εορτή των τριών Πατέρων, κι από εκεί προς τον κρισιμότατο 4ο αιώνα, οπότε έζησαν οι τρεις ιεράρχες – αλλά και ένας εξίσου σπουδαίος, ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο «φιλοσοφικώτερος των Πατέρων», αδελφός του Βασιλείου, ο οποίος για πολλούς λόγους, δογματικούς και άλλους, δεν χώρεσε στο αγιολογικό σχήμα? αν οι άλλοι Πατέρες ήθελαν την αρχαία σκέψη θεραπαινίδα της πίστης, ο Γρηγόριος Νύσσης ευχόταν να γίνει «η ηθική τε και φυσική φιλοσοφία σύζυγός τε και φίλη και κοινωνός ζωής».

Δεν χώρεσε επίσης, όπως τονίζει η Εφη Γαζή, ένας άλλος Πατέρας της εκκλησίας που έζησε επίσης τον 4ο αιώνα, ο Αθανάσιος, αυτό όμως είναι ευεξήγητο: Οπως ξεκαθάρισε τα πράγματα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στον λόγο που του είχε αναθέσει η Σύγκλητος να εκφωνήσει στην εορτή του 1883, «ο νεώτερος ελληνισμός, προαιρούμενος μεν να συνδυάση την παίδευσιν μετά της πίστεως, αλλά πεποιθώς, ότι το ασφαλέστερον ορμητήριον και το ισχυρότερον έρεισμα της πνευματικής ημών διαπλάσεως έδει ν΄ αναζητηθή εν τη γλώσση, εν τη διανοία και εν τη μεγαλουργία των προγόνων, δεν ήτο δυνατόν ν΄ αναδείξη προστάτην αυτής άνδρα σώσαντα μεν την Ορθοδοξίαν [εννοείται ο Αθανάσιος], σώσαντα όμως αυτήν διά πολέμου ασπόνδου κατά του ετέρου των δύο συστατικών του βίου ημών στοιχείων».

Στο αφηγηματικό σχήμα που επιλέγει η συγγραφέας, το βάρος δίνεται στους νεότερους αιώνες, κι έτσι μένει κάπως συνοπτική η εξέταση της ίδιας της ταραγμένης εποχής των τριών ιεραρχών. Αυτό όμως δεν προβληματίζει την ανάγνωση, η οποία πάντως θα ευκολυνόταν αν δίνονταν και μεταφρασμένα τα (ενίοτε εκτενή) αποσπάσματα αρχαιόγλωσσων κειμένων – έχοντας στο νου έναν αναγνώστη που, παρότι γεννήθηκε μέσα στον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό», διαπιστώνει γρήγορα ότι δεν του αρκούν βέβαια τα θρυλικά γονίδια για να αποκρυπτογραφήσει τα παλαιότερα στρώματα της γλώσσας.

Πότε λοιπόν θεσπίστηκε η πανεπιστημιακή εορτή (δηλαδή πόσο «ανέκαθεν» είναι τελικά αυτό το πανταχόθεν προβαλλόμενο «ανέκαθεν»), γιατί και από ποιους επελέγησαν οι τρεις «μέγιστοι φωστήρες» όχι απλώς ως προστάτες των γραμμάτων αλλά και ως δείκτες της «συνοικείωσης» (αν υπήρξε ποτέ) της θύραθεν παιδείας με τα χριστιανικά δόγματα, ποια εντέλει υπήρξε η σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού και ποιοι όροι οδήγησαν στη σύλληψη του δόγματος περί «ελληνοχριστιανισμού» – αυτά τα ερωτήματα απασχολούν τη συγγραφέα. Απασχολούν επίσης οποιονδήποτε άλλον γνωρίζει ότι και τα «ανέκαθεν» έχουν μέσα τους τον ιστορικό χρόνο (άρα διαφορές, συγκρούσεις και πολιτικές μεδοθεύσεις και σκοπεύσεις) και ότι τα «αυτονόητα» δεν είναι ποτέ τόσο αυτονόητα όσο θέλουν να φαίνονται.

Κάθε φορά, άλλωστε, που ξαναδιαβάζουμε το παρελθόν από την επιλεγμένη σκοπιά μας, για να σχεδιάσουμε εκ νέου το «εθνικό μας αφήγημα» («επινοώντας την παράδοση», επί τη ευκαιρία), ο νους είναι στραμμένος κυρίως στο παρόν: αυτό θέλουμε να επηρεάσουμε και να προσανατολίσουμε. Ουδέτερες αναγνώσεις της ιστορίας δεν υπάρχουν. Μήπως ο ίδιος ο «πατέρας της Ιστορίας», ο Ηρόδοτος, δεν κατακρίθηκε από κάποιο (ψευδο)πλουταρχικό σύγγραμμα για ανθελληνικού τύπου κακοήθεια;

Αντιδικία

Σύμφωνα και με τα συναξάρια, ο από κοινού εορτασμός της μνήμης των τριών ιεραρχών καθιερώθηκε τον 11ο αιώνα, επί Αλεξίου A΄ Κομνηνού. O λόγος; Επειδή «στάσις γέγονε παρά των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών». Αντιδικούσαν δηλαδή οι λόγιοι της εποχής για το ποιος ιεράρχης ήταν ο σπουδαιότερος, και μοιράστηκε έτσι το κοινό σε «Ιωαννίτες», «Βασιλείτες» και «Γρηγορείτες» (πόσο πιο ελεύθερο θα ήταν το μυαλό μας αν αυτή η «λεπτομέρεια» κι άλλες πολλές εξίσου οχληρές για το στρογγυλεμένο εθνικό μας μυθιστόρημα τις μαθαίναμε, αν όχι στο γυμνάσιο, έστω στο λύκειο).

«Αυτουργός της συγκρότησης των τριανδρίας των Ιεραρχών», ιστορεί η Εφη Γαζή, υπήρξε ο Ιωάννης Μαυρόπους, δάσκαλος εκείνης της φοβερής φυσιογνωμίας που έφερε το όνομα Μιχαήλ Ψελλός, στον οποίο οφείλεται εν πολλοίς η αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τα ελληνικά γράμματα κατά τον 11ο αιώνα. O Μαυρόπους λοιπόν, «ανήρ παιδείας ελληνικής ουκ αμαθώς έχων», συγκρότησε την ιεραρχική τριάδα σαν σύμβολο της Αγίας Τριάδας, όπως εξήγησε, αλλά και για να υποδείξει ποια είναι η αρμόζουσα σχέση των χριστιανών με τα ελληνικά γράμματα: η σχέση που είχαν οι ίδιοι οι τρεις ιεράρχες, «επί τη ελληνική παιδεία διαβόητοι». Πρόκειται για μια σχέση αυστηρώς επιλεκτική αφενός, δεσποτική αφετέρου, εφόσον τα αρχαία φιλοσοφήματα και λογοτεχνήματα υπάγονται σχετικώς καθαρισμένα στον ηθοποιητικό χριστιανικό λόγο. Το πρότυπο αυτής της αντιμετώπισης σχηματίζεται και επιβάλλεται με το σύγγραμμα του Βασιλείου «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Σύστηνε λοιπόν στους νέους ο Βασίλειος (που σπούδασε τις αθηναϊκές σχολές των Περιπατητικών και των Ακαδημεικών, μαζί με τον Γρηγόριο, ενώ ο Χρυσόστομος διδάχθηκε ρητορική από τον εθνικό Λιβάνιο) να βλέπουν την αρχαία γραμματεία σαν «ροδωνιά»: να δρέπουν τη άνθη αλλά να αποφεύγουν τα αγκάθια, ώστε «όσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, το βλαβερόν φυλαξόμεθα». Σαν άνθη υπολόγιζε τους «ενάρετους» στίχους του Ομήρου ή του Ησιόδου, σαν αγκάθια τους ρήτορες.

Οταν λοιπόν, κατά τον 19ο αιώνα πλέον, αποφασίστηκε η μεταλλαγή μιας εκκλησιαστικής εορτής σε εκπαιδευτική, άρα ευθύτερα ιδεολογική και «εθνοποιητική», χρησιμοποιήθηκε η ίδια πάνω-κάτω εξήγηση: ότι, εφόσον οι τρεις Πατέρες υπήρξαν «της Εκκλησίας σεμνοί και τηλαυγείς υποφήται» αλλά και «της παλαιάς σοφίας φοιβασταί» (όπως τους χαρακτήριζε ο Νεοκλής Καζάζης το 1898), εφόσον δηλαδή «είναι Χριστιανοί αλλά είναι και Ελληνες», στο πρόσωπό τους συνάπτεται ο αρχαίος λόγος και ο χριστιανικός, όσο είναι βέβαια δυνατόν να συναφθεί απροβλημάτιστα ο λόγος της επιστήμης με το λόγο της πίστης.

Δεν πρόκειται φυσικά για φιλολογία αλλά για ιδεολογία, την καταγωγή και τις παρενέργειες της οποίας, τη συμπλοκή της δηλαδή με πολιτικές και πολιτισμικές διεργασίες στο πέρασμα των δεκαετιών, αναδεικνύει μεθοδικά η Εφη Γαζή. Μπορεί άλλωστε και η «ελληνικότητα» να θεωρείται ένα «ανέκαθεν», ένα «δεδομένο», τέτοιου είδους εργασίες ωστόσο, μετρημένες και διαυγείς, συμβάλλουν πολύ περισσότερο στην αυτογνωσία μας απ’ ό,τι οι πανηγυρικοί ή τα ρητορεύματα της ελληνοκαπηλίας ή τη χριστιανοκαπηλίας, που ούτε σήμερα λείπουν από την αγορά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή