H καρδιά του σκότους

4' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φθίνοντος του 18ου αιώνα, η Γη έδειχνε πια γνωστή και οικεία. Αν και στη φαντασία κυρίως. Ομως, και τούτο, για τον φιλοπερίεργο άνθρωπο του Διαφωτισμού, ήταν αρκετό. Για τον άνθρωπο εκείνον, το φανταστικό ήταν απλώς ένα βήμα πριν από το πραγματικό. O περίπλους της υδρογείου είχε ολοκληρωθεί, είχαν ταξινομηθεί όλα τα έμβια όντα και είχε χαρτογραφηθεί η ορατή όψη του φεγγαριού. O Διαφωτισμός φαινόταν να έχει ανάψει τα φανάρια του παντού.

Τολμητίες της παράνοιας

Εμεναν όμως και κάποια μέρη σύσκια. Κάποια χάσματα άνοιγαν το κενό τους, στους γεωγραφικούς όσο και στους πνευματικούς χάρτες του ανθρώπου. Ενα τέτοιο χαίνον χάσμα ήταν η Αφρική. Οι ακτές της ήταν γνωστές και εξερευνημένες, το εσωτερικό της όμως έμενε terra incognita, άγνωστη χώρα. Φθίνοντος του 18ου αιώνα, φαινόταν ότι οι καιροί ήταν πια ώριμοι για να γεμίσουν τα κενά. Το έτος 1788, το καλοκαίρι, μια παρέα ανθρώπων, τόσο της μάθησης όσο και της περιπέτειας, πρόγονοι κατά κάποιο τρόπο, του Μπρους Τσάτγουιν του 20ού, μαζεύτηκαν σε ένα καφενείο του Πολ Μολ, στο Λονδίνο. Ετσι γεννήθηκε ο Αφρικανικός Σύνδεσμος που μέλη του έγιναν ορισμένοι από τους πιο διακεκριμένους Βρετανούς, ανάμεσά τους ο εξερευνητής και φυτολόγος Τζόζεφ Μπανκς, ο Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς και ο τραπεζίτης Τόμας Κουτς.

Αυτό ήταν το ξεκίνημα του χρυσού αιώνα στην εξερεύνηση της Αφρικής, όπως ήθελαν να το πιστεύουν οι πρωτεργάτες της, αλλά και πολλοί άλλοι, τότε και σήμερα. Είναι και αρκετοί βέβαια, εκείνοι που πιστεύουν ότι ήταν το ξεκίνημα του τέλους της Αφρικής, του υποβιβασμού της σε ένα ίχνος στη συλλογική συνείδηση μιας και οι εξερευνήσεις εκείνες, ακόμη κι όταν είχαν ευγενή κίνητρα αναπόφευκτα οδήγησαν στην αποικιοποίηση και την εκμετάλλευσή της.

Τα θέματα όμως αυτά, δεν αγγίζει ο Αντονι Σάτιν στο βιβλίο του «Οι πύλες της Αφρικής. Θάνατος, ανακάλυψη και η αναζήτηση του Τιμπουκτού», που εκδόθηκε πρόσφατα (Χαρπερκόλινς, 320 σελίδες, 25 στερλίνες). O συγγραφέας τα παραπλέει μεν, αλλά δεν προσορμίζεται? όμως, καθώς γράφει ο Κρις Λάβερς στη «Γκάρντιαν», συγκεντρώνεται στην εξιστόρηση των απίθανων περιπετειών των ανθρώπων εκείνων που, εξ ονόματος του Συνδέσμου, προσφέρθηκαν εθελοντικά να εξερευνήσουν τη Μαύρη Ηπειρο. Ενας τους, ήταν ο αξιομνημόνευτος, και όχι μόνο λόγω του ονόματός του, Μάνγκο Παρκ. Ηταν ένας νεαρός Σκοτσέζος που δέχθηκε να εισχωρήσει στην άγνωστη χώρα, να διασχίσει τον ποταμό Νίγηρα, να ανακαλύψει τη μυθική πόλη του χρυσού Τιμπουκτού και να επιστρέψει φέρνοντας μαζί του όσα περισσότερα μπορούσε, γεωγραφικά στοιχεία για τον τόπο. Αποδεχόμενος την τολμηρή εκείνη πρόκληση, ο Παρκ γρήγορα ανακάλυψε γιατί οι ευρωπαϊκοί χάρτες είχαν ένα λευκό κενό για εσωτερικό της Μαύρης Ηπείρου.

Μέσα σε πέντε εβδομάδες αφ’ ότου έφθασε στην Γκάμπια, βυθίστηκε στον κωματώδη πυρετό της μαλάρια, πράγμα όχι ασυνήθιστο για τους πρωτόβγαλτους Ευρωπαίους εξερευνητές. O Παρκ, καθώς άνοιγε στη συνέχεια τον δρόμο του προς το εσωτερικό άρχισε να βρίσκεται αντιμέτωπος με καλωσύνη, σκληρότητα, φιλοξενία, ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση. Τελικά, έφθασε στον Νίγηρα και όρισε, για πρώτη φορά με βεβαιότητα, την κατεύθυνση του ρου του. Αντεξε ώς εκεί. Το Τιμπουκτού έμεινε στην αναμονή.

Επέστρεψε το 1805 με 36 βαριά οπλισμένους Βρετανούς κοκκινοσακάκηδες. Στην πορεία έχασε τα δύο τρίτα των ανδρών του, έφθασε όμως στον ποταμό, απόκτησε μια μεγάλη σχεδία που, έχοντας μάθει από τα προηγούμενα παθήματά του, την εξόπλισε με πολυβόλα τα οποία έκρυψε πίσω από θάμνους και παραπετάσματα. Ετσι, πλέοντας έφθασε ώς τη μέση του ποταμού δίχως να σταματήσει πουθενά και να έρθει σε οποιαδήποτε επαφή με τις παρόχθιες φυλές. Ακόμη κι όταν έφθασε στο Τιμπουκτού, το πέρασε δίχως να διακινδυνεύσει έναν σταθμό εκεί. Τότε όμως, δεν ήταν πια ο εαυτός του, όπως τον περιέγραψε ένας από τους υπαξιωματικούς του, με αποτέλεσμα όποιον πλησίαζε την αποστολή του, ασχέτως σκοπού, να τον υποδέχεται με πυρά των όπλων. Εχοντας πια χαμένα τα μυαλά και την ψυχραιμία του, το τέλος ήταν αναπόφευκτο. Γύρω στο τέλος του έτους 1805, για λόγους ανεπιβεβαίωτους αλλά όχι δύσκολο να εικασθούν βρέθηκε μαζί με τα απομεινάρια της αποστολής του, στον πάτο του Νίγηρα. Παρόμοια τύχη είχαν πολλοί εξερευνητές του Αφρικανικού Συνδέσμου και οι ιστορίες που άφησαν πίσω τους είναι τόσο συναρπαστικές και θλιβερές, όσο του Μάνγκο Παρκ.

Ομως τι απέγινε το Τιμπουκτού; H πρωτεύουσα αυτή του Νεγρότοπου, όπως την έλεγαν, και ο κύριος διαμετακομιστικός σταθμός στην εμπορική οδό που διέσχιζε τη Σαχάρα; Εκεί, στην καρδιά της Αφρικής, βασίλευαν, καθώς πίστευαν τότε, ο πολιτισμός, ο πλούτος και ένας φωτισμένος ηγεμόνας. Θρυλούνταν μάλιστα ότι το χρυσάφι ήταν τόσο πολύ που το φόραγαν και οι σκλάβοι. O Τζόζεφ Μπανκς, εξερευνητής και σπεκουλαδόρος, πίστευε ότι ζούσαν εκεί πάνω από 100 εκατομμύρια άνθρωποι και ονειρευόταν να τους φέρει τον πολιτισμό και την επιστήμη εις αντικατάστασιν του δουλεμπορίου? με αντάλλαγμα τον πλουτισμό της Βρετανίας.

Κυνηγώντας χίμαιρες

Ομως δεν υπήρχε Τιμπουκτού. Τουλάχιστον Τιμπουκτού των θρύλων. Αυτό που υπήρχε ήταν μια αμμούπολη, από σκόρπιες καλύβες που τις έδερνε ο άνεμος της ερήμου. O πρώτος Δυτικός που μπήκε εκεί, ήταν ένας αγράμματος Αμερικανός ναυτικός, ονόματι Ρόμπερτ Ανταμς, που η εξιστόρησή του, την οποία υπαγόρευσε, δημοσιεύθηκε το 1816. Αλλαξε και ο στόχος του Αφρικανικού Συνδέσμου που από «ο πρώτος ταξιδευτής, ο οποίος έφθασε στο Τιμπουκτού», έγινε «ο πρώτος ενήμερος ταξιδιώτης», που έφθασε στην πόλη. Τελικά ο πρώτος μεγάλος εξερευνητής του Συνδέσμου, ήταν ο Μπούρκαρντ, ο οποίος για πέντε χρόνια εξερεύνησε την Εγγύς Ανατολή, ανακάλυψε την Πέτρα στην Ιορδανία, έγινε ο «τέλειος Αραβας», εξερεύνησε τα Ανατολικά του Νείλου αλλά ποτέ δεν έφθασε στο Τιμπουκτού και στην Υποσαχάρεια Αφρική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή