Υποθεσεις

5' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το διήγημα «Ενας ψηφοφόρος» του Κωστή Παλαμά, γραμμένο το 1887, δεν μας χωρίζουν μονάχα 117 χρόνια, όπως προκύπτει από μια απλή αφαίρεση. Από τον 19ο αιώνα στον 21ο η διαφορά δεν είναι αριθμητική, ίσως δεν είναι καν μετρήσιμη. Τα πάντα έχουν αλλάξει – έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Πρώτα πρώτα, τα σφαιρίδια έχουν αντικατασταθεί προ πολλού από τα χάρτινα ψηφοδέλτια, οπότε η έννοια «δαγκωτό» δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνο μεταφορικά? ένα δαγκωμένο ψηφοδέλτιο είναι απλώς άκυρο και όχι τεκμήριο μεγάλου πάθους. Επειτα, χάρη και στην άνοδο «του λαού στην εξουσία» αφενός, στη «συμμετοχική δημοκρατία» αφετέρου, το πελατειακό σύστημα εμφανίζεται ιδιαίτερα εξασθενημένο, οι δε καημένοι οι κομματάρχες δεν έχουν πια το ελεύθερο και τη δύναμη να λύνουν και να δένουν, όπως εκείνοι που ιστορήθηκαν έξοχα στο πανί από τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, στο «Υπάρχει και φιλότιμο», με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα-Μαυρογιαλούρο, και στο «Τζένη Τζένη», με τον πολιτευόμενο Ανδρέα Μπάρκουλη. Τέλος, κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το έθιμο του εκμαυλισμού και της εξαγοράς ψήφων τιμάται και στις εκσυγχρονισμένες ημέρες μας, ότι δηλαδή, εκτός από τον παροιμιώδη λόγο «λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;», ισχύει και το ρηθέν «λείπει το χρήμα από την εκλογή;».

Ας δούμε λοιπόν το διήγημα του Παλαμά, η συνόψιση του οποίου διευκολύνεται από την κάποια σχηματικότητά του, αποτυπωμένη και στο όνομα των δύο αντίπαλων πολιτικών: Αριστάρχης ο ένας, Χρύσης ο άλλος. O Αντωνάτσος, ταπεινός άνθρωπος, ψαράς από μια παραλιακή πόλη της Ελλάδας, μπορεί και το Μεσολόγγι, για πρώτη φορά στη ζωή του συγκαταλέγεται στην κατηγορία των «αναποφασίστων» και δεν νιώθει πια άνετα μέσα στο «μυριοθόρυβο παζάρι των ψηφοφόρων». Χρόνια και χρόνια ψήφιζε τον Αριστάρχη και καβγάδιζε γι’ αυτόν, κάποτε μάλιστα μαχαιρώθηκε για χάρη του. Λατρεύει τον Αριστάρχη όχι επειδή υπήρξε πολλές φορές πρωθυπουργός και «αηδόνι της Βουλής», αλλά, απλούστατα, επειδή «ήταν λεβέντης, λαμπρός άνθρωπος, και τον έχει μέσα στην καρδιά του». Αν η καρδιά του τον προστάζει να ψηφίσει Αριστάρχη, ένα άλλο όργανο του σώματός του (καθόλου τυχαία δεν είναι αυτή η σωματική ανάλυση της ψήφου από τον Παλαμά), το στομάχι του, του δίνει την εντολή να καταψηφίσει τον Χρύση, που «τον στήριζε η δύναμη του παρά». Τον Χρύση λοιπόν «δεν τονε χωνεύει, τον έχει στο στομάχι του».

Τα παιγνίδια όμως του τοπικού κομματάρχη, του «παντοδύναμου πληρεξούσιου», του «κομμαντάντε, όπως τον έκραζαν», πεισμώνουν τον Αντωνάτσο. Αφού του στέρησαν το μόνο που ζητούσε από τον αρχηγό του, να τον μεταφέρει αυτός με τη δική του βάρκα, ανακρούει πρύμναν. Και στον θυμό του επάνω, αποφασίζει να γίνει κι αυτός ένας από τους «εκλεχτικούς», όπως «είχανε βαφτίσει με σαρκαστικήν ευφημία όσους πουλούσανε την ψήφο τους». Πουλάει λοιπόν την ψήφο του στο κόμμα του παρά και αποζημιώνεται με «εβδομήντα ψωροδραχμές». Αλλά δεν το αντέχει. H καρδιά του και το στομάχι του συνεργάζονται άλλη μια φορά και τον γλιτώνουν από την «απόχη του ρουσφετιού». «Για την υπόληψή του», αρνείται τελικά τη δωροδοκία, αψηφά τα τάλαρα (κι ας πήγε να τον φάει μια στιγμή κι αυτόν «η φωτιά της ηδονής») και ψηφίζει ό,τι του ορίζει το αίσθημά του.

Το θυμίζω, ο Παλαμάς μιλάει για τον 19ο αιώνα, δηλαδή για την αρχαιότητα. Κατά συνέπεια θα μπορούσε να ειπωθεί ότι όσα αφηγείται έχουν για μας λαογραφικό ενδιαφέρον και μόνο, όχι πολιτικό ή ιδεολογικό. ΄H μήπως όχι; Μήπως κάποια από τα γνωρίσματα του πολιτικού μας βίου, από τα πιο άθλια μάλιστα, πέρασαν αλώβητα, αν όχι ενισχυμένα, και στον 20ό αιώνα, γεγονός άλλωστε που είχε οδηγήσει τον Παλαμά να αστράψει και να βροντήσει σε ένα από τα «Σατιρικά Γυμνάσματά» του, εναντίον (και) των ρουσφετλήδων και των κομματαρχαίων: «Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι, / ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες, / οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι, // κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες, και της γραμματικής οι μανταρίνοι, / και της πολιτικής οι φασουλήδες, / ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι… // Ρωμαίικο, να! με γεια σου, με χαρά σου».

Μήπως τα ίδια ζοφερά γνωρίσματα, που μειώνουν τη δημοκρατία και αποκαλύπτουν πως είναι απλός μύθος η «ανόθευτη και αβίαστη έκφραση του λαϊκού φρονήματος», πέρασαν άθικτα και στην τρίτη μετά Χριστόν χιλιετία, στον λαμπρό 21ο αιώνα μας; Μήπως δηλαδή οι «αρχαϊκότητες της ελληνικής κοινωνίας», για τις οποίες μιλάει ο Φίλιππος Ηλιού και άλλοι Ελληνες ιστορικοί, αναγνωρίζονται σαφώς και στην εκλογική μας συμπεριφορά; Και μήπως διακρίνονται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια στη δράση των εξουσιαζόντων πολιτικών, οι οποίοι διατείνονται με υπέρμετρο πάθος ότι νεωτερίζουν ενόσω προσπαθούν, με τους πολλούς πανίσχυρους μηχανισμούς που διαθέτουν, να κρατήσουν το σκηνικό με τα χρώματα του 19ου αιώνα;

Οσες «ανανεώσεις» και «ανακαινίσεις» κι αν έχουν εξαγγελθεί στο πέρασμα των χρόνων και των κυβερνώντων κομμάτων, το πελατειακό σύστημα μένει άθικτο και η παλαμική «απόχη του ρουσφετιού» αποτελεσματικότατη. Το πατροπαράδοτο «κατόπιν ενεργειών μου…», με το οποίο ο πολιτευόμενος υπενθυμίζει τις «ευεργεσίες» του απαιτώντας «σταυρωμένη» αποζημίωση, δεν χάθηκε, όπως θα βεβαιωθεί όποιος φυλλομετρήσει επαρχιακές εφημερίδες και σταθεί στις διαφημιστικές καταχωρήσεις των υποψηφίων. H «από καρδιάς ψήφος» δεν μετράει περισσότερο στην κάλπη από την επίσης συχνότατη «ψήφο της ανάγκης» ή την «ανταποδοτική ψήφο», με την οποία τα εκάστοτε «δικά μας παιδιά» ευχαριστούν το κόμμα τους για τις «υπηρεσίες» που τους προσέφερε ή υπόσχεται ότι θα τους προσφέρει όταν έλθει εν τη εξουσία του. Την ψήφο αυτή, την πελατειακή ή ρουσφετολογική, που ποντάρει στις ανάγκες του κόσμου και στα εξατομικευμένα συμφέροντα, ο Παλαμάς ίσως να την ονόμαζε στομαχική, εννοώντας με αυτό ότι πρόκειται για ψήφο που απορρέει από ένα εξαναγκασμένο και εκβιασμένο στομάχι που αυτονομείται από την κεφαλή και την καρδιά, από τις ιδέες και τα βαθύτερα αισθήματα.

Οι ιδέες άλλωστε και οι ιδεολογίες, από κοντά και ο ιδεαλισμός, είναι μια υπόθεση αναχρονιστική, αρχαία, ένα βαρίδι που μας εμποδίζει να πετάξουμε στους Νέους Καιρούς που βαφτίζουν τη συντήρηση επανάσταση, την εξάρτηση ελευθερία και τα πελατειακά δεσμά συμμετοχικές διαδικασίες. O κ. Θ. Πάγκαλος αποσαφήνισε τα πράγματα με τον ωμό του τρόπο σε συνέντευξή του στην ET3: «Τα κόμματα δεν είναι μοναστήρια για να υπηρετούν ιδεολογίες. Υπηρετούν τους πολίτες και προσαρμόζονται στην κοινωνία». Εύκολα αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς εννοείται ως «υπηρεσία στους πολίτες» και τι ως «προσαρμογή στην κοινωνία». Ας σκεφτούμε ωστόσο τι μας καλεί να κηδέψουμε ο κ. Πάγκαλος, όταν κηρύσσει κυνικά το τέλος της ιδεολογίας, ας θυμηθούμε δηλαδή τι εστί ιδεολογία, κι όχι μόνο κατά τα λεξικά: «1. σύνολο ηθικών, κοινωνικών και φιλοσοφικών ιδεών, αρχών, αντιλήψεων? 2. η ανιδιοτελής προσήλωση σε κάποια ιδέα ή ηθική αρχή». Πώς να τ’ αντέξει τέτοια πράγματα η Νέα Εποχή…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή