Απεχθάνομαι τις ετικέτες του Χόλιγουντ

Απεχθάνομαι τις ετικέτες του Χόλιγουντ

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Επειδή έχει την τάση να ντύνεται σαν νεκροθάφτης και έχει κάνει αρκετές ταινίες που χαρακτηρίζονται από μακάβριο ρομαντισμό, ο Τιμ Μπάρτον συγκαταλέγεται στους σκηνοθέτες εκείνους που δεν δημιουργούν μόνο μύθους αλλά γίνονται και οι ίδιοι μύθοι. O πιο διαδεδομένος μύθος για τον Μπάρτον είναι πως είναι σκοτεινός τύπος, ίσως και λίγο διαταραγμένος. Εκτός από το ντύσιμο και τις ταινίες του, υπάρχουν και κάποια βιογραφικά στοιχεία που στηρίζουν την άποψη αυτή, όπως το γεγονός ότι οι γονείς του είχαν συνεχώς τα στόρια κλειστά στα παράθυρα του παιδικού του δωματίου, με πρόσχημα την οικονομία στη θέρμανση (ο Μπάρτον μεγάλωσε στο Μπέρμπανκ της Καλιφόρνιας, μια περιοχή όπου δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να θερμάνεις ένα σπίτι).

Ο δεύτερος μύθος για τον σκηνοθέτη είναι ότι το μυαλό του βρίσκεται ακόμη παγιδευμένο στο ερμητικό σύμπαν εκείνου του σκοτεινού δωματίου. Τα αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνουν την τάση του να κάνει ταινίες που αναπαράγουν φαντασμαγορικά τα «χάρτινα» είδωλα της λαϊκής κουλτούρας των σίξτις («Μπάτμαν» «Mars Attacks!», «O πλανήτης των πιθήκων») καθώς και πιο προσωπικά φιλμ («O ψαλιδοχέρης», «Εντ Γουντ»), που εστιάζουν σε παρεξηγημένους, απομονωμένους ανθρώπους με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο.

Αν διασταυρώσεις τους μύθους γύρω από τον Τιμ Μπάρτον, όπως συχνά κάνει το Χόλιγουντ, έχεις ως αποτέλεσμα ένα τέρας του Φρανκενστάιν με ιδιαίτερη επίδοση στα κερδοφόρα κινηματογραφικά θρίλερ. Φυσικά, ο Μπάρτον απεχθάνεται όλους αυτούς τους μύθους. «Εύκολα σου βάζουν ετικέτα στο Χόλιγουντ», λέει. «Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι, αλλά είναι φορές που με ενοχλεί αφάνταστα».

Μια ιστορία για πατέρες και γιους…

Στα 45 του χρόνια, ο Μπάρτον δεν ενδιαφέρεται να γίνει κατανοητός έξω από τις ταινίες του, δεν θα τον πείραζε όμως, όπως λέει, να απαλλαγεί από την «μπαρτονική» εικόνα. Το φιλμ «Απίθανες ιστορίες» (η καινούργια του ταινία, που έχει αρχίσει να προβάλλεται στην Ελλάδα) έχει χιμαιρικά στοιχεία, τα οποία όμως υπηρετούν μια ιστορία που καταφάσκει στη ζωή, μια ιστορία για πατέρες και γιους από εκείνες που αρέσουν στον Σπίλμπεργκ (ο Σπίλμπεργκ είχε συζητήσει κάποια στιγμή την προοπτική να τη σκηνοθετήσει, όπως και ο Στίβεν Ντάλντρι, ο σκηνοθέτης των «Ωρών).

Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Αλμπερτ Φίνεϊ, στον ρόλο ενός ετοιμοθάνατου άντρα που ανακαλεί στη μνήμη του τον νεαρό εαυτό του (τον υποδύεται ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ), τον οποίο παρουσιάζει σαν έναν δυναμικό τύπο με ανεξάντλητο κέφι. O γιος του Φίνεϊ, που τον ερμηνεύει ο Μπίλι Κράνταπ, πιστεύει ότι ο πατέρας του είναι ένας ανεξάντλητος ψεύτης. H ταινία εστιάζει σ’ ένα συγκρουσιακό κόσμο ενηλίκων και, για πρώτη φορά σε φιλμ του Μπάρτον, ο πατέρας -και όχι το παιδί- είναι ο «παράξενος» και ο παρεξηγημένος.

«Δεν είμαι σκοτεινός τύπος»

Από μια άποψη, η «απομυθοποίηση» του Τιμ Μπάρτον αποδεικνύεται αρκετά εύκολη. Το σπίτι του στο βόρειο Λονδίνο (μένει για μεγάλα διαστήματα στο Λονδίνο εδώ και χρόνια) δεν είναι ούτε σπήλαιο ούτε στοιχειωμένος πύργος, αλλά ένα σύνολο από τέσσερις καλύβες μέσα σ’ έναν καταπράσινο κήπο, που ο ίδιος και η Ελενα Μπόναμ-Κάρτερ, η σύντροφός του και μητέρα του νεογέννητου αγοριού του, έχουν μετατρέψει σε ένα ενιαίο σπίτι, ζεστό και βολικό.

Είναι το είδος σπιτιού όπου θα πήγαιναν ευχαρίστως να κρυφτούν ο Χάνσελ και η Γκρέτελ. H φωτιά στο τζάκι τριζοβολάει όμορφα και ο Τιμ Μπάρτον, με ρούχα σε μουντά χρώματα αλλά πάντως χρωματιστά, περπατάει με τις κάλτσες του στο ξύλινο πάτωμα ώσπου φτάνει στο γραφείο του, όπου αράζει σ’ έναν κόκκινο βελούδινο καναπέ. «Εκείνοι που με γνωρίζουν πραγματικά ξέρουν πως δεν είμαι καθόλου σκοτεινός», λέει. «Καθόλου. M’ αρέσουν οι ταινίες με τέρατα αλλά, δεν ξέρω, αυτό είναι κάτι σαν κάθαρση… Είναι κάπως σαν… πώς να το πω».

Ο Τιμ Μπάρτον είναι ζεστός, ευχάριστος και με χιούμορ. Είναι επίσης ανίκανος να ολοκληρώσει μια σκέψη. Ξεκινάει συζητήσεις κουνώντας τα χέρια και τινάζοντας το μαλλί του, για να καταλήξει σε μισοτελειωμένες φράσεις και σιωπές. Ακόμη και τα πιο απλά θέματα φαίνεται να τον μπερδεύουν. Οταν αναφέρει ότι κάποτε έμενε εκεί κοντά, κοιτάζει το ταβάνι προσπαθώντας να θυμηθεί πού ήταν το σπίτι του. «Είχα ένα διαμέρισμα στο… στο πώς το λένε… Μπέλσαϊζ Παρκ; Μπέλσαϊζ Γκάρντενς;» Και αργότερα παραδέχεται: «Δεν έβγαινα και πολύ από το σπίτι».

Εκθεση με σκίτσα

Οταν δεν κάνει ταινίες, του αρέσει να σχεδιάζει (πρόσφατα έγινε έκθεση με σκίτσα του στο AmericaMuseum of the Moving Image, στην Αστόρια της Νέας Υόρκης, όπου φάνηκε ότι πολλές από τις ιδέες του, όπως στον «Ψαλιδοχέρη», τις εκφράζει πρώτα στο χαρτί προτού τις μεταφέρει στην οθόνη). Κατά τα άλλα, όπως λέει, δεν μπορεί να κρατήσει λογαριασμό για τον χρόνο του. «Δεν ξέρω πώς ακριβώς περνάει η μέρα μου. Σκέφτομαι διάφορα, κάνω διάφορα, αλλά δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μπορώ να πω ότι κάνω».

Χρειάζεται τις ταινίες όχι μόνο σαν μια δικαιολογία για να σηκώνεται το πρωί, αλλά επίσης σαν ένα μέσο δοσοληψίας ανάμεσα σ’ αυτόν και στον πραγματικό κόσμο. «Οι μισές ταινίες απ’ όσες έχω κάνει είναι από εκείνες τις υπερπαραγωγές όπου ορίζεται η ημερομηνία προβολής προτού ακόμα υπάρξει σενάριο», λέει. Οι άλλες μισές, όμως, έχουν μιαν αφαιρετική βιογραφική διάσταση. «Με εκπλήσσουν οι άνθρωποι σαν τον Ρόμπερτ Γουάιζ («H μελωδία της ευτυχίας», «Ανδρομέδα») που μπορούν να περνούν από το ένα είδος στο άλλο και κάθε τους ταινία φαίνεται τελείως διαφορετική», λέει. «Εγώ πιστεύω ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Θέλω οι ταινίες μου να έχουν κάποια σύνδεση με μένα. H δημιουργία μιας ταινίας είναι μια καθαρτήρια εμπειρία, πρέπει λοιπόν να υπάρχει κάτι προσωπικό…».

Ο Μπάρτον προτιμάει να μην ταυτίζεται ο καλλιτέχνης με το έργο του, όμως στην περίπτωσή του αυτό είναι δύσκολο. Μερικές από τις πρώτες ταινίες του αντανακλούν τις δυσκολίες ενός παιδιού που μεγαλώνει μέσα σε μια οικογένεια όπου δεν υπάρχει επικοινωνία. O πατέρας του, δημοτικός υπάλληλος, και η μητέρα του, που είχε ένα μαγαζί με δώρα, σπάνια άγγιζαν τα δυο παιδιά τους, λέει ο σκηνοθέτης. O ίδιος, όταν ήταν δέκα χρόνων, εγκατέλειψε το οικογενειακό σπίτι και πήγε να ζήσει με τη γιαγιά του.

Ποτέ δεν συμφιλιώθηκε πραγματικά με τον πατέρα του έως τον θάνατο εκείνου, το 2000, και αυτό ίσως να ήταν ένας λόγος που τον οδήγησε να σκηνοθετήσει τις «Απίθανες ιστορίες». «Οταν διάβαζα το σενάριο, ο πατέρας μου είχε πεθάνει και η μητέρα μου ήταν άρρωστη», λέει, «και ένιωσα σαν να είχε πιάσει κάτι που για μένα ήταν πάντα πολύ δύσκολο να το εκφράσω με λέξεις. Αυτή η σχέση… προσπαθείς να μιλήσεις γι’ αυτήν αλλά δεν σου βγαίνει. Ξέρεις, αυτά τα πράγματα βρίσκονται μέσα μας. Σκέφτηκα ότι θα ήθελα να τα εκφράσω».

Ο σκηνοθέτης μπορεί να ζει στον δικό του κόσμο, δεν είναι όμως ένας κόσμος σφραγισμένος, καθηλωμένος στην παιδική ηλικία. Ενώ αρνείται να παρευρεθεί σε εκδηλώσεις της κινηματογραφικής βιομηχανίας, όπως η τελετή των Οσκαρ -«είναι ένας διαγωνισμός δημοτικότητας που μου θυμίζει τραυματικές σχολικές εμπειρίες», λέει-, ωστόσο του αρέσει να έχει γύρω του ανθρώπους του κινηματογράφου.

«Μου άρεσε που ασχολήθηκα με τα κινούμενα σχέδια για λίγο», λέει, «αλλά αγαπώ τους ηθοποιούς, τα κινηματογραφικά πλατό και όλα αυτά. Στέκεσαι εκεί, πίσω από τις κάμερες, και έχεις μπροστά σου όλους αυτούς τους ανθρώπους με τα παράξενα κοστούμια τους να σε κοιτάζουν… Ισως να τους φαίνομαι σαν κακότροπο, αλλοπαρμένο ζόμπι, εγώ όμως νιώθω απίστευτη χαρά». Είναι η χαρά του ονείρου που γίνεται πραγματικότητα.

Σκοτεινοί, μοναχικοί ήρωες

Από την αρχή της καριέρας του, ο Τιμ Μπάρτον είχε δείξει την προσωπική του προτίμηση, που καταντά εμμονοληπτική, για τους μοναχικούς ήρωες, που δεν ταιριάζουν στο «φυσιολογικό» περιβάλλον, ή τους παράξενους, μαγικούς και σχεδόν νοσηρούς κόσμους. Ξεκίνησε κάνοντας ταινίες μικρού μήκους με κινούμενα σχέδια και, αφού έκανε ένα μικρό πέρασμα από την τηλεόραση, το 1985 σκηνοθέτησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Pee Wee’s big Adventure» με τον αφελή ήρωα Πι Γουί Χέρμαν, που ενσάρκωνε ο Πολ Ρούμπενς. Τρία χρόνια αργότερα, ήρθε η στιγμή να τον ανακαλύψει το μεγάλο κοινό, με τον «Σκαθαροζούμη» (1988), μια ταινία που ίσως για πρώτη φορά συνδύαζε με τέτοιο τρόπο το χιούμορ με τον θάνατο και την παιδικότητα.

Χρειάστηκε μόλις ένας χρόνος για να κάνει το βήμα προς μια υπερπαραγωγή, τον «Μπάτμαν» (1989), δίνοντας προσωπικό στίγμα στον σκοτεινό ήρωα των κόμικς, ενώ ακολούθησε ο «Ψαλιδοχέρης» (1990), πρώτη του συνεργασία με το κινηματογραφικό του alter ego, τον Τζόνι Ντεπ, στο πορτρέτο ενός παρεξηγημένου, μοναχικού ήρωα. Το 1992 δημιούργησε την καλύτερη ταινία κόμικς όλων των εποχών, το «O Μπάτμαν επιστρέφει», καταφέρνοντας να δώσει σε ήρωες καρτούν, όπως ο άνθρωπος-νυχτερίδα, η Κατγούμαν και ο Πιγκουίνος, υπόσταση συγκινητικών χαρακτήρων.

Η επόμενη ταινία του βασίστηκε σε ακόμη έναν παρεξηγημένο και αταίριαστο χαρακτήρα, αληθινό αυτήν τη φορά. O «Εντ Γουντ» (1994) ήταν ένα ταυτόχρονα κωμικό και τραγικό πορτρέτο ενός ανθρώπου χαμένου στο όνειρο και την έλλειψη ταλέντου του, καθώς και η δεύτερη συνεργασία του με τον Ντεπ. Δύο χρόνια αργότερα ήρθε το «Mars attacks» (1996), ένα ανατρεπτικό b-movie καταστροφής και επιστημονικής φαντασίας και το 1999, ο «Θρύλος του ακέφαλου καβαλάρη» (ξανά με τον Τζόνι Ντεπ). Πριν από δύο χρόνια ήταν ίσως το μοναδικό του ατόπημα, με το ριμέικ του «Πλανήτη των πιθήκων», όπου για πρώτη φορά φάνηκε έξω από τα νερά του. Επειτα από τις «Απίθανες ιστορίες» θα ακολουθήσει μία ακόμη συνεργασία με τον Ντεπ, το «Charlie and the Chocolate factory».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή