Ανέκδοτος Νίκος Τσιφόρος

3' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νίκος Τσιφόρος

Τζιμ κακής ποιότητος, σελ. 144

O Σατανάς ινκόγνιτο, σελ. 120, εκδ. «Ερμής»

Τρεις και πλέον δεκαετίες έχουν περάσει από τον θάνατο του Νίκου Τσιφόρου, και η έκδοση των έργων του στη σειρά του Ερμή συνεχίζεται, αν και με βραδείς ρυθμούς? πού και πού επιφυλάσσει εκπλήξεις:

Οπως μας πληροφόρησε η σχετική ειδησεογραφία, αν και όχι ο συνήθως προσεκτικός σ’ αυτά τα θέματα εκδότης, αυτοί οι δύο τόμοι βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας. Ισως να υπάρχουν και άλλα ανέκδοτα κείμενα, έστω και μετά τόσες χιλιάδες σελίδες. Θα δούμε? μακάρι η δημοσίευσή τους να μην αργήσει πολύ.

Πρώτες γραφές

Από τους δύο τίτλους ο «Τζιμ κακής ποιότητος» ενδέχεται να κεντρίσει περισσότερο το ενδιαφέρον των θαυμαστών αυτού του οξυδερκούς παρατηρητή και ανανεωτή πεζογράφου, καθώς γράφτηκε ή τουλάχιστον ολοκληρώθηκε το 1936, δηλαδή οκτώ χρόνια πριν από την επίσημη εμφάνιση του Τσιφόρου στο χώρο της λογοτεχνίας με το θεατρικό έργο «Η πινακοθήκη των ηλιθίων» (1944). Ωστόσο, το ύφος της γραφής του μοιάζει ήδη αποκρυσταλλωμένο (δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για πρωτόλειο) και δεν διαφέρει από αυτό που έγινε οικείο στους περισσότερους αναγνώστες κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης, παραγωγικότατης συνεργασίας του Τσιφόρου με τον «Ταχυδρόμο», η οποία καλύπτει την περίοδο 1954-1970: γρήγορος ρυθμός, κοφτές και σύντομες προτάσεις (ακόμα και παράγραφοι που αποτελούνται από μία και μόνη λέξη), έξυπνες παρατηρήσεις και συσχετίσεις, έλλειψη επιτήδευσης.

Τίποτα δεν φαίνεται να ξεφεύγει από το άγρυπνο μάτι του. Ταυτόχρονα, όμως, ο αναγνώστης διαπιστώνει και τις επίσης γνώριμες αδυναμίες του συγγραφέα. Ο οίστρος της γραφής του δεν αναιρεί την επιδερμικότητά της. Απουσιάζει η λεπτομερέστερη ανάλυση των καταστάσεων, η εμβάθυνση στο χαρακτήρα των προσώπων – όχι μόνο των ηρώων. Επιπλέον, ο Τσιφόρος διανθίζει τα όσα αφηγείται με λακωνικά, αφοριστικά σχόλια επί παντός επιστητού: άλλα είναι ενδιαφέροντα, άλλα μπορεί κανείς να τα βρει ξεπερασμένα σήμερα. Το σίγουρο είναι ότι αποδυναμώνουν το σύνολο.

Η υπόθεση των δύο βιβλίων είναι κατ’ ουσίαν η ίδια. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση ένας Ελληνας τυχοδιώκτης περιπλανιέται σε διάφορα μέρη του κόσμου αναζητώντας περιπέτειες, γνωρίζει γοητευτικές και επικίνδυνες γυναίκες και τελικά καταλήγει στο μηδέν. Ο Τζιμ, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Μίκης, δολοφονείται πάνω σ’ ένα πλοίο? ο Μάνος, που πρωταγωνιστεί στο «Ο Σατανάς ινκόγνιτο», καταλήγει στη Σκανδιναβία κουρασμένος και απογοητευμένος, περιμένοντας να πεθάνει. Απαισιόδοξη διάθεση από την πλευρά του συγγραφέα; Μάλλον αμηχανία, η οποία είναι εμφανέστερη στο άτσαλο φινάλε του Τζιμ. Γενικότερα, όμως, κάτι που θα μπορούσε να επισημανθεί από κοινού και για τα δύο βιβλία είναι ότι ο Τσιφόρος δεν ξεκαθαρίζει πουθενά «γιατί έγιναν όλα αυτά», αν υπήρχε κάποιος απώτερος σκοπός γι’ αυτές τις ατελείωτες περιπλανήσεις.

Ανελέητος κυνισμός

Αλλα κοινά σημεία ανάμεσα στα δύο κείμενα: η απουσία ανάλαφρου και χαρούμενου κλίματος (μάλιστα στον Σατανά εντυπωσιάζει ο ανελέητος κυνισμός του ήρωα), η μικρή έκτασή τους, ο χωρισμός τους σε σύντομα κεφάλαια (19 και 28 αντιστοίχως), τα οποία δεν ξεπερνούν τις 5 σελίδες, ένδειξη ότι αμφότερα προορίζονταν να δημοσιευθούν σε συνέχειες. Και φυσικά, το κεντρικό πρόσωπο: Ο τύπος του κοσμοπολίτη τυχοδιώκτη φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον Τσιφόρο? τον ξαναβρίσκουμε και σε άλλα έργα του. Ανάλογες μορφές είναι ο «Αντρίκος ο άπιαστος», ένα από τα Παιδιά της πιάτσας (πρώτη δημοσίευση 1960-1961) και φυσικά ο Στηβ, το χαρούμενο κάθαρμα, τον οποίο πρωτογνωρίσαμε λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Αυτοβιογραφικές πινελιές

Η πρώτη φράση στον Σατανά είναι μια πληροφορία για τον ήρωα: «Είχε πτυχίο Νομικής»? το ίδιο και ο Τσιφόρος. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αρχίσει τις υποθέσεις. Για παράδειγμα, την εποχή που γράφτηκε ο Σατανάς, το 1957, ο Τσιφόρος είχε περάσει τα 45, δεν ήταν δηλαδή πια και τόσο νέος, σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής. Αυτές οι δύο καινούργιες σειρές από ιστορίες έχουν άραγε αυτοβιογραφικό χαρακτήρα ή έστω περιγράφουν τη ζωή που θα ήθελε να είχε κάνει; Ισως. Το βέβαιο είναι ότι μόνο σε αδρές γραμμές γνωρίζουμε τα της ζωής και του έργου του. Η φιλολογία μας ακόμα του χρωστάει μια εισαγωγική, συνθετική μονογραφία. Μέχρι να βρεθεί ο άνθρωπος που θα καταπιαστεί με αυτήν τη δουλειά, η ολοκλήρωση της έκδοσης όλων του των κειμένων, καθώς και η συγκέντρωση των θεατρικών του έργων και των σεναρίων του θα ήταν ένα ικανοποιητικό υποκατάστατο. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή