Διακρινοντας

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μυθιστόρημα «Δεσμά αίματος» της πρωτοεμφανιζόμενης στα γράμματα σκηνοθέτιδος και παραγωγού ταινιών Μαρίας Πάουελ είναι ένα απολαυστικό και ταυτόχρονα ερεθιστικό έργο («Κέδρος», σελ. 183). Αποτελεί μιαν άψογη στην ανάπτυξη και στον ρυθμό της ιστορία και ταυτόχρονα θέτει επί τάπητος το περίφημο ζήτημα της εντοπιότητας – το κατά πόσον οι περιπέτειες που η συγγραφέας εξιστορεί πηγάζουν μέσα από την καρδιά της δικής μας κοινωνίας, όπου και εκτυλίσσονται ή, αντιθέτως, αναπαράγουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα συνθηκών που ανήκουν σε μακρινούς τόπους. Σε μιαν εποχή όπου η επικοινωνία και οι δεσμοί τού εδώ και τού εκεί, του ντόπιου και του ξένου γίνονται όλο και στενότεροι, είναι αρκετά δύσκολο να καταλήξουμε σε οριστικές απαντήσεις. Το ζήτημα ωστόσο τίθεται: Απεικονίζει η συγγραφέας ένα νέο, καινοφανές για τα ελληνικά δεδομένα κλίμα ή, μη κατορθώνοντας να γειώσει την ιστορία της στα δικά μας χώματα, δεν κάνει άλλο παρά να μεταφέρει στα γράμματά μας ξένα πρότυπα και τρόπους; (Συζητώ βεβαίως για το πρόβλημα της εντοπιότητας και όχι της ελληνικότητας, η οποία επί δεκαετίες απασχόλησε στα παλαιότερα χρόνια την κριτική μας.)

Παρά τις σχέσεις αμοιβαίας λατρείας, ουδέποτε η τριανταπεντάχρονη αεροσυνοδός Μαργαρίτα κατορθώνει να ανταλλάξει με τον κατάκοιτο πατέρα της έστω και μια λέξη για τις κρισιμότερες πτυχές της κοινής ζωής τους. Αδιάκοπες εναέριες διαδρομές μέσα στην επικράτεια και σεξουαλικές σχέσεις, σταθερές ή περιστασιακές, σε απρόσωπα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων δείχνουν να αποτελούν το στίγμα της ενήλικης ζωής της. Τι θα συναντήσει, ωστόσο, όταν μετά τον θάνατο του πατέρα της αποπειράται να κλείσει τις προσωπικές της εκκρεμότητες με τον απρόσιτο πρώην εραστή και, θέλοντας να ξεκινήσει μια νέα ζωή, μεταφέρει τις μετακινήσεις της από τους αιθέρες στους ελληνικούς αυτοκινητοδρόμους;

Το ημιτελές ξενοδοχείο στη βιομηχανική πεδιάδα της Πτολεμαΐδας, με την ημικατεστραμμένη οικογένεια του εραστή, την αγωνιούσα μάνα και την παράλυτη δίδυμη αδελφή, αποτελεί μία από τις καλύτερες σκηνές του βιβλίου. Ενα γιαπί στη μέση του πουθενά με ανθρώπινα ερείπια απεικονίζει το αποκορύφωμα του ψυχικού αδιεξόδου. Μια αφόρητη συνθήκη σε απόλυτο συντονισμό προς τη ζωή της Μαργαρίτας: με το σκηνοθετημένο στοιχείο όλων της των συναντήσεων (τη σκηνογραφία του φτωχικού δωματίου και τη θεατρική μάσκα του έντονου μακιγιάζ), με τη μελαγχολική επαναληπτικότητα των κινήσεων και τη σταθερή σεξουαλική αποπροσωποποίηση του άλλου. Το αίσθημα της ερημιάς είναι απόλυτο, μιας ερημιάς την οποία αφηγηματικά υπογραμμίζουν οι περισσότερο κοντινοί ή οι απομακρυσμένοι μέσα στον χρόνο θάνατοι – ο πρόσφατος του πατέρα και ο αποσιωπημένος της μάνας ή ακόμα και το ναυάγιο του πλοίου «Σαμίνα». H εξαφάνιση του πατέρα δείχνει να επιτάσσει την επιβολή κάποιου τέρματος. Κι ωστόσο η προσπάθεια αποτυγχάνει. H αποκάλυψη της οικονομικής καταστροφής του εραστή και η μετοίκησή του στο ανακαινισμένο της σπίτι θα δώσουν εντελώς νέα τροπή στην αφήγηση: στο μυθιστόρημα θα αναμειχθούν καινούργια στοιχεία, όπως η απροσδόκητη παγίδευση και το αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, το οποίο θα προκαλέσει το αθεράπευτο πάθος του ανεξιχνίαστου αυτού προσώπου για τον τζόγο.

Πτολεμαΐδα, Κοζάνη, Λάρισα, Χανιά, Ηράκλειο, Πάρνηθα, Αθήνα. Τα τοπωνύμια είναι ελληνικά. H αδιάκοπη ωστόσο περιπλάνηση, η αιματηρή παγίδευση και το αδίστακτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, κι ακόμα η θανατερή διαιώνιση του αδιεξόδου το οποίο εξυπονοεί το γεγονός ότι η Μαργαρίτα με νοσηρή σιωπή συγκαλύπτει τους ενόχους, παραπέμπουν σε εσωτερικές καταστάσεις και καλλιτεχνικά είδη, τα οποία καλλιεργούνται μέσα σε διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα όπως λόγου χάριν το αμερικανικό ρόουντ μούβι. Ανάλογες παρατηρήσεις ισχύουν και για άλλα ελληνικά λογοτεχνικά έργα, σαν το παλαιότερο «Μην κλαις αγαπημένη» του Νίκου Μπακόλα (1958), το οποίο θυμίζει παραλλαγή αμερικανικού φιλμ νουάρ, ή η «Ανεξιχνίαστη ψυχή» του Θανάση Χειμωνά (2002), η οποία μας φέρνει στον νου ταινίες όπως το «Φάργκο» των αδελφών Κοέν ή το «Τζάκι Μπράουν» του Ταραντίνο. Δύσκολο όπως είπαμε να αποφανθούμε οριστικά αν οι καταστάσεις τους ανταποκρίνονται σε εντελώς καινούργια ντόπια δεδομένα ή συνιστούν αντιγραφή ξένων πανίσχυρων εξουσιαστικών προτύπων. H διαφορά είναι, ωστόσο, μεγάλης σημασίας, διότι στη μεν πρώτη περίπτωση το σαν μαγεμένο πρόσωπο της απόμακρης Μαργαρίτας αποτελεί έγκαιρη, ευαίσθητη λογοτεχνική σύλληψη, ενώ στη δεύτερη, τεκμήριο μιας ενδιαφέρουσας μεν αφηγηματικώς, ελλιπούς ωστόσο αυθεντικότητας δημιουργίας. Την απάντηση στις ρευστές μέρες μας ας τη δώσει προσωπικά ο κάθε αναγνώστης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή