Ενα σκληρό γουέστερν επί σκηνής

Ενα σκληρό γουέστερν επί σκηνής

6' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π εριπλανώμενος ανά τον κόσμο σ’ ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, περιπλανώμενος πάντα ανάμεσα στον κινηματογράφο και στο θέατρο, περιπλανώμενος σε διάφορες θεατρικές σκηνές της Αθήνας τα τελευταία χρόνια, όπου στήνει μαγικές στιγμές πριν φύγει γι’ αλλού -«Γυάλινος κόσμος» στο Εμπρός, «Το έβδομο ρούχο» στου Βογιατζή, «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» πέρυσι στο Εθνικό…- ο Δημήτρης Μαυρίκιος «επισκέπτεται» φέτος το μυθικό υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, όπου τον κάλεσε ο Γιώργος Λαζάνης επιχειρώντας το αναγκαίο πια, όσο και πολυσυζητημένο, «άνοιγμα» του ιστορικού θεάτρου σε νεότερες θεατρικές δυνάμεις. Ο Μαυρίκιος ανεβάζει εκεί την εβδομάδα αυτή το έργο του Σαμ Σέπαρντ «Τrue West», με πρωταγωνιστές δύο ηθοποιούς που ανήκουν στο «σταθερό πυρήνα» των συνεργατών του – τον Νίκο Καραθάνο και τον Γιάννη Κότσιφα.

– Είναι τελικά η περιπλάνηση κάτι που σας χαρακτηρίζει…

– Γεωγραφικά, και ώς τα 30 μου, ναι, η ζωή μου ήταν γεμάτη συνεχείς μετακινήσεις. Γεννήθηκα στο Κάιρο, από γονείς που επίσης είχαν γεννηθεί στην Αίγυπτο, και ζήσαμε εκεί ώς τον πόλεμο του Σουέζ, το 1957. Οταν ήρθαμε στην Ελλάδα ήμουν εννιά. Ζήσαμε στην Αθήνα και μετά στην Καρδίτσα, όπου ο πατέρας μου εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός στο φράγμα για τη δημιουργία της λίμνης Πλαστήρα. Μια μεταφύτευση αρκετά σοκαριστική, γιατί μετά την κοσμοπολίτικη Αίγυπτο, ήρθε η πολλή επαρχία της εποχής εκείνης… Σύντομα ήρθαν κι άλλες μετακινήσεις – ώς και στην Ασία μας πήγε η δουλειά του πατέρα μου.

– Κι ύστερα πήγατε για σπουδές στην Ιταλία, έτσι;

– Πρώτα πήγα στο Παρίσι, στα 18, όπου σπούδασα κλασική φιλολογία και θεατρολογία, και μετά πήγα στη Ρώμη, στην Κρατική Σχολή Κινηματογράφου, όπου είχα δάσκαλο τον Ρομπέρτο Ροσελίνι κι όπου έκανα και την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους. Στη Ρώμη έζησα ώς την ημέρα που έπεσε η χούντα. Τότε πήρα την απόφαση να ζήσω στην Ελλάδα, γιατί εν τω μεταξύ οι γονείς μου είχαν εγκατασταθεί στο Παρίσι. Αλλά εγώ διάλεξα Ελλάδα. Η πατρίδα δηλαδή για μένα ήταν επιλογή.

– Γιατί Ελλάδα;

– Ελα ντε! Δεν ένιωθα όμως καλά ως «πολίτης του κόσμου». Ακόμα και το να σκέφτεσαι σε πολλές γλώσσες είναι βασανιστικό. Από παιδί, στο σπίτι μιλούσα Ελληνικά και Ιταλικά, λόγω του Ιταλού παππού, στο σχολείο Γαλλικά, στο δρόμο, με τα παιδιά της γειτονιάς, Αραβικά…

– Σας άφηναν οι γονείς σας να παίζετε με τα «αραπάκια»;

– Ισα ίσα, οι γονείς μου, ως αριστεροί, μας προέτρεπαν να παίζουμε μαζί τους και να μάθουμε να μιλάμε Αραβικά. Δεν μας επέτρεπαν να λέμε τους Αιγύπτιους «αραπάδες», όπως τους έλεγαν οι άλλοι Ελληνες εκεί…

«Το χρωστάω στον Γ. Λαζάνη»

– Ας έρθουμε όμως στο χώρο που βρισκόμαστε τώρα, στο «Υπόγειο» του Θέατρο Τέχνης. Και μάλιστα σ’ αυτό εδώ το δωματιάκι, όπου συναντούσαμε κάποτε τον Κάρολο Κουν.

– Με δέος κατέβηκα εδώ. Ενας χώρος που με γαλούχησε θεατρικά, παιδιόθεν, γίνεται ξαφνικά ο χώρος μιας δουλειάς που κάνω! Είναι κάτι που χρωστώ στον Γιώργο Λαζάνη.

– Τι σας ενδιέφερε στο «True West» του Σέπαρντ που ανεβάζετε;

– Ο,τι και στο «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», ό,τι και στο «Γυάλινο κόσμο»: το γεγονός ότι η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελεί θέμα του έργου. Εδώ βλέπεις τα δύο βασικά πρόσωπα, δύο αδέλφια πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, να συγκρούονται μέσα από τη διαδικασία της συγγραφικής δημιουργίας. Με ενδιαφέρει πάντα ό,τι κάνει τη δική μας δουλειά βίωμα.

– Ποια είναι η «υπόθεση» του έργου;

– Δύο αδέλφια, ο ένας στα 30 (Γιάννης Κότσιφας), ο άλλος στα 40 (Νίκος Καραθάνος) συναντιούνται στο σπίτι της μάνας τους (Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη), η οποία έχει φύγει για την Αλάσκα, κάπου σ’ ένα μικρό μέρος της αμερικανικής Δύσης. Ο μικρός είναι ανερχόμενος συγγραφέας σεναρίων για τον κινηματογράφο κι ο μεγάλος ένα ρεμάλι, κλεφτρόνι και αγροίκος, που ζει ολομόναχος στην έρημο μ’ ένα σκύλο. Αυτός όμως γοητεύει τον παραγωγό (Γιάννης Ζαβραδινός) του μικρού, του σεναριογράφου, με μια δική του ιδέα για σενάριο – και οι όροι αντιστρέφονται: ο διαρρήκτης γίνεται σεναριογράφος κι ο συγγραφέας διαρρήκτης.

Ρεαλισμός κινηματογράφου

– Ανεβάζετε το έργο με τον χαρακτηριστικό σας τρόπο, βάζοντας και τον κινηματογράφο μέσα στην παράσταση;

– Εδώ τον βάζει ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα στο έργο. Το Χόλιγουντ ως στόχος είναι διαρκώς παρόν στους διαλόγους, οι αναφορές στα γουέστερν πολλές, οι εμμονές του άξεστου αδελφού σε κάποιες κινηματογραφικές μνήμες είναι πρωταρχικές για το έργο – αυτές τον οδηγούν να γράψει ένα σενάριο, ενώ δεν ξέρει να γράψει ούτε τ’ όνομά του. O κινηματογράφος είναι συνέχεια παρών στο έργο.

– Θα είναι και στην παράσταση;

– Ναι, ιδίως στο φινάλε του έργου. Ο Σέπαρντ σε όλο το έργο ζητάει να υπάρχει ρεαλισμός, άκρατος μάλιστα, και το σεβαστήκαμε αυτό. Με την εξαίρεση κάποιων στιγμών στις αλλαγές σκηνών, όπου εκεί που σε μια πιο συντηρητική παράσταση θα υπήρχε σκοτάδι, εδώ γίνεται μνήμη.

– Με ποιο τρόπο;

– Με την εμφάνιση δύο παιδιών, εικόνες φευγαλέες – τα δύο αδέλφια σε παιδική ηλικία… Στο φινάλε όμως, στην τελική σκηνή της αδελφοκτονίας, ο Σέπαρντ ζητάει το μίζερο σπιτικό της μάνας, αυτή η κουζίνα η διαλυμένη από τα δύο αδέλφια, να γίνει σαν τοπίο ερήμου, τη νύχτα, λουσμένο από το φεγγαρόφωτο. Στο αφήνει ανοιχτό, δηλαδή. Νομίζω πως δεν θα ήταν αρκετό να βάλεις ένα μπλε φως και ένα ουρλιαχτό από τσακάλι της ερήμου. Ο ρεαλισμός που ζητάει ο Σέπαρντ είναι ρεαλισμός του κινηματογράφου.

– Πώς ανταποκριθήκατε;

– Το έργο ξεκινάει από μια οθόνη, στις δύο διαστάσεις, και σιγά σιγά, βοηθούσης και της φαντασίας το θεατή, «λιώνει» προς το χώρο, προς τη σκηνή, αποκτά τρεις διαστάσεις και σε βάζει στη ροή του θεατρικού χρόνου και της δράσης – για να ξαναγίνει κινηματογράφος στο τέλος πια.

– Η σκηνογραφία και η μουσική παίζουν ρόλο σ’ αυτό;

– Πρωταρχικό. Με την εικαστική επιμέλεια του Γιώργου Ζιάκα, που έκανε και τα κοστούμια, ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης έφτιαξε ένα σκηνικό που, με τη συμβολή των φωτισμών του Λευτέρη Παυλόπουλου, επιτρέπει το πέρασμα από την οθόνη στη σκηνή και το αντίστροφο. Και η μουσική της παράστασης, από τον Στάθη Σκουρόπουλο, είναι επηρεασμένη από τη μυθολογία των γουέστερν, που βλέπανε μικροί οι ήρωες του έργου, αλλά κι εμείς…

«Γερό να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι»

– Ξεκινήσατε σκηνοθέτης του κινηματογράφου, αλλά έχετε πολλά χρόνια πια να κάνετε ταινία…

– Ναι, από το ’90. Για μένα το παν είναι να σε συναρπάζει η ιστορία που έχεις να πεις. Δεν έχει σημασία αν την πεις με θέατρο ή κινηματογράφο.

– Προτιμάτε το θέατρο ή είναι οικονομικοί οι λόγοι που δεν κάνετε ταινίες;

– Οι οικονομικοί λόγοι υπάρχουν πάντα και επηρεάζουν όσο να ‘ναι τη διάθεσή σου να δοθείς σε μια πολύχρονη περιπέτεια στον κινηματογράφο, τη στιγμή που μπορείς να χαρείς το ίδιο δουλεύοντας στο θέατρο? ίσως και παραπάνω μάλιστα, γιατί το θέατρο υπερτερεί σε ορισμένα πράγματα, όπως η ουσιαστική επαφή με τον ηθοποιό. Γενικά, πάντως, δεν έχω προτίμηση. Τα πρώτα χρόνια η ζυγαριά έγειρε προς τον κινηματογράφο, τα τελευταία γέρνει προς το θέατρο… Δεν έχει σημασία – «γερό να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι»!

«Ταξιδεύω μέσα από την τέχνη μου»

– Δεν είναι βασανιστικό που περιφέρεστε από θέατρο σε θέατρο;

– Δεν νομίζω, μάλλον το χαίρομαι. Μπορεί ώρες ώρες να είναι βασανιστικό σε σχέση με τον προγραμματισμό της ζωής σου και της ανάγκης σου να κάνεις κάτι, αλλά αν είχα ένα θέατρο δικό μου, θα με βάραινε διπλά. Θα είχα το βάσανο να λειτουργώ και ως θεατρικός επιχειρηματίας…

– Δεν μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να κάνετε κάτι δικό σας;

– Οχι, ποτέ. Ακόμη κι όταν δύο-τρεις φορές μου προτάθηκε να διευθύνω ένα θεατρικό οργανισμό, ένα ΔΗΠΕΘΕ, λ.χ., πράγμα που ώς ένα βαθμό με ερέθισε… Από το να προσπαθείς να κάνεις στο θέατρό σου το καλύτερο, είναι για μένα πιο γοητευτικό να δουλεύεις στα καλύτερα θέατρα.

– Σας είναι όμως αρκετή μία σκηνοθεσία το χρόνο ή και στα δύο χρόνια;

– Υπάρχουν κάποια κενά, είναι αλήθεια, αλλά είναι μεγάλη ικανοποίηση όταν ο Λαζάνης, καλή ώρα, ο Βογιατζής, το Εθνικό, ο Χουβαρδάς ή η Ράνια Οικονομίδου σε καλούν να κάνεις κάτι στο χώρο τους. Αλλάζεις περιβάλλον, γνωρίζεις χώρους, ανθρώπους, ανανεώνεσαι… Είναι κάπως σαν τα ταξίδια κι αυτό.

– Κι εσείς από ταξίδια!

– Καθόλου δεν τα θέλω, εφιάλτης μου είναι τα ταξίδια! Παιδικά τραύματα -με τόσες μετακομίσεις που έζησα, πολέμους, αλλαγές πατρίδας, εναλλαγές γλωσσών, κοινωνικών καταστάσεων… Επέλεξα πατρίδα, εγκαταστάθηκα σ’ αυτήν και την ανάγκη του ταξιδιού και της αλλαγής την ικανοποιώ πια στην τέχνη μου, στη δουλειά μου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή