Τον Φλεβάρη του 1974, ένας δόκιμος αξιωματικός μετατίθεται δυσμενώς στα σύνορα διότι δεν διαχώρισε με σαφήνεια τη θέση του από τους επιστρατευθέντες αντιστασιακούς φαντάρους της απριλιανής δικτατορίας. Αναλαμβάνοντας τα νέα του καθήκοντα, δύο είναι οι προειδοποιήσεις που λαμβάνει από τους ανωτέρους του: Να προσέχει τις παγίδες των ντόπιων για να μη βρεθεί αναγκασμένος να νυμφευθεί παρά τη θέλησή του και να κρατηθεί μακριά από το καφενείο του πρώην Ελασίτη καπετάνιου της περιοχής. Πολύ σύντομα, ο αφελής δόκιμος θα παραβιάσει την πολιτική απαγόρευση για να βρεθεί μπλεγμένος στα βρόχια μιας οικογενειακής συνωμοσίας που έχει ως στόχο της να τον εξαναγκάσει να παντρευτεί.
Το «Να έρχεσαι όποτε θες» (Μεταίχμιο, σ. 202) του Κώστα Λογαρά χωρίζεται σε δύο άνισα από την άποψη της έκτασης, χρονικώς απομακρυσμένα τμήματα: στην περιπέτεια όπως την αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ο ίδιος ο ήρωας και στην κατάσταση που βρίσκει δεκαπέντε χρόνια αργότερα όταν ξαναεπισκέπτεται την περιοχή. Περισσότερο νουβέλα στη διάρθρωσή του παρά μυθιστόρημα, το πεζογράφημα παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς καταγράφει δύο από τις μεγάλες εμπειρίες που έζησε η Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στις αρχές του 1974 βρισκόμαστε σε μία από τις πιο άγριες περιόδους πολιτικής ανελευθερίας η οποία θα οδηγήσει στην εθνική κυπριακή καταστροφή. Στους κόλπους της ελληνικής κοινωνικής ζωής έχουν ωστόσο ήδη σημειωθεί οι βαθύτατες αλλαγές οι οποίες προοιωνίζονται τη μακρά περίοδο ύφεσης και πολιτικής νηνεμίας η οποία θα ακολουθήσει. Τα παλαιά αβυσσαλέα μίση είναι πια αδιάφορα και αυτό αποτυπώνεται στο πάθημα του καλοπροαίρετου δόκιμου. Διότι δεν είναι η πολιτική «απρονοησία» που απειλεί να υποθηκεύσει το μέλλον του, αλλά η άγνοιά του όσον αφορά τα ήθη που καλλιεργούν αδίστακτες μητέρες και τα μέσα που μετέρχονται πονηρές κόρες προκειμένου να «αποκατασταθούν». Χωρίς ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση, και οπωσδήποτε χωρίς αντιστασιακές φιλοδοξίες, ο ήρωας είναι ένας έντιμος, ευγενικός, αλλά αρκετά παθητικός άνθρωπος. Από έλλειψη εμπειρίας βρίσκεται μπλεγμένος σε καταστάσεις που τον ξεπερνούν και όπου βαρύνον χαρακτηριστικό δεν είναι πια ούτε η μισαλλοδοξία ούτε ο τριαντακονταετής διχασμός, αλλά οι τρέχουσες δυσκολίες της καθημερινής ζωής.
Οταν οι συνθήκες έχουν παγιοποιηθεί, «εκ των υστέρων» δεν είναι βέβαια δύσκολο να αφηγηθείς μια τέτοια ιστορία. Το αξιομνημόνευτο στο πεζογράφημα του Κώστα Λογαρά είναι ότι κατορθώνει, ωστόσο, να εξεικονίσει με ζωηρότητα κρίσιμες διαφορές που σημειώθηκαν ανάμεσα στην Ελλάδα της χούντας και στην Ελλάδα του 1989. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στο «Να έρχεσαι όποτε θες», η ελληνική επαρχία εμφανίζεται υπανάπτυκτη, εσωστρεφής, γκρίζα και απροσπέλαστη, ενώ τα πρόσωπα των ανθρώπων μοιάζουν απόμακρα και παγερά. Κι όμως, κάτω από την αφιλόξενη αυτή επιφάνεια σιγοκαίει κάποια φλόγα που απροσδόκητα φανερώνεται με τη μορφή μιας τρυφερής χειρονομίας, κάποιας «ντόμπρας» εξήγησης, ενός αυθόρμητου γλεντιού.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στην ίδια επαρχία τα πάντα έχουν αλλάξει. H πολιτεία μεγάλωσε, οι καρόδρομοι ασφαλτοστρώθηκαν και γέμισαν υπαίθρια πάρκινγκ, τα ξύλινα γεφύρια αντικαταστάθηκαν από καινούργιες σιδηροκατασκευές, στους δημόσιους χώρους συνωστίζονται μετανάστες που εμπορεύονται ενώ οι ντόπιοι κυκλοφορούν με μοντέρνα ντυσίματα και διασκεδάζουν σε μπαρ. Κατά τη διάρκεια της μεταμόρφωσης αυτής, κάτι ωστόσο χάθηκε. H υπανάπτυξη και η ακατέργαστη αγριότητα εξαφανίστηκαν, ταυτόχρονα όμως όλα έγιναν άγευστα, άνευρα και πανομοιότυπα. Τι μεσολάβησε; O συγγραφέας δεν το σχολιάζει ευθέως, μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως η αιτία βρίσκεται στο ότι πολλά πράγματα απώλεσαν την αυθεντικότητά τους. Βρισκόμαστε στο κατώφλι της Ελλάδας του ’90. H πολιτική ζωή έχει ομαλοποιηθεί. Δεν γνωρίζουμε αν και τα οικογενειακά ήθη σε κάποιο βαθμό εξημερώθηκαν. Εκείνο όμως που αποτελεί βεβαιότητα είναι ότι εισβάλλοντας επιθετικά, ο καταναλωτισμός αναγορεύθηκε σε μοναδική αξία εμπορευματικοποιώντας κάθε στιγμή. Ορισμένες από τις σκληρές πλευρές της ζωής μαλάκωσαν, χωρίς όμως να σφυρηλατηθούν κάποιες αξίες, με αποτέλεσμα τα πάντα να θυμίζουν πολτό.
Μέσα στο πλαίσιο του λογοτεχνικού έργου, πλάι στις ουσιώδεις αυτές δημόσιες αλλαγές, θα πρέπει να προσθέσουμε και μια θεμελιώδη μεταβολή που σημειώθηκε στο ατομικό επίπεδο: είναι η οπτική γωνία του αφηγητή που μετατοπίστηκε, καθώς μαζί με την ηλικία τον ήρωα βαραίνει πια και κάποιο αίσθημα ματαιότητας – την αθωότητα των πρώτων μετεφηβικών του χρόνων έχει αντικαταστήσει μια μισοκατεστραμμένη, αδιάφορη προσωπική ζωή.