Τα πώς και τα γιατί της ανάγνωσης

Τα πώς και τα γιατί της ανάγνωσης

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Harold Bloom: «Πώς και γιατί διαβάζουμε». Εισαγωγή: Ουίλλιαμ Σουλτς. Μετάφραση: Κατερίνα Ταβαρτζόγλου. Εκδόσεις «Τυπωθήτω», 2004, σελ. 341.

Οσοι δεν διαβάζουν, και μαζί τους κι όσοι εννοούν το διάβασμα είτε αποκλειστικά σαν σχολικό καταναγκασμό είτε αποκλειστικά σαν ξεφύλλισμα πολυσέλιδων περιπετειωδών ή αισθηματικών μυθιστορημάτων στη θερινή αμμουδιά, δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τα ψιλά γράμματα και τα ακόμη ψιλότερα ερωτήματα, με το τι και το γιατί της ανάγνωσης δηλαδή. Δεν θα ασχοληθούν λοιπόν με το αν η ανάγνωση είναι πράξη αγαθή αφεαυτής και οπωσδήποτε, καθώς και με το αν, στην περίπτωση της λογοτεχνίας, το διάβασμα εκτός από απόλαυση πορίζει και γνώση, και πώς ακριβώς μεταφράζεται αυτή η γνώση, σε ατομικό ιδιόλεκτο ή σε κοινωνικά αναγνωρίσιμη γλώσσα. Κάπως πιο βάναυσα το ερώτημα αυτό θα έπαιρνε τη μορφή: «Γινόμαστε καλύτεροι διαβάζοντας (ή γράφοντας)»; Περνάμε πράγματι σε ένα άλλο εγώ, πλουσιότερο αλλά και περισσότερο γενναιόδωρο, ικανό να συνδημιουργήσει και έναν άλλο κόσμο;» Το πρόβλημα αυτό, το βάσανο ίσως, το έχουν όσοι διαβάζουν συστηματικά και συνειδητά, κι όσοι γράφουν, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι γράφοντες είναι επίσης και επιμελείς αναγνώστες.

Εξιδανίκευση

Με το να εξιδανικεύουμε την ανάγνωση, να την παρουσιάζουμε σαν μαγικό τελετουργικό, σαν διαβατήρια τελετή που μας εισάγει στον κόσμο της αρετής, όπως γίνεται στο πλαίσιο διαφόρων εορτασμών ή εκστρατειών υπέρ αναγνώσεως και βιβλιεμπορίας, δεν είναι βέβαιο ότι «δημιουργούμε» νέους αναγνώστες. Αγοραστές και καταναλωτές, ναι, είναι πιθανό να «δημιουργήσουμε», αλλά αυτοί μάλλον δεν πρόκειται να πάρουν στα σοβαρά, ώστε να πειστούν, την κάπως στομφώδη ρητορική που αναλαμβάνει να εκθειάσει την ανάγνωση. Ζούμε άλλωστε στην εποχή της εύκολης και άβαθης εικόνας και του χαλαρωτικού θέαματος, όχι του αποφασισμένου και προσηλωμένου βλέμματος· και μια τέτοια εποχή δεν ευνοεί την τέχνη της ανάγνωσης.

Κάθε συστηματικός αναγνώστης της λογοτεχνίας έχει τη δική του μέθοδο, λίγο ή πολύ οργανωμένη, τις δικές του προσδοκίες, τον δικό τρόπο. Οδηγίες καθολικής ισχύος είναι κάπως δύσκολο να υπάρξουν (ίσως γι’ αυτό σκοντάφτει η διδαχή της λογοτεχνίας στα σχολεία). Συστάσεις και γνώμες, προφορικές ή γραπτές, λιγότερο ή περισσότερο μελετημένες και τεκμηριωμένες, και δεχόμαστε και δίνουμε φυσικά. Αλλά μόνο αν υπεραπλουστεύσουμε τα πράγματα, θα καταλήξουμε να αποδεχτούμε ότι εκτός από «σχολές διδασκαλίας δημιουργικής γραφής», που είναι άλλωστε της μόδας, είναι δυνατό να υπάρξουν και «σχολές διδασκαλίας δημιουργικής ανάγνωσης». Ως προς τούτο λοιπόν, ακούγεται βαρύς και απόλυτος, υπερβολικά σίγουρος δηλαδή, ο τίτλος «Πώς και γιατί διαβάζουμε» του βιβλίου του διάσημου Αμερικανού θεωρητικού και κριτικού Χάρολντ Μπλουμ (γεν. 1930)· εδώ, το πολύ περισσότερο εύλογο πρώτο ενικό πρόσωπο («πώς και γιατί διαβάζω») διογκώνεται για να γίνει πρώτο πληθυντικό, για να διογκωθεί μαζί του και η άποψη, η γνώμη, σε αυστηρή οδηγία.

Αυτό είναι πάντως το ύφος του καθηγητή των Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και των Αγγλικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, που αυτοεικονογραφείται ως «ίσως το μεγαλύτερο τέρας ανάγνωσης που έχω γνωρίσει»· ένα ύφος με ρητή την αυτοπεποίθησή του, αποφαντικό, αφοριστικό, όσο, ας πούμε, και το ύφος του ποιητή Εζρα Πάουντ, στο πολύ γνωστό βιβλίο του «H αλφαβήτα της ανάγνωσης» (επανεκδόθηκε πέρυσι, σε μετάφραση της Μαρίας Λαϊνά, από τις εκδόσεις «Ροές»).

«Η διδασκαλία του Μπλουμ δηλώνει τόσο εύγλωττα πως βρίσκεται στην πλευρά της ορθής άποψης και μιλάει από μια θέση κύρους, που πολλές φορές καταφέρνει να αμβλύνει τις αντιρρήσεις και ενδεχομένως να ανοίξει τον δρόμο για την πειθώ», γράφει ο Ουίλιαμ P. Σουλτς, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην εισαγωγή του στο βιβλίο «Πώς και γιατί διαβάζουμε». Φτάνει μάλιστα ο Μπλουμ στο σημείο να πρεσβεύει ότι οι αντιρρήσεις στις θεωρητικές συλλήψεις του άλλο δεν κάνουν από το να τις επικυρώνουν («θεωρώ ότι η αντίσταση στη θεωρία μου [μου] από πολλούς ποιητές, ιδιαίτερα, είναι μια ένδειξη για την ορθότητά της»). Και η αλήθεια είναι ότι τα έργα του Μπλουμ προκαλούν πάντοτε έντονες συζητήσεις και αμφισβητήσεις, και όχι μόνο στην πατρίδα του – είτε για την «Αγωνία της επίδρασης» πρόκειται (ελληνική μετάφραση Δημήτρης Δημηρούλης, εκδ. «Αγρα», 1989) είτε για τον πολύκροτο «Δυτικό Κανόνα».

Μανιώδης αναγνώστης

Αν ο Χάρολντ Μπλουμ δεν ήταν πράγματι ένας ακαταπόνητος βιβλιοφάγος με απίστευτη μνήμη και με επίσης απίστευτη ικανότητα συσχετισμού, κι αν δεν κατείχε την τέχνη τόσο της αφήγησης όσο και της θεωρητικής υποστήριξης των λεγομένων του, το ύφος της αυθεντίας και ο απερίφραστος διδακτικός τόνος του θα απέβαιναν εις βάρος του και θα μείωναν σοβαρά την αίγλη των έργων του. Αλλά δεν πρόκειται βέβαια για σκανδαλοποιό. Πρόκειται για έναν μανιώδη αναγνώστη, που, παρότι «ο ζήλος του έχει μια σχεδόν ιερατική μεγαλοπρέπεια», παρότι επίσης «οι κριτικές του θεωρήσεις αναβλύζουν από το λιβάδι του μυστικισμού, της θεοσοφίας και του αισθητικού ιδεαλισμού» (κατά τους χαρακτηρισμούς του Δημήτρη Δημηρούλη, στη «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας», 8 Απριλίου 2005), και σπουδαία πράγματα έχει να πει (για το πώς, ας πούμε, εγγράφεται ένας νέος ποιητής στην παράδοση του «σογιού» του και ποια πατροκτονία οφείλει να επιτελέσει, για το ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση της λογοτεχνίας με τον εν γένει ανθρώπινο βίο και τις ουσιώσεις πνευματικές αναζητήσεις ή για το πώς η σπουδή της λογοτεχνίας δεν πρέπει να κατακερματίζεται σε τομείς και ανθυποτομείς) και το χάρισμα διαθέτει να τα λέει σαγηνευτικά.

Το «Πώς και γιατί διαβάζουμε» δεν είναι, ρητά, «μια απόλυτη λίστα έργων που πρέπει να διαβαστούν». Εδώ ο Μπλουμ, που δεν διστάζει να πει, επαγγελματίας αναγνώστης αυτός, ότι «το θλιβερό του επαγγελματικού διαβάσματος είναι πως σπάνια ανακτάς την απόλαυση που είχες γνωρίσει στα νεανικά σου διαβάσματα», αποσκοπεί στον μοναχικό αναγνώστη, παραμερίζοντας την πιθανή εργαλειακή, «κοινωνική» χρήση της ανάγνωσης και της λογοτεχνίας: «Εάν η κριτική θέλει να έχει κάποιο ρόλο σήμερα, τότε θα πρέπει να απευθυνθεί στον μοναχικό αναγνώστη και στη μοναχική αναγνώστρια, που διαβάζει για ιδίους σκοπούς, και όχι για επιδιώξεις που υποτίθεται πως υπερβαίνουν τον εαυτό». Οσο κι αν ακούγεται ελιτίστικο, ο συγγραφέας θεωρεί το διάβασμα «μια πράξη μοναχική, παρά εκπαιδευτικό εγχείρημα», για τούτο και μία από τις πέντε «αρχές επαναπροσδιορισμού της ανάγνωσης στην αισθητική της λειτουργίας» που προτείνει, ηχεί σαν εντολή: «Μην προσπαθήσετε να καλυτερεύσετε τον διπλανό σας ή τους διπλανούς σας με αυτά που διαβάζετε ή με τον τρόπο που διαβάζετε» – άλλωστε «ηθική της ανάγνωσης δεν υπάρχει».

Η ανάγνωση για την ανάγνωση, λοιπόν, κατά το «η τέχνη για τη τέχνη»; Οχι ακριβώς. Ολες αυτές οι «αρχές» και οι συστάσεις δεν μπορεί παρά να συνιστούν μια ηθική, έστω αναποδογυρισμένη, πλάγια ή ό,τι άλλο. H ίδια η επιλογή των συγγραφέων με τους οποίους ασχολείται στο βιβλίο του ο Μπλουμ, και των συγκεκριμένων έργων του καθενός, όπως εξετάζονται και αποτιμώνται στα πέντε μέρη του βιβλίου (Διηγήματα, Ποιήματα, Μυθιστορήματα-Α΄, Θεατρικά έργα, Μυθιστορήματα-Β΄), δεν έχει να κάνει μόνο με την αισθητική. Ξαναφτιάχνοντας εδώ έναν «κανόνα» και προτείνοντάς τον (Σαίξπηρ βέβαια, Ντοστογιέφσκι, Θερβάντες, Ουάιλντ, Μέλβιλ, Γουίτμαν, Ντίκινσον, Προυστ κ.ά. – όχι, Λατίνοι και αρχαίοι Ελληνες δεν υπάρχουν, ούτε συγγραφείς από την Ανατολή), ο Μπλουμ δεν μπορεί παρά να απιστήσει σε ορισμένες από τις «αρχές» του· μήπως δημοσιεύοντας τις απόψεις του για το «πώς» και το «γιατί» του διαβάσματος, δεν επιδιώκει να επηρεάσει τους «διπλανούς του»;

Αμετάφραστα

Ο Ελληνας αναγνώστης αυτού του «κανόνα», εκτός από τις καλές σκέψεις που του γεννάει η καθαυτό ύλη του βιβλίου έχει να σκεφτεί και κάτι επιπλέον, κάτι στενάχωρο: ότι αρκετά από τα σπουδαία λογοτεχνικά κείμενα που μελετά ο Μπλουμ δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή