Η πολιτική μεταφυσική της οικονομικής επιστήμης

Η πολιτική μεταφυσική της οικονομικής επιστήμης

4' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αναζήτηση των αιτίων της αύξησης του πλούτου μιας κοινωνίας και του τρόπου διανομής αυτού του πλούτου απασχόλησαν έντονα τους κλασικούς οικονομολόγους όπως ο Ανταμ Σμιθ. Από αυτούς η οικονομική επιστήμη οροθετείται ως η επιστήμη που επιζητεί να δώσει απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα. Με την επικράτηση της νεοκλασικής σκέψης, η οικονομική επιστήμη ορίζεται με στενότερο τρόπο. Αντί να αναζητούμε τα αίτια του πλούτου μιας κοινωνίας, περιοριστήκαμε στην αναζήτηση του τρόπου με τον οποίο θα μπορέσουμε να κατανέμουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τους περιορισμένους παραγωγικούς συντελεστές που διαθέτουμε (πρώτες ύλες, εργασία και κεφάλαιο), ώστε να παράγουμε όσο γίνεται περισσότερα αγαθά για να ικανοποιήσουμε όσο γίνεται περισσότερες ανθρώπινες ανάγκες.

Συγκρίνοντας αυτούς τους δύο ορισμούς της οικονομικής επιστήμης, κατανοούμε ότι στη δεύτερη περίπτωση ο ρόλος της οικονομικής επιστήμης είναι περισσότερο τεχνικός. Η εύρεση του άριστου συνδυασμού των παραγωγικών συντελεστών για να παραχθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών είναι περισσότερο τεχνικό πρόβλημα, η λύση του οποίου ενδύεται εξωκοινωνική αντικειμενικότητα και συνεπώς προβάλλεται ως εάν να ήταν αδιαμφισβήτητα η μόνη ορθή ή, τουλάχιστον, η μόνη δυνατή.

Τάση επέκτασης

Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης γίνεται στη βάση θεωριών που λαμβάνουν τη μορφή δογμάτων, τα οποία κανένας δεν δύναται να αμφισβητήσει. Για παράδειγμα, η ανάλυση του τρόπου παραγωγής των αγαθών, του τρόπου σχηματισμού των τιμών τους κ.λπ. από τη νεοκλασική θεωρία γίνεται στη βάση των εργαλείων και της μεθοδολογίας της μικροοικονομικής θεωρίας. Δεχόμενος κανείς τις υποθέσεις της μικροοικονομικής θεωρίας (π.χ. σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά του καταναλωτή ή του παραγωγού) εντάσσεται σε μία διαδικασία τεχνικής ανάλυσης των ζητούμενων, η οποία αναγκαστικά είναι αποδεκτή από όλους.

Η τάση αυτή επέκτασης της οικονομικής επιστήμης και σε άλλες κοινωνικές επιστήμες και η μετατροπή των κοινωνικών δεδομένων σε τεχνικά ζητήματα επικρατεί ολοένα και περισσότερο και αγγίζει ευρύτερες πτυχές της κοινωνικής μας ζωής. Η οικονομική επιστήμη απαιτεί να έχει λόγο σχετικά με το πώς θα αποφασίζουμε να σπουδάσουμε ή όχι, αν θα κάνουμε φιλανθρωπίες ή όχι, αν θα ενταχθούμε ή όχι στην αγορά εργασίας κ.ο.κ.

«Τεχνική» νομιμοποίηση

Η οικονομική επιστήμη δεν είναι φυσικά εκ συστάσεως δογματική. Αλλά η δογματική τροπή και η πολιτική χρήση των δογμάτων συμφέρει τους ασκούντες εξουσία. Ετσι, μια σειρά οικονομικών προβλημάτων αναλύονται ως καθαρά τεχνικά προβλήματα, συρρικνώνοντας δραστικά τη δυνατότητα αμφισβήτησης των επιχειρούμενων πολιτικών. Οικονομικές αποφάσεις που θα επηρεάσουν την ευημερία της κοινωνίας, παρουσιάζονται ως αποφάσεις επί θεμάτων που επίσης δεν χωρούν αμφισβήτηση. Η όποια αμφισβήτηση συνήθως αφορά τα μέτρα και τα μέσα άσκησης πολιτικής παρά την ίδια τη φιλοσοφία των πολιτικών. Πολιτικές που παράγουν ανεργία, φτώχεια ή συρρικνώνουν την κοινωνική ασφάλιση νομιμοποιούνται πολλές φορές με τεχνικά οικονομικά δόγματα, των οποίων η επιστημονική αμφισβήτηση εμφανίζεται σαν να πρόκειται για ιδεολογικό παραλογισμό ή μονομανία κάποιων απλοϊκών.

Το συνταξιοδοτικό ζήτημα είναι ένα καλό παράδειγμα. Παρουσιάζεται μόνον ως ένα τεχνικό διοικητικό σύστημα, το οποίο έχει έσοδα και υποχρεούται σε δαπάνες. Με βάση αυτήν τη λογική η μόνη κρίση που το σύστημα είναι δυνατόν να γνωρίζει είναι είτε οργανωτική είτε δημοσιονομική. Καλλιεργώντας μία τέτοια αντίληψη για το συνταξιοδοτικό, η προτεινόμενη πολιτική για την επίλυση του προβλήματος είναι δεδομένη πριν από την ανάλυσή του και περιορίζεται στα δημοσιονομικά πλαίσια.

Ομως με τον τρόπο αυτό αγνοούμε ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα αποτελεί μία από τις συνιστώσες του κράτους πρόνοιας, ότι αποτελεί στην ουσία μία από τις συνιστώσες του κοινωνικού συμβολαίου που επιβάλλει μιαν άλλου τύπου ανάλυση της κρίσης του.

Παρόμοια είναι η περίπτωση των πολιτικών απασχόλησης για την καταπολέμηση της ανεργίας. Το κόστος εργασίας αναγορεύεται σε πρωταρχικό παράγοντα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα είναι η πολιτική απασχόλησης να εστιάζεται κυρίως στη μείωση του κόστους εργασίας, προϋπόθεση για να αυξηθεί η απασχόληση. Είναι σαφές ότι και άλλοι παράγοντες, όπως η ζήτηση για προϊόντα της επιχείρησης, η ανταγωνιστικότητά της, ο κύκλος εργασιών, επηρεάζουν τις αποφάσεις της επιχείρησης σχετικά με τον αριθμό των απασχολουμένων σε αυτή. Ομως, η ηθελημένη έμφαση που δίνεται σ’ έναν μόνο παράγοντα περιγράφει τη λύση σαν να είναι μοναδική, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί εύκολα. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, για παράδειγμα, είτε μειώνεται το κόστος εργασίας και δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, είτε δεν μειώνεται το κόστος εργασίας οπότε δεν μειώνεται ο αριθμός των ανέργων.

Ενα άλλο παράδειγμα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε αφορά τον τρόπο με τον οποίο η οικονομική επιστήμη αναλύει το κράτος πρόνοιας.

Το θεωρεί σαν απλό σύστημα το οποίο προβαίνει σε παροχές (δηλαδή έχει δαπάνες), για τη χρηματοδότηση των οποίων χρειάζεται έσοδα. Δηλαδή διερευνά μόνο τον τρόπο χρηματοδότησης των παροχών αυτών, μέσω της φορολογίας εισοδήματος ή μέσω των ασφαλιστικών εισφορών, και πώς το ύψος των παροχών επηρεάζει τις αποφάσεις του ατόμου για την ένταξή του ή όχι στην αγορά εργασίας, στην αποταμίευση κ.λπ. Με βάση αυτή την ανάλυση η υποκατάσταση, τουλάχιστον μερική, του κράτους πρόνοιας από την αγορά (δηλαδή τον ιδιωτικό τομέα) είναι δεδομένη. Υπάρχει όμως άλλη λύση;

Να αμφισβητήσουμε τα δόγματα

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το τι θεωρούμε ότι είναι το κράτος πρόνοιας και ποιος είναι ο ρόλος του. Κανείς δεν αμφισβητεί τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν σε διάφορα μακροοικονομικά ή και μικροοικονομικά μεγέθη το ύψος των παροχών και ο τρόπος χρηματοδότησής τους. Ομως στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας τον ρόλο του κράτους πρόνοιας στο πλαίσιο του μοντέλου ανάπτυξης της κοινωνίας, στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής κ.λπ.

Ο τρόπος με τον οποίο η οικονομική επιστήμη, ή καλύτερα η επικρατούσα σήμερα τεχνική αντίληψη για την οικονομική επιστήμη, αναλύει κοινωνικά φαινόμενα, είναι μονοδιάστατος.

Δεν είναι λανθασμένα όσα ισχυρίζεται. Τουναντίον είναι σωστά. Το πρόβλημα είναι ότι, αναδεικνύοντας αυτή την οπτική γωνία ανάλυσης ως τη μόνη δυνατότητα, μετατρέποντάς τη σε δόγμα μη αμφισβητήσιμο, μας επιβάλλει εκ των πραγμάτων και συγκεκριμένες λύσεις του προβλήματος.

Σήμερα, οδεύοντας προς την κοινωνία της γνώσης, προς την κοινωνία όπου η γνώση θα είναι ίσως ο σημαντικότερος παραγωγικός συντελεστής, θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τα δόγματα. Να χρησιμοποιήσουμε την οικονομική επιστήμη, όχι για να δημιουργήσουμε μοναδικές αλήθειες, αλλά για να αναπτύξουμε πολλές αλήθειες.

(1) O κ. Μιχάλης Χλέτσος είναι αν. καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή