Μιάμιση δεκαετία πριν, οι Γάλλοι, για να τιμήσουν την κατάληψη της Βαστίλλης από τους εξεγερμένους προγόνους τους το 1789, οργάνωσαν μια αναπαράσταση του ιστορικού συμβάντος (δεν ήταν ούτε δέκα οι φυλακισμένοι που είχαν απελευθερωθεί τότε, ανάμεσά τους και ο μαρκήσιος ντε Σαντ, δεν ήταν καν πολιτικοί κρατούμενοι, η αίγλη του συμβόλου, ωστόσο, δεν μειώθηκε ποτέ). Ρητός στόχος των τελετουργικών εορτασμών ήταν να αποδοθούν τιμές και να αφυπνιστεί η συλλογική μνήμη σε μια χώρα που τιμά κάθε αιώνα με μια επανάσταση. Για να υπηρετηθεί μάλιστα ακόμη πιο αποτελεσματικά ο σκηνοθετικός σχεδιασμός, ο λαός, ο σημερινός λαός, είχε κληθεί να παίξει, ανάλογα ντυμένος, τον προγονικό λαό, αλλά πια από τη θέση του κομπάρσου, σαν ένα φόντο στη δράση των πρωταγωνιστών, των «επωνύμων». H μετατόπιση αυτή δεν συνιστούσε μια απλή και αδιάφορη αλλαγή σκηνικού αλλά αποτύπωνε με σαφήνεια τη μεταβολή οπτικής: O «μετανεωτερικός» λαός δεν μπορεί παρά να είναι θεατής της μοίρας και της ιστορίας του, μάζα ανώνυμη και αδρανής στα χέρια σκηνοθετών, σκηνογράφων, χορογράφων. Να είναι δηλαδή κάτι σαν κι αυτό που λέει ο Κλέων στους Αθηναίους, όπως ιστορεί τα πράγματα ο Θουκυδίδης: «θεαταί των λόγων, ακροαταί δε των έργων».
Φέτος, με αφορμή τη συμπλήρωση δύο αιώνων από το θάνατο του Αγγλου ναυάρχου Νέλσον στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, η πατρίδα του αποφάσισε να οργανώσει μια θεαματική αναπαράσταση της ναυμαχίας του 1805, όταν ο αγγλικός στόλος κατενίκησε τις συνασπισμένες δυνάμεις της ναπολεόντειας Γαλλίας και της Ισπανίας. Στο πλαίσιο των εορτασμών η βασίλισσα Ελισάβετ επιθεώρησε τη «μεγαλύτερη συγκέντρωση πλοίων» κάπου στον Ατλαντικό (είναι βλέπετε κι αυτή η αγωνία για το βιβλίο Γκίνες, όπου η ταυτότητα της υπεροχής εκχωρείται μόνο σε ό,τι ογκώδες, μεγάλο, υπερβολικό), για να ικανοποιηθεί δε το αναπαραστατικό σενάριο ναυπηγήθηκαν καμιά δεκαπενταριά καράβια κατ’ απομίμηση των παλαιών σκαφών. H μοναδική παρέκκλιση από την «πιστή αναπαράσταση» αφορούσε τις σημαίες των αντίπαλων στόλων: Για να μην ενοχληθούν η Γαλλία και η Ισπανία, ηττώμενες αναδρομικά στο ριμέικ της ναυμαχίας, προτιμήθηκαν ουδέτερα χρώματα για τις σημαίες των αντιπάλων. H επιλογή αυτή πάντως στενοχώρησε τους απογόνους του ναυάρχου Νέλσον, οι οποίοι και κατέκριναν την τόση «πολιτική ορθότητα», διότι μείωσε λέει την αυθεντικότητα.
Ας θυμηθούμε και πάλι εδώ, ωστόσο, σε ποια πόζα, σε ποιο στήσιμο μπορεί να οδηγήσει η επιζήτηση της αυθεντικότητας, της γνησιότητας: O Αμερικανός στρατηγός Μακάρθουρ έπαιξε και ξανάπαιξε μπροστά στους κινηματογραφιστές τη στιγμή της αποβίβασής του στις Φιλιππίνες, ώσπου να πετύχει το πιο ηρωικό ύφος, αυτό που θα έπειθε την Ιστορία να τον απαθανατίσει. Με την έγνοια του ύφους επίσης παρά από αγωνία για το πώς θα φανεί στον «ετάζοντα καρδίας και νεφρούς», ο πάπας Ιωάννης-Παύλος ο B΄ είχε ξαναγυρίσει τη σκηνή μιας προσευχής του, ώστε οι κάμερες να καταγράψουν πειστική την ευλάβεια. Στις περιπτώσεις αυτές, και κατά παράδοξο τρόπο, η ιστορία εκτυλίσσεται ταυτόχρονα με την αναπαράστασή της, για να συμφυρθούν έτσι αχώριστα, αφού το ομοίωμα ενσωματώνεται στο πραγματικό.
Στην ακρότατη μορφή του ο συμφυρμός αυτός παρατηρήθηκε σε μια χώρα που οι κάτοικοί της εμφανίστηκαν ευθύς εξαρχής εξοικειωμένοι με το θέαμα, με το σόου, κι ίσως γι’ αυτό κρατούν σήμερα τα σκήπτρα της σχετικής βιομηχανίας. Στα χρόνια του 19ου αιώνα, λοιπόν, ο Μπούφαλο Μπιλ έγραψε την ιστορία του πολεμώντας και, συγχρόνως, παίζοντας τον εαυτό του σαν πολεμιστή. Από μάχη σε μάχη, κι από το ένα μακελειό Ινδιάνων στο επόμενο, έστηνε το τσίρκο του για να γνωρίσει στους αδαείς την «Αγρια Δύση», κι εκεί παρίστανε τον ιχνηλάτη, τον δεινό σκοπευτή και καβαλάρη, τον εξολοθρευτή Ινδιάνων. Ανάμεσα στους κομπάρσους του ήταν βέβαια και Ινδιάνοι, όχι λευκοί μπογιατισμένοι αλλά ηττημένοι και αναγκεμένοι Σιού ή Κομάντσι. Το τι ήταν αυθεντικό στην περίπτωση αυτή και τι προϊόν υποκρίσεως, τι μετρούσαν σαν ιστορία οι θεατές και τι σαν παιχνίδι, δεν είναι εύκολο να ειπωθεί, βέβαιο είναι όμως ότι το πρώτο γουέστερν, του 1894, είχε πρωταγωνιστή του τον Μπούφαλο Μπιλ. Από ατομική επιχείρηση που ήταν πάντως τω καιρώ εκείνω το ανακάτεμα της πραγματικότητας με το σόου που την αναπαρίστανε, έγινε μια τεράστια βιομηχανία, μια βιομηχανία που παράγοντας εικόνες, παράγει ιδέες και αξίες, αναγνώσεις της ιστορίας και ερμηνείες της. Ακόμα και για τους πλέον πρόσφατους πολέμους το Χόλιγουντ έχει προλάβει να κατασκευάσει την άποψή του και να την προωθήσει στην παγκόσμια αγορά. Πέντε, το πολύ, «ιστορικές» ταινίες κάθε δεκαετία έχουν χαρακτήρα κριτικό και δεν εξαντλούνται (όπως αναρίθμητες άλλες, μαζικότατης κατανάλωσης) στην εξύπνηση των ηρωικών Αμερικανών, είτε πιονιέροι του 19ου αιώνα είναι αυτοί είτε ράμπο. Εδώ η αναπαράσταση της ιστορίας καταλήγει στην ανασκευή της, στη διορθωτική αναδιευθέτησή της. Και, αργά ή γρήγορα, επιβάλλεται. Αν κάποτε «το Χόλιγουντ δίδαξε τους καουμπόηδες να γίνουν καουμπόηδες» (όπως γράφει ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμ Χιλ στον κατάλογο της έκθεσης «Αμερικανική Δύση» που παρουσιάζεται τώρα στη Βρετανία), σήμερα διδάσκει ιστορία το οικουμενικό κοινό· τη δική του ιστορία.
Η ανάκτηση του παρελθόντος ή τέλος πάντων η προσπάθεια να ανακτηθεί, μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη για κάθε λαό, κάθε τέχνη, κάθε πολιτισμό με τη μάλλον απαρέγκλιτη προϋπόθεση ότι θα υπηρετήσει την αυστηρή αυτογνωσία και δεν θα οδηγήσει στη στάση του αυτοθαυμασμού. Δεύτερη προϋπόθεση είναι να μην προκαλέσει το μούδιασμα των σημερινών, των επιγόνων, που ενδέχεται να οδηγηθούν στην αυτοϋποτίμηση αν, μένοντας στη φλούδα της ιστορίας, συγκριθούν με τους παλαιούς των ημερών και καταλήξουν στο (τόσο δημοφιλές) πόρισμα ότι «εκείνοι ήταν αυθεντικοί, παλικάρια, θεοί, ενώ εμείς…». H λογική της αναπαράστασης, πάντως, η λογική που εγκλωβίζει την ίδια την ιστορία στο σχήμα της αναπαράστασής της και βαλσαμώνει τον παρελθόντα χρόνο για να του κάνει τη λιτανεία και ουσιαστικά να του στερήσει την ικανότητά του να παραδειγματίζει, δεν είναι καινούργια ούτε γεωγραφικά εντοπισμένη.
Εχουμε λοιπόν κι εμείς εδώ το μερίδιό μας στο έθιμο αυτό. Το σκεπτικό είναι πάντοτε το ίδιο, έστω κι αν συνήθως ηττάται από τους νόμους του θεάματος: η απόδοση τιμής αφενός, η καλλιέργεια της μνήμης αφετέρου. Σχεδόν κάθε χρόνο πυρπολούνται τουρκικές ναυαρχίδες στο ένα ή το άλλο νησί ή πάλι στήνονται με κάμποση προχειρότητα αναπαραστάσεις μαχών και αλώσεων σε κάποιες από τις τοποθεσίες που δοξάστηκαν το Εικοσιένα. Ολα αυτά τελούνται με παρόντες ποικίλους άρχοντες εξ Αθηνών που καμιά δυσκολία δεν έχουν να εκφωνήσουν έναν κούφιο πανηγυρικό μπροστά στο μνημείο των ηρώων κι άλλον έναν αμέσως έπειτα μπροστά στις κάμερες. Στις απομιμήσεις επεισοδίων της ιστορίας ας προστεθούν οι επίσης μιμητικές «αναβιώσεις εθίμων» τα οποία μπορεί και να έχουν σωπάσει γενιές και γενιές πριν και πια μόνο στις σελίδες εγχειριδίων λαογραφίας ενδέχεται να τα συναντήσει κανείς. Τα τελευταία χρόνια, ας πούμε, έχουν γίνει του συρμού οι ιπποδρομίες, στη μνήμη του ενός ή του άλλου καβαλάρη αγίου· μόνο που, επειδή πια είμαστε εξοικειωμένοι με τα τετράτροχα κι όχι με τα τετράποδα, πληθαίνουν τα ατυχήματα. Ακόμα και οι απομιμήσεις το ‘χουν το κόστος τους.