«Γούστο» και κοινωνική διαστρωμάτωση

«Γούστο» και κοινωνική διαστρωμάτωση

5' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Pierre Bourdieu: «H διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης». Μετάφραση: Κική Καψαμπέλη, Πρόλογος: N. Παναγιωτόπουλος. Εκδόσεις Πατάκη, 2002.

Εχουμε ξαναμιλήσει για το έργο του Μπουρντιέ και για τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές μεταφράσεις του. Δεν είναι μόνο η δυσκολία των εννοιών που επινοεί ahoc ο Γάλλος κοινωνιολόγος προκειμένου να διατυπώσει λεπτές διακρίσεις και συσχετισμούς, για τα οποία συνήθως δεν έχει μάτια η τρέχουσα κοινωνική έρευνα, πράγμα που βεβαίως απαιτεί από τον μεταφραστή καλή εξοικείωση με το σύνολο της σκέψης του, αλλά επίσης η περίπλοκη εκφραστική του και ο ασυνήθιστα μακροπερίοδος λόγος του, που είναι δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα χωρίς να περιπλακεί αδιέξοδα ή και να κοπεί το νοηματικό νήμα. Σήμερα, που ένας αξιοσημείωτος αριθμός έργων του είναι ήδη διαθέσιμος στα Ελληνικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η μόνη μεταφράστρια, η οποία στάθηκε πράγματι στο ύψος των απαιτήσεών του, είναι η Κική Καψαμπέλη: ιδίως σε μεγάλα και κατάφορτα με τεχνικές δυσκολίες έργα όπως το «Γλώσσα και συμβολική εξουσία» (Καρδαμίτσα, 1999) ή η«Διάκριση» που θα συζητήσουμε εδώ, μπορούμε να μιλήσουμε για κάποιου είδους μεταφραστικό άθλο.

Η «Διάκριση» είναι από τα πιο γνωστά και πολυσυζητημένα έργα του Πιερ Μπουρντιέ: ταυτόχρονα, είναι μια υποδειγματική εφαρμοσμένη μελέτη βάσει δύο κύκλων κοινωνικής έρευνας, με προσεκτικά προετοιμασμένα ερωτηματολόγια, που διεξήχθη σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού από το Παρίσι και τη γαλλική επαρχία το 1963 και το 1967-68. Συνολικά ερωτήθηκε ένας αριθμός 1.217 υποκειμένων, και τα αποτελέσματα διασταυρώθηκαν με στατιστικό υλικό που διέθεταν άλλοι ερευνητικοί οργανισμοί (Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής, Γαλλική Εταιρεία Ερευνών μέσω Δημοσκοπήσεων κ.ά.). Στόχος της έρευνας ήταν να τεκμηριωθούν οι επιλογές που προσδιορίζουν το γούστο, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την υψηλή τέχνη αλλά και το ύφος ζωής εν γένει (επιλογές στον τρόπο ντυσίματος, στο ύφος επίπλωσης, στο φαγητό ή στο ποτό, στη χρήση του «ελεύθερου χρόνου»): ιδιαίτερα να φανεί ότι δεν πρόκειται για την ελεύθερα επιλεγμένη, αμίμητη εκείνη ιδιαιτερότητα που συνήθως οι άνθρωποι εκλαμβάνουν ως ταυτόσημη με το «γούστο», αλλά για ένα καταναγκαστικό και κοινωνικά υποκινούμενο σύστημα δράσεων και συμπεριφορών που διέπεται απ’ άκρου εις άκρον από το κίνητρο της κοινωνικής διάκρισης? με άλλα λόγια, πίσω από τις υποτιθέμενα ανεξάρτητες επιλογές και τις χαριτωμένες ιδιορρυθμίες που το υποκείμενο ταυτίζει με ό,τι θεωρεί πιο προσωπικό στην κοινωνική του εικόνα, δρα μια ενσταλαγμένη δέσμη κινήτρων και αναγκών που έχει ως σκοπό την αναπαραγωγή του υφιστάμενου πλέγματος κοινωνικών (ταξικών) σχέσεων.

Διαβλέπουμε και πάλι εδώ την ευρύτερη θεωρητική στρατηγική του Μπουρντιέ, που συλλαμβάνει την κοινωνία ως πεδίο, το οποίο δομείται από τις διαφορικές σχέσεις μεταξύ των στοιχείων που το απαρτίζουν και τείνει να αναπαράγει κατά το δυνατόν αμείωτα αυτά τα διαφορικά διαστήματα στο εσωτερικό του? ταυτόχρονα είναι βεβαίως ένα συγκρουσιακό πεδίο, όπου οι δράσεις συγκεκριμένων υποκειμένων πασχίζουν να μεταβάλουν τους υφιστάμενους συσχετισμούς (και σε κάποιον βαθμό το πετυχαίνουν). O Μπουρντιέ, άλλωστε, διακρίνει επιμέρους πεδία (πολιτικό, οικονομικό, νομικό, πολιτιστικό, κ.λπ.) που συμπλέκονται μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, καθένα με τους δικούς του κανόνες και με τους ιδιάζοντες τρόπους δράσης, στα οποία δημιουργούνται τοπικές συσσωρεύσεις ισχύος που είναι ό,τι ακριβώς ορίζει ως αντίστοιχα «κεφάλαια». Για τους σκοπούς της συγκεκριμένης συζήτησης σημαντική είναι η έννοια του πολιτιστικού και του σχολικού κεφαλαίου, που η διαφορά τους υποσημαίνει μια διαφοροποίηση μέσα στην ίδια την κυρίαρχη τάξη: η καλλιέργεια ως προϊόν απόκτησης σχολικών τίτλων αλλά και η καλλιέργεια ως «ατμόσφαιρα» στην οποία κάποιος συμμετέχει λόγω κοινωνικού υποβάθρου και οικογενειακής καταγωγής συνεπάγονται διαφορετικές αποκρυσταλλώσεις γούστου και βιοτικού ύφους, και οι διαφορές αυτές με τη σειρά τους διαβάζονται ως δείκτες της «παλαιότητας» εισόδου στην κυρίαρχη τάξη.

Αναχωρώντας, λοιπόν, από μια κοινωνιολογία του γούστου και διευρύνοντας διαρκώς το πεδίο της έρευνάς του, ο Μπουρντιέ βλέπουμε ότι προσανατολίζεται σε μια κριτική των σχέσεων ανισότητας και κυριαρχίας, όπως αυτές ανασυντίθενται στην πολιτισμική σφαίρα. Επεξεργάζεται ταυτόχρονα ένα σύστημα διαφοροποιήσεων και ανισοτήτων μέσα στα όρια κάθε μεμονωμένης, παραδοσιακά οριζόμενης τάξης, πράγμα που του επιτρέπει να φέρει στο φως δομικούς παραλληλισμούς και διασταυρώσεις των πρακτικών που διασχίζουν οριζοντίως, καθέτως ή και χιαστί τις κοινωνικές τάξεις. Από την άλλη μεριά, θα δείξει ότι το γούστο και η λεγόμενη καλαισθητική κρίση εκφράζουν με τον πιο βαθύ και άτεγκτο τρόπο τις ταξικές και κοινωνικές οριοθετήσεις, τις διαφορές θέσης και ισχύος που θέτει ως αντικείμενό της κάθε κοινωνιολογική έρευνα, επειδή αντιπροσωπεύουν τη βαθύτερα εσωτερικευμένη, σχεδόν σωματική (και, ως τέτοια, ασυνείδητη) αίσθηση των κοινωνικών διακρίσεων. Ουσιαστικά ταυτίζονται με αυτό που ο Μπουρντιέ αλλού αποκαλεί έξεις -και αν λάβουμε υπόψη πόσο θεμελιώδης είναι αυτή η έννοια για την κοινωνιολογία του, αντιλαμβανόμαστε γιατί μια εξονυχιστική κοινωνική διερεύνηση του γούστου, όπως αυτή που επιχειρεί εδώ, προορίζεται να καταλάβει τόσο στρατηγική θέση μέσα στο συνολικό έργο του.

Το όλο εγχείρημα του Μπουρντιέ έχει όμως και μια άλλη διάσταση, που υπερβαίνει τα όρια της εμπειρικής κοινωνιολογίας. O υπότιτλος του βιβλίου δηλώνει ότι έχει εξαρχής, και ταυτόχρονα, συλληφθεί ως κοινωνιολογική κριτική της μνημειώδους απόπειρας φιλοσοφικής θεμελίωσης της αισθητικής που επιχείρησε ο Ιμάνουελ Καντ στην τρίτη του Κριτική, την «Κριτική της Κριτικής Δύναμης»1, της οποίας το πρώτο μέρος φέρει ακριβώς τον τίτλο «Κριτική της αισθητικής κρίσης (κριτικής δύναμης)». Θυμόμαστε όλοι ότι εκεί ο Καντ, προσπαθώντας να εδραιώσει την αντικειμενική δεσμευτικότητα των αισθητικών κρίσεων, διαχωρίζει κατηγορηματικά την «καλαισθητική κρίση» από την απλή «κρίση ευαρέσκειας»: αν το καθαυτό ωραίο δεν ταυτίζεται με εκείνο που απλώς τυχαίνει να με ικανοποιεί (όπως σε άλλο επίπεδο της σκέψης του το ηθικώς ορθό διαχωρίζεται ριζικά από εκείνο που επιθυμώ ή χρειάζομαι), είναι ανάγκη να δούμε τι είδους ηδονή είναι αυτή που προκαλεί το αισθητικώς ωραίο και σε τι διαφέρει από την ταπεινή ηδονή των αισθήσεων. Σύμφωνα με την οξυδερκή παρατήρηση του Μπουρντιέ, για τον οποίον είναι σαφές ότι το υψηλό γούστο προσμετρείται σε τελευταία ανάλυση ως βαθμός απόσπασης από την υλική ανάγκη, η «ηδονή» αυτή δεν είναι άλλη από την ηδονή που προκαλεί η ίδια η κοινωνική διάκριση: με άλλα λόγια, μια μορφή ναρκισσιστικής ευχαρίστησης που αντλεί το υποκείμενο Καντ (αντιπροσωπεύοντας εδώ τον αστό εν γένει) από την αίσθηση ότι αίρεται πάνω από τις χυδαίες ικανοποιήσεις των λαϊκών τάξεων. O ίδιος Καντ είναι κατ’ ανάγκην ανίκανος να δει αυτό το «ταπεινό» ελατήριο της υψηλής του κρίσης, αφού προϋπόθεση ισχύος κάθε κοινωνικής ιδεολογίας είναι η απόκρυψη των κοινωνικών της ριζών από τα μάτια των υποκειμένων που την ενστερνίζονται.

1. Ελλ. έκδ. «Ιδεόγραμμα», Αθήνα 2002, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: Κώστας Ανδρουλιδάκης, βλ. σχετικά και την κριτική μου: Φώτης Τερζάκης, «H ιστορική σημασία της Τρίτης Κριτικής» («Ελευθεροτυπία», «Βιβλιοθήκη», 7-11-2003).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή