H οικονομική θέση των κατακτημένων Ελλήνων

H οικονομική θέση των κατακτημένων Ελλήνων

5' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σπύρος Ι. Ασδραχάς,

Ελληνική οικονομική ιστορία, ΙΕ΄ – ΙΘ΄ αιώνας

Με τη συνεργασία των Ν. Ε. Καραπιδάκη, Ολγας Κατσιαρδή-Ηering, Ευτυχίας Δ. Λιάτα, Αννας Ματθαίου, Michel Sivignon, Traian Stoianovich

2 τόμοι, Πολιτιστικό Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς

Φαίνεται ότι για την ελληνική ιστορική επιστήμη έχει φτάσει η ώρα των συνθέσεων. Συνθέσεων γενικής ιστορίας μεγάλης διάδοσης, όπως είναι η «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» από την εφημερίδα «Τα Νέα», συμπίληση μονογραφιών όπως είναι «Η Ιστορία του 20ού αιώνα» που διαθέτει η εφημερίδα «Καθημερινή», και φυσικά ειδολογικών συνθέσεων όπως «Η ελληνική οικονομική ιστορία της οθωμανικής περιόδου» από το Πολιτιστικό Ιδρυμα του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς. Ολες αυτές οι ιστορίες δεν απευθύνονται μόνο στους ιστορικούς, αλλά σε κάθε ενδιαφερόμενο που είναι διατεθειμένος να κοπιάσει προκειμένου να μάθει. Επί τη ευκαιρία, ας τονιστεί πως αν και η οθωμανική περίοδος είναι κρίσιμη, ωστόσο λίγα γνωρίζουμε. Η εθνοκεντρική ιστοριογραφία από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο έως σήμερα αντιμετώπισε αυτή την περίοδο συμπλεγματικά, ενώ οι κομμουνιστές ιστορικοί, υπό το πρίσμα της θεωρίας των σταδίων της ιστορικής εξέλιξης, τη συσκότισαν βαφτίζοντάς την φεουδαλική.

Η «Ελληνική οικονομική ιστορία» είναι αποτέλεσμα πρωτίστως της επιστημονικής ενδελέχειας και της μακράς συγκρότησης του ιστορικού Σπύρου Ι. Ασδραχά, με τον κάθε συνεργάτη να έχει μια μικρή, και για ορισμένους μεγάλη, συμβολή στην ολοκλήρωση του έργου. Τις σχέσεις φυσικού περιβάλλοντος και πληθυσμών τις συμπυκνώνει ο M. Sivignon? τα δημογραφικά δεδομένα της περιόδου επαναξιολογούνται από τον Σπ. Ι. Ασδραχά με αφετηρία την παλαιότερη σύνθεση ιστορικής δημογραφίας του Β. Παναγιωτόπουλου και άλλα? οι τεχνικές της παραγωγής στην πόλη και την ύπαιθρο παρουσιάζονται από τον ίδιο? οι αγορές, διεθνείς και τοπικές, τα δίκτυα και η διασπορά των εμπόρων αναδεικνύονται μέσω μιας ευρύτατης ανάλυσης του T. Stoianovich, η Αννα Ματθαίου περιγράφει τους τύπους της ατομικής κατανάλωσης και η Ολγα Κατσιαρδή-Ηering περιγράφει, μάλλον επίπεδα, την ελληνική διασπορά. Τα Επτάνησα, ενσωματωμένα σε πολλές από τις παραπάνω ενότητες ως ειδικό παράδειγμα, διαπραγματεύεται με ακρίβεια ο Ν. Ε. Καραπιδάκης.

Με όρους συναίνεσης

Το έργο είναι ενιαία μελέτη με εσωτερική συνεκτικότητα. Σε αυτό αναλύονται σχέσεις δομικές, σχέσεις οι οποίες υπακούουν σε μία θεμελιώδη, την σχέση κατακτητών και κατακτημένων με οπτικό σημείο παρατήρησης τους δεύτερους. Η βασική θέση είναι ότι «…η εξουσιαστική λειτουργία είναι προϋπόθεση της οικονομικής». Αυτή η θέση είναι το κεντρικό κλειδί για την ανάγνωση του βιβλίου και αναλύεται από τον Σπ. Ι. Ασδραχά στην εισαγωγή, ενώ στο 5ο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι πολιτικοί όροι του κυρίαρχου συστήματος με τον Ν. Ε. Καραπιδάκη να συμβάλει και εδώ τις διαφοροποιήσεις του επτανησιακού παραδείγματος.

Γνωρίζουμε ήδη ότι η επέκταση των Οθωμανών, όπως κάθε κατάκτηση, θεμελιώθηκε πολιτικά στη δύναμη και υλικά στην πολεμική λεία και την αρπαγή του αποτελέσματος της εργασίας των κατακτημένων. Αυτά τα χαρακτηριστικά μεταλλάσσονταν βαθμιαία σε συστήματα κανόνων που ρύθμιζαν τις σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων όσο οι πολεμικές κοινωνίες των Οθωμανών Γαζήδων σταθεροποιούσαν την κατάκτηση, και διά μέσου πολλών εσωτερικών συγκρούσεων ανασυντάσσονταν σε εδραία εξουσία.

Η οθωμανική κοινωνία ήταν διακριτή και ενιαία επειδή συντασσόταν ως αυτοκρατορικό κράτος. Μαζί με την ορθόδοξη Εκκλησία αποτελούσαν το εξουσιαστικό μπλοκ που επέβαλε τους όρους του στους κατακτημένους πληθυσμούς. Οι όροι αυτοί ασφαλώς δεν στηρίζονταν απλώς στη δύναμη των όπλων. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τις ιδιαίτερες φεουδαλικές σχέσεις στα Επτάνησα, στην οθωμανική επικράτεια η γη περιήλθε στην απόλυτη κυριαρχία του Σουλτάνου. Ομως κάθε καλλιεργητής διέθετε τον κλήρο του. Οι φορολογικές υποχρεώσεις των κατακτημένων ήταν προσαρμοσμένες σε κάθε δραστηριότητα, όμως επιβάλλονταν ανεξάρτητα από εθνοπολιτισμικές, θρησκευτικές και άλλες διαφοροποιήσεις -εκτός από τον κεφαλικό φόρο και τους αντίστοιχους προς την ορθόδοξη Εκκλησία που δεν αφορούσαν τους μουσουλμάνους χωρικούς. Γενικότερα ο Σουλτάνος φρόντιζε για τη σιτάρκεια των ραγιάδων του τόσο, όσο και για τα εισοδήματα των αξιωματούχων του. Ετσι, οι πολιτικοί όροι των κατακτητών μετατράπηκαν σε οικονομικούς όρους αναπαραγωγής για τους κατακτημένους πληθυσμούς, όμως με τρόπο ώστε να διατηρούνται οι διαφοροποιήσεις μεταξύ πρώτων και δεύτερων, και -θα πρόσθετα- να εξασφαλίζουν τη συναίνεση των κυριαρχούμενων προς τους κυρίαρχους. Και φαίνεται ότι η συναίνεση αυτή ήταν καλά θεμελιωμένη επί αιώνες.

Καταναλωτής προσόδων

Η παραγωγή ήταν αγροτική, εννοείται και κτηνοτροφική και περιορισμένα βιοτεχνική. Στον γενικό κοινωνικό καταμερισμό την πραγματοποιούσαν, αν και όχι αποκλειστικά, οι κατακτημένοι πληθυσμοί. Το οθωμανικό κράτος -όπως και το βυζαντινό παλαιότερα- μετά τη λήξη των προσοδοφόρων κατακτήσεων κάπου στον 16ο αιώνα, οριστικοποίησε τον χαρακτήρα καταναλωτή προσόδων, ιδίως φορολογικών. Η είσπραξη των φορολογικών προσόδων, όπως και παλαιότερα στο Βυζάντιο, εξανάγκαζε μια κλειστή παραγωγή και αντίστοιχες κοινωνίες που στόχευαν πρωτίστως στη στοιχειώδη επάρκεια, να παράγουν κάποια πλεονάσματα. Ανεξάρτητα από το εξωτερικό εμπόριο της αυτοκρατορίας -που ελεγχόταν πολιτικά με το βυζαντινό σύστημα των διομολογήσεων- η εμφάνιση μικρών Ελλήνων και άλλων Βαλκάνιων εμπόρων σε τοπικό επίπεδο, οφείλεται μάλλον στις έντοκες χρηματικές τοποθετήσεις σε κάποιους κόμβους της αλυσιδωτής υπενοικίασης των φόρων σε είδος και στην εμπορευματοποίησή τους. Ετσι, μικροί έμποροι άρχισαν βαθμιαία να επικρατούν σε τοπικές κοινωνίες και ορισμένοι να μεγεθύνονται. Ομως αυτοί, κατά το κυρίαρχο επί αιώνες πρότυπο, δεν σώρευαν κεφάλαιο, αλλά πλούτο, με τον οποίο χρηματοδοτούσαν προσωπικούς τίτλους και αξιώματα ισχύος συνήθως τοπικής κλίμακας.

Τα χρηματικά διαθέσιμα που προέκυπταν από το σύνολο των δραστηριοτήτων εξάγονταν για το εξωτερικό εμπόριο αφενός, και αφετέρου επενδύονταν συνήθως στους μηχανισμούς απόληψης και κατανάλωσης προσόδων από το αυτοκρατορικό κράτος. Οι τοποθετήσεις στις πόλεις σε ακίνητα ή και βιοτεχνίες, παρέμεναν απλά παραπληρώματα και δεν άλλαζαν τον χαρακτήρα των βιοτεχνιών, πολλώ μάλλον των πόλεων. Αυτές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, διατηρούσαν την προαιώνια διοικητική τους λειτουργία: την κατά τόπους παροχή προστασίας και επίβλεψης των εξουσιαστικών σχέσεων.

Κράτος εχθρικό στον εμπορικό καπιταλισμό

Σε αντίθεση με τα βορειοευρωπαϊκά ιστορικά παραδείγματα, είναι προφανές ότι στην οθωμανική αυτοκρατορία οι κοινωνίες ήταν οικονομικά αδύναμες, όχι επειδή ήταν κατακτημένες, αλλά επειδή ένα πανίσχυρο κράτος ήταν ιδεολογικά εχθρικό απέναντι στη μόνη οικονομία της εποχής που ήταν επεκτατική και εξ αντικειμένου ανατρεπτική του κοινωνικού καθεστώτος: τον εμπορικό καπιταλισμό. Ολες οι ρυθμίσεις απαγόρευαν και στους Οθωμανούς να σωρεύουν μέσα παραγωγής και να τα κληρονομούν. Οσο και αν αυτές οι ρυθμίσεις παρακάμπτονταν με ποικίλους τρόπους, φαίνεται ότι τελικά λειτουργούσαν καθηλώνοντας την παραγωγή στο επίπεδο της στοιχειώδους επάρκειας, και το χρήμα στο επίπεδο της συγκέντρωσης πλούτου με κοινωνική λειτουργία αριστοκρατική.

Πολύ αργότερα, τον 18ο αιώνα, η δράση των Ελλήνων και άλλων Βαλκάνιων εμπόρων θα τους οδηγήσει να εγκατασταθούν στις πόλεις-κέντρα της διεθνούς αγοράς. Τότε σχηματίστηκε ένας οιονεί ελληνικός εμπορικός καπιταλισμός, όμως διάσπαρτος εν πολλοίς εκτός του ιστορικού χώρου όπου επικράτησε η ελληνική επανάσταση. Ετσι στις απαρχές της εθνικής μας κοινωνίας κυριάρχησαν τα εγχώρια οικονομικά υποκείμενα που διατηρούσαν στο εσωτερικό της χώρας οικονομικές στρατηγικές παλαιού αυτοκρατορικού τύπου.

(1) O κ. Πέτρος Πιζάνιας είναι καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή