Χώροι λούμπεν, αυτιστικοί

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λ. Κέσλερ: «Τα ορφανά»

Σκηνοθεσία: Δημοσθ. Παπαδόπουλος

Θέατρο: Οδού Κεφαλληνίας (Β΄ Σκηνή)

Εντ. Αλμπι: «Ευαίσθητη ισορροπία»

Σκηνοθεσία: Αθαν. Καραγιαννοπούλου Θέατρο: Αθηναΐς

Σάρα Κέιν: «Λαχταρώ»

Σκηνοθεσία: Λ. Βογιατζής

Θέατρο: Η Νέα Σκηνή

«Κοιμήσου ό,τι ανασαίνει μες στο σπίτι

κρατάει το δίκιο του στα δόντια»

ΜΙΧ. ΓΚΑΝΑΣ, «Ο ύπνος του καπνιστή», 2003

1. «Τα ορφανά» Οκτώ χρόνια πέρασαν από τη μέτρια παράσταση των «Ορφανών» του σύγχρονου Αμερικανού Λάιλ Κέσλερ στο θ. Στοά. Φέτος, σε μια εξαιρετική εκδοχή είδαμε αναβαπτισμένο το έργο τούτο, σε σκηνοθεσία του νέου και πολύ καλού ηθοποιού Δημοσθ. Παπαδόπουλου (θ. οδού Κεφαλληνίας, εταιρεία «Πράξη», β΄ σκηνή). Ενας μυστηριώδης τύπος μεταξύ εγκληματία και Μεσσία παραβιάζει το άντρο δύο λούμπεν ορφανών αδελφών και τους μεταμορφώνει – δυναμώνει είτε με την αγάπη είτε με την ψυχολογική βία.

Τα δύο αδέρφια συμβιούν, το ένα ως ευκαιριακό κλεφτρόνι και το άλλο ως έγκλειστο αγρίμι, απόλυτα εξαρτημένο απ’ την καταπιεστική αδελφική προστασία. Δυστυχώς κεχωρισμένα και όχι συνθετικά ρεαλιστής και ποιητικός, ο συγγραφέας δημιουργεί προβλήματα ως προς την ταυτότητα του έργου, τα οποία όμως έλυσε με δεξιοτεχνία τόσο το ύφος της μετάφρασης του σκηνοθέτη όσο και μια διδασκαλία που ανέδειξε ολότητα μέσα από τους ψυχολογικούς συσχετισμούς και τις πιέσεις, αφήνοντας αρκετό μερίδιο τόσο στο αστυνομικό μυστήριο όσο και στην ανθρώπινη διάσταση του οίκτου και της βίας. Και Πίντερ και Αλμπι, ίσως και Αρτό κυκλοφορούν στην παράσταση. Ολα όμως συνθέτουν ένα φοβικό κλίμα πυκνότητας και έντασης που προωθεί τη δράση στα μάτια του θεατή χωρίς κενά, με σκηνές γεμάτες από σφιχτό θέατρο, γοργότητα και νεύρο.

Τον ιδιότυπο -υπόγειο και υπό τις δύο έννοιες- κόσμο σήμανε με τα ρατέδικα σκηνικά και τα κοστούμια της, με πολλή προσοχή και κλιματολογική επιτυχία η Ελλη Γεωργακοπούλου. Πρωτίστως όμως είχαμε μια ιδεώδη διανομή: σε πλήρη ωριμότητα, με εκπλήσσουσα άνεση μέσων και Ιανός γεμάτος αίνιγμα, γοητεία, σκληρότητα αλλά και ανθρωπιά ο «ξένος» του Αλκη Παναγιωτίδη.

Η σκηνή του μεθυσιού του ένα διαμάντι. Μπριλάντες και εσωτερικός, άσπαστος μα και δοτικός έπλασε ρόλο που δύσκολα τον ξεχνάς. Το αυτό και ο «ασχημούλης» αλλά έξοχος νέος Παν. Παναγόπουλος στο έντρομο αγρίμι. Με έγκυρα αποτυπωμένη στο πρόσωπο και στην κίνηση την πνευματική καθυστέρηση του εγκλωβισμένου ορφανού μάς χάρισε στιγμές τραγικού χιούμορ μαζί με δείγματα ατόφιας ψυχιατρικής εικόνας.

Το τρίο συμπλήρωσε με μόρτικη άνεση ο επίσης πολύ καλός Π. Λαγούτης. Παραστάσεις σαν κι αυτήν μες στην άνυδρη Αθήνα, ακόμα κι αν πρέπει να κατέβουν σύντομα λόγω άλλων συμβατικών υποχρεώσεων ενός θεάτρου, μπορούν να επαναλαμβάνονται σε νεότερο χρόνο.

Το παιχνίδι ενός άγριου Ιησού που όμως ευαγγελίζεται ανάσταση κλινικών περιπτώσεων μέσα σε μια κοινωνία ατόμων απορφανισμένων και στερημένων της ελπίδας και της τρυφερότητας είναι αφ’ εαυτού ενδιαφέρον. Το κατέστησε θεατρικά άκρως δραστικό η συγκεκριμένη παράσταση.

2.«Ευαίσθητη ισορροπία» Η νέα καλή σκηνοθέτις Αθ. Καραγιαννοπούλου δεν μπόρεσε να συλλάβει και να αναδείξει επαρκώς τις υπόγειες δυνάμεις που ασκούνται στο τσεχωφικό-στρινμπεργκικό σαλόνι του Αλμπι (θ. Αθηναΐς).

Απούσης λοιπόν της αντιρεαλιστικής αληθοφάνειας χάθηκε η «Ευαίσθητη ισορροπία» υπέρ ενός περίπου συμβατικού-καθημερινού δούναι και λαβείν, το οποίο επιδότησε και η ανάλογη «εύπεπτη» μετάφραση (Ν. Γαληνέα). Μοιραία, οι ηθοποιοί (Ε. Καλούδης, Ζ. Λάσκαρη, Β. Πεφάνη, Μ. Σολωμού, Τ. Χρυσικάκος) αναγνώρισαν το κείμενο στους όρους καταγωγής ενός εκάστου, ήτοι κινηματογραφικούς, τηλεοπτικούς, θεατρικής απειρίας ή και πόζας. Μόνη η Κατ. Καραγιάννη πάλεψε και κέρδισε (με εξαίρεση τη β΄ πράξη) ένα σημαίνον ψυχικό και ιδίως κοινωνικό υπόστρωμα.

Αν η παράσταση για αρκετούς λόγους δεν μπορούσε να κερδίσει την ατμώδη και απειλητική διάστασή της, ένας πρόσθετος λόγος ήταν τα εντελώς ακατάλληλα, διακοσμητικά σκηνικά και τα κοστούμια πασαρέλας του Γ. Ασημακόπουλου που αποπροσανατόλισαν υφολογικά τους ηθοποιούς ακόμη περισσότερο. Θεωρώ εντέλει ότι η κ. Ζ. Λάσκαρη, έχοντας κάθε δικαίωμα στη «στροφή», οφείλει να κινείται σε πολύ πιο βατές περιοχές του δραματολογίου.

3. «Λαχταρώ» Οι γραμμές που ακολουθούν και που εύχονται, όταν φανούν, να έχει αντικατασταθεί το παραληρηματικό μόρφωμα «Λαχταρώ» της ακραίας αυτοκτόνου Σάρα Κέιν, οι γραμμές λοιπόν αυτές επέχουν μονάχα θέση τρυφερού ερωτήματος: πώς ο μεγάλων ικανοτήτων σκηνοθέτης κ. Λ. Βογιατζής, μέσα από μια ημιγκρανγκινιολέσκ μετωπική απαγγελία σε τέσσερις φωνές ενός «ψυχοπαθούς» κειμένου, χάνει πολύτιμο χρόνο ουσιαστικής δημιουργίας πάνω σε στιβαρά έργα για να υπηρετήσει μια κλινικής τάξεως κραυγάζουσα σχεδόν ακαταληψία.

Ο κ. Βογιατζής είναι πολύτιμος, γι’ αυτό και έχει ευθύνη, όχι μόνον ως ηθοποιός και -ιδίως- σκηνοθέτης αλλά και ως dramaturg, ιδιότητα από την οποία το κοινό του προσδοκά εντατική έρευνα και χυμώδεις καρπούς. Ως εκ τούτου, η μόνη αξιολόγηση εν προκειμένω σταματά εκεί όπου ξεκινά η ανεξήγητης αφετηρίας επιλογή του. Ο θεατής δικαιούται να βλέπει έργο, δεν οφείλει παρακολουθώντας να καταβάλλει κοπιώδες «έργον».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή