Στην παρέα των «καταραμένων»

Στην παρέα των «καταραμένων»

2' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιάννης Μπαχ – Σπυρόπουλος

Φλέρυ Νταντωνάκη,

«Εγώ είμαι ένα σύννεφο…»

Ελενα Χουζούρη

Γιώργος Ιωάννου,

«Σαν σπόρος αγκαθιού…»

Δημήτρης Τσιμιτάκης

Μιχάλης Κατσαρός,

«Πρίγκιπας Ανδαλουσίας και Κυπαρισσίας»

Σειρά «Βίοι Αγίων»

υπεύθυνος: Κώστας Καναβούρης

εκδ. Ηλέκτρα

«…Μια λέξη που του λείπει του Διονυσίου Σολωμού σε ποίημά του ήταν». Είναι μια φράση από τη μονογραφία για τη Φλέρυ Νταντωνάκη που έγραψε ένας μουσικός: ο Γιάννης Μπαχ – Σπυρόπουλος, σε ένα από τα τρία πρώτα βιβλία της σειράς «Βίοι αγίων», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα». Φιλόδοξη σειρά, ενδιαφέρον εγχείρημα: «Αποτελείται από μονογραφίες ή, άλλως, βιογραφικά δοκίμια για τους «καταραμένους» των γραμμάτων και των τεχνών, με ιδιαίτερα λογοτεχνικό και, παράλληλα, προσωπικό ύφος, που τα διαφοροποιεί από μια συνηθισμένη βιογραφία», σημειώνει ο υπεύθυνος της σειράς.

Να σημειώσουμε, όμως, κάποιες ενστάσεις: εντάσσονται αυθαίρετα στους «καταραμένους», σε μια φορτισμένη κατηγορία δημιουργών Ελληνες καλλιτέχνες που αγαπήθηκαν, πολλοί από αυτούς και εν ζωή, και εκτιμήθηκε το έργο τους. Εκτός αν με τη λέξη «καταραμένοι» ο επιμελητής της σειράς εννοεί την ιδιορρυθμία της προσωπικότητας και του τρόπου ζωής, μερικών εξ αυτών. Ως εκ τούτου, με ποια κριτήρια «αγιοποιείται» η ιδιορρυθμία, και ο προσωπικός τρόπος ζωής και καλλιτεχνικής έκφρασης;

Δεύτερη ένσταση, το άνισο αποτέλεσμα που αποφέρει το προσωπικό στυλ μονογραφίας που επιχειρεί ο κάθε συγγραφέας. Ετσι, η Ελενα Χουζούρη κάνει μια φιλολογική ανάγνωση του βίου και της πολιτείας του Γιώργου Ιωάννου, με πολλά αποσπάσματα από συνεντεύξεις και από δικά του κείμενα, ενώ ο Δημήτρης Τσιμιτάκης επιχειρεί να «μιλήσει» με τη γλώσσα του ποιητή που βιογραφεί, παγίδα στην οποία αρκετά συχνά πέφτει.

Πολύτιμη μαρτυρία

Επονται οι μονογραφίες του Νίκου Καρούζου, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, της Μελισσάνθης, του Ανδρέα Λασκαράτου. Θα σταθούμε ιδιαίτερα στη μονογραφία του Γιάννη Μπαχ – Σπυρόπουλου. Στο πρώτο γραπτό του κείμενο, αφού έχει επιλέξει να εκφράζεται με τις νότες της μουσικής, δίνει ένα συναισθηματικό πορτρέτο της Φλέρυς Νταντωνάκη, χωρίς να αποφεύγει τις γοητευτικές υπερβολές του ερασιτέχνη γραφιά. Παρ’ όλα αυτά, δίνει μια πολύτιμη μαρτυρία για τον τρόπο που δούλευε, που δούλευαν με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, αφού τα τελευταία χρόνια της ζωής της, συνεργάστηκαν, για τον τρόπο που εκφραζόταν μέσα από τη μουσική, για το πώς το τραγούδι ήταν η επαφή με τον κόσμο από ένα σημείο και μετά. «Σε λίγο παραδίπλα στο πιάνο παίζουμε την «Τρελή του Φεγγαριού», D major στον τόνο της, τραγουδάει από τη ρωγμή της, ψιθυριστά στην αρχή, μετά ένας γκρεμισμένος ναός αναδομείται απ’ την αρχή, δεν υπάρχει καμία πόρτα, ορθάνοιχτο άλφα καθώς μελανώνουμε πιο έντονα το σχήμα του τραγουδιού κι εγώ κι αυτή με κρεσέντο σαν να κρατάμε γυμνό καλώδιο».

Μικρές μουσικές γωνιές της Αθήνας, μικρά στέκια, συμπεριφορές των μουσικών αλλά και του κοινού, περνούν μέσα από το κείμενο του Γιάννη Μπαχ – Σπυρόπουλου, και είναι και γι’ αυτό πολύτιμο, κι όχι μόνο για το σκιτσάρισμα της Φλέρυς Νταντωνάκη και κάπου πίσω, στον φόντο, στη φιγούρα του Μάνου Χατζιδάκι:

«Φλέρυ, τη φώναξε τότε ο Μάνος, σαν να είπε «φάνηθι». Τραγούδησε το «Εγώ είμαι ένα σύγνεφο κι εσύ ένας καημός», κρατώντας στα χείλη σου τις μαβιές ανομολόγητες μουσικές από τους γυμνούς ανθρώπους των χειμώνων του παραδείσου και της κόλασης, στη Νέα Υόρκη».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή