Το δύσκολο προξενιό τέχνης και χορηγίας

Το δύσκολο προξενιό τέχνης και χορηγίας

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μία από τις κύριες προτεραιότητες του υφυπουργού Πέτρου Τατούλη ήταν να συνδυάσει τη θητεία του στο υπουργείο Πολιτισμού με το τέλος του κρατικοδίαιτου πολιτισμού. Ομως η άγρα χορηγικού χρήματος στη χώρα μας μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι. Η «Κ» διερευνά το θέμα και μιλάει με ειδικούς και διευθυντές μουσείων, για την ανάγκη θέσπισης νέων κινήτρων. Την ίδια στιγμή το υπουργείο Πολιτισμού -έστω και αργά- συστήνει επιτροπή για την κατάρτιση ειδικού νομοσχεδίου. H πολιτεία θέλει να απεμπλακεί από την αποκλειστική οικονομική στήριξη των τεχνών. Εν τούτοις, οι συνθήκες στην χώρα μας δεν είναι ώριμες έτσι ώστε να μοιραστεί το βάρος της χρηματοδότησης με τους χορηγούς: Το κράτος παρακρατούσε μέχρι πρόσφατα το 20% του ποσού των χορηγιών. Τα μουσεία και οι υπόλοιποι φορείς δεν έχουν εξειδικευμένο προσωπικό για να πείσει τις επιχειρήσεις να δώσουν χρήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και οι διευθυντές των μουσείων και των πολιτιστικών ιδρυμάτων δεν γνωρίζουν με ακρίβεια τι πρέπει να κάνουν. O Ομιλος για την Επικοινωνία Πολιτιστικών και Οικονομίας (ΟΜΕΠΟ) -ένας ιδιωτικός οργανισμός που είχε κάνει πολύ σοβαρή δουλειά για την ενίσχυση των δεσμών ανάμεσα σε επιχειρηματίες και ανθρώπους του πολιτισμού- έχει διακόψει τη λειτουργία του από το 1998. Τέλος, οι δημοσιογράφοι σπάνια αναφέρουν το όνομα του χορηγού, θεωρώντας το «γκρίζα διαφήμιση».

Η φορολογία και ο ΟΜΕΠΟ

Τα πρώτα βήματα της χορηγίας στην Ελλάδα έγιναν σε ένα πλαίσιο αισιοδοξίας. Μια ομάδα από εκπροσώπους του πνευματικού και επιχειρηματικού κόσμου, ιδρυσαν τον ΟΜΕΠΟ το 1986. Κατά τα 12 χρόνια της λειτουργίας του είχε εξαιρετικά παραγωγικό ρόλο, όπως μαρτυρούν και οι αριθμοί. Από τα λίγα εκατομμύρια δραχμών που δίδονταν για τον πολιτισμό τη δεκαετία του ’80, φτάσαμε στα 2 δισ. δρχ. το 1991 και στα 7 δισ. το 1997, χάρη στο καλό κλίμα που είχε διαμορφωθεί και με τη δική του συμβολή.

Η Μαρλένα Γεωργιάδη, από τα ιδρυτικά μέλη, η οποία είχε χρηματίσει γενική γραμματέας και πρόεδρος του σωματείου υπογραμμίζει: «Ο ΟΜΕΠΟ θέσπισε τον θεσμό των χορηγικών βραβείων και διοργάνωνε τακτικά ειδικά σεμινάρια σε ολόκληρη την Ελλάδα για την ευαισθητοποίηση τόσο των τοπικών πολιτιστικών φορέων σχετικά με την προσέλκυση χορηγιών όσο και των εκπροσώπων του τοπικού επιχειρηματικού κόσμου. Πήγαμε σε ολόκληρη τη χώρα και δώσαμε μάχες για να περάσουμε την άποψη ότι η χορηγία είναι μια αξιόπιστη αμφίδρομη συναλλαγή για το καλό όλων».

Σύμφωνα με την κ. Γεωργιάδου, η αύξηση του ποσού των χορηγιών που είχε φθάσει κάποια δισεκατομμύρια, άνοιξε την όρεξη του υπουργείου Πολιτισμού. Το 1997 ο τότε υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος αλλάζει το νομοθετικό πλαίσιο, περνώντας κάποιες ειδικές διατάξεις μέσα σε ένα φορολογικό νομοσχέδιο. Επέβαλε «παρακράτηση», της τάξης του 20%, σε χορηγίες ή δωρεές από ιδιώτες και εταιρείες, για ποσά που ξεπερνούσαν τις 100.000 δρχ. Η διάταξη αυτή ίσχυε τόσο στην περίπτωση που οι παραλήπτες της χορηγίας ήταν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού όσο και δημοσίου δικαίου. Το ΥΠΠΟ με την κίνησή του αυτή επιδίωκε ένα μέρος των χρημάτων που έδιδαν οι εταιρείες προς τον πολιτισμό να καταλήγει στο υπουργείο, σε ειδικό ταμείο, με τη λογική τα χρήματα αυτά να διατίθενται αργότερα σε φορείς της επιλογής του υπουργού. Ομως, αυτή η παρέμβαση αποδείχθηκε άκρως αποτυχημένη.

«Η αλλαγή του νόμου πάγωσε εντελώς το καλό κλίμα που είχε οικοδομηθεί με κόπο και έκανε τους επιχειρηματίες να νιώσουν ότι η πολιτεία είχε εχθρική στάση. Από κάθε χορηγία χανόταν ουσιαστικά 20%, κάτι που βάρυνε στην ουσία τον αποδέκτη της», εξηγεί ο σύμβουλος επικοινωνίας Θαλής Κουτούπης. «Ο νόμος Βενιζέλου δημιούργησε τεράστια αντικίνητρα. Είναι άραγε τυχαίο ότι από τα 7 δισ. των χορηγιών του 1997 ξαναγυρίσαμε σε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια το 1998; Εκείνη τη χρονιά μάλιστα ο ΟΜΕΠΟ ανέστειλε τη λειτουργία και το 2000 έγινε και η οριστική διάλυση του σωματείου».

Στο τέλος του 2000, ο νόμος άλλαξε εκ νέου. O φόρος μειώθηκε σε 10% μόνο για τις χορηγίες ή δωρεές πάνω από 1.000.000 δρχ., ενώ δεν υπήρχε πια «παρακράτηση» σε χορηγίες προς το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Το 2004, η φορολογία καταργήθηκε εντελώς, με εξαίρεση κάποια ποσά που πηγαίνουν σε αθλητικά σωματεία.

Ο Θαλής Κουτούπης εντοπίζει διάφορα στοιχεία στην ισχύουσα νομοθεσία που δημιουργούν ακόμα προβλήματα. «Σε περιπτώσεις που η χορηγία δεν έχει παραλήπτη το Δημόσιο, ο χορηγός είναι υποχρεωμένος, με βάση τον Ν. 1884/90, να επιλέξει αποδέκτη της χορηγίας του μόνο μεταξύ των ελαχίστων Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, που έχουν κρίνει -σχεδόν αυθαιρέτως- άξια χορηγιών οι εκάστοτε υπουργοί Πολιτισμού και Οικονομικών, γιατί τότε μόνον εκπίπτει η χορηγική δαπάνη του από το φορολογητέο εισόδημά του. Ο αποδέκτης της χορηγίας, με τη σειρά του, θα εισπράξει το αντίτιμο της χορηγίας του μετά 2 – 3 μήνες, διάστημα συχνά καταλυτικό για την έγκαιρη πραγμάτωση του πολιτισμικού έργου. Τέλος, ο χορηγός δεν έχει δικαίωμα να εκπέσει από το φορολογητέο εισόδημά του ποσόν μεγαλύτερο του 15% των κερδών του».

Τι είναι η χορηγία

«Στην Ελλάδα είναι πολλοί εκείνοι που δεν γνωρίζουν τι είναι η χορηγία», υποστηρίζει ο δρ Πέτρος Ζούνης, ο οποίος εκπόνησε διδακτορική διατριβή για το θέμα των χορηγιών. «Δεν είναι δωρεά ούτε φιλανθρωπία, αλλά υπάρχει το στοιχείο της αμοιβαίας ανταποδοτικότητας ανάμεσα σε πολιτιστικούς φορείς και επιχειρήσεις. Δεν είναι διαφήμιση καθώς δεν επιδιώκει την πώληση προϊόντων ή υπηρεσιών προβάλλοντας τα χαρακτηριστικά τους. Η πολιτιστική χορηγία είναι η καταβολή χρημάτων, παροχή προϊόντων ή υπηρεσιών από μια επιχείρηση προς έναν πολιτιστικό οργανισμό με σκοπό την έμμεση προβολή της επιχείρησης και της ανάδειξης του κοινωνικού της προσώπου παράλληλα με την επαγγελματική της εικόνα».

«Κάποτε ένιωθα επαίτης…»

Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα δίνει έμφαση στην έλλειψη χορηγικής κουλτούρας στον τόπο μας: «Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει μια κακή ψυχολογία που παίζει ανασχετικό ρόλο. Από τη μία, η πολιτεία μόλις τώρα κατήργησε τη φορολογία. Από την άλλη, οι επιχειρηματίες ενδεχομένως να αντιμετωπίζονταν με καχυποψία όταν έδιναν λεφτά στα μουσεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι δημοσιογράφοι δεν αναφέρουν πάντα το όνομα του χορηγού, λες και είναι ντροπή. Πάντως, το ΥΠΠΟ πρέπει να καταλάβει ότι δεν γίνεται ένας χορηγός να καλύπτει το 100% μιας έκθεσης και ότι για να γίνει σωστός προγραμματισμός πρέπει να υπάρχει μια βάση. Μια έκθεση θέλει τρία χρόνια προετοιμασία και η χορηγία μπορεί να έρθει το τελευταίο εξάμηνο…».

Ο Αγγελος Δεληβορριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, τονίζει επί του θέματος: «Κάποτε, όταν ζητούσα χρήματα για το μουσείο ένιωθα επαίτης. Αργότερα το ξεπέρασα, με τη σκέψη ότι δεν τα ζητούσα για τον εαυτό μου. Το να εξασφαλίζει κανείς χορηγίες είναι τρομερά κουραστικό διότι δεν γίνεται όπως στο εξωτερικό όπου τα μουσεία διαθέτουν ειδικά τμήματα με αυτήν την αποστολή. Εδώ, πρέπει ένας διευθυντής να συναντιέται ο ίδιος με κάποιους ανθρώπους, να εμφανίζεται σε κοσμικές στήλες, να χαλάει εργατοώρες σε επαφές. Το νέο χρήμα τα θέλει αυτά… Νομίζω ότι η πολιτεία έχει καταλάβει πόσο σημαντικές είναι οι χορηγίες και θα κινηθεί έτσι ώστε να διευκολύνει την κατάσταση».

Οι λύσεις

Το πρόβλημα των χορηγιών είναι ιδιαίτερα σύνθετο και οι ευθύνες βαρύνουν όλες τις μεριές. Το κράτος οφείλει να οριοθετήσει την έννοια της χορηγίας και να τη διαφοροποιήσει από τη δωρεά. Να συγκεντρώσει όλες τις ισχύουσες διατάξεις σε ένα νέο πλαίσιο νόμου ειδικά για τη χορηγία. Να άρει τα προαναφερθέντα αντικίνητρα και τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. Να δημιουργήσει ένα λειτουργικό μηχανισμό που να μην αποτρέπει όσους θέλουν να δώσουν χρήματα στον πολιτισμό.

Τα μουσεία από την πλευρά τους θα πρέπει να προσλάβουν ανθρώπους που να έχουν σχετική πείρα στην προσέλκυση χορηγιών και να ειδικεύονται σε αυτόν τον τομέα. Χωρίς αυτούς, τα πάντα παραμένουν σε ένα ερασιτεχνικό επίπεδο όπου η εξεύρεση του χορηγικού χρήματος στηρίζεται σε κοινωνικές γνωριμίες και όχι σε ένα επαγγελματικό πλαίσιο που κάνει σαφή τα οφέλη και για τις δύο πλευρές.

Ακόμα και οι επιχειρηματίες αποτελούν ενίοτε μέρος του προβλήματος. Οπως σημειώνει ο Πέτρος Ζούνης στο βιβλίο του «H πολιτιστική χορηγία ως μέσον επικοινωνίας»: «Είτε οι ίδιοι οι Ελληνες επιχειρηματίες είτε τα ανώτατα στελέχη τους θέλουν συχνά να χειρίζονται τις εταιρικές χορηγίες με βάση καθαρά προσωπικά κριτήρια (ικανοποίηση προσωπικών επιδιώξεων, προσωπικών αισθητικών και καλλιτεχνικών γούστων, ανταπόδοση εξυπηρετήσεων, εξυπηρέτηση φίλων και συγγενών)».

Οσο λοιπόν το θέμα της προσέλκυσης και διάθεσης χορηγιών αντιμετωπίζεται ερασιτεχνικά, η Ελλάδα δεν πρόκειται να αφήσει πίσω της το «κρατικοδίαιτο μοντέλο». Χρειάζεται αναδιάρθρωση σε όλους τους τομείς και γενναία νέα κίνητρα. Αλλιώς, τα σχέδια του υπουργείου Πολιτισμού θα παραμείνουν απλώς ευσεβείς πόθοι…

Η άποψη ενός ξένου ειδικού

Ο Κόλιν Τουίντι ηγείται της Βρετανικής Επιτροπής Χορηγιών. Τον Μάρτιο είχε έρθει στην Ελλάδα για να συμμετάσχει στο φόρουμ «Τέχνη & Επιχειρήσεις. O πολιτισμός μετράει», που διοργανώθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο και το περιοδικό Highlights, στο Μουσείο Μπενάκη. Είχε δηλώσει τότε στην «K» ότι η Ελλάδα είναι το πιο εχθρικό περιβάλλον για την προσέλκυση χορηγιών: «Λέγεται ότι αυτό οφείλεται στην κακή οικονομική διαχείριση στον τομέα του πολιτισμού από την προηγούμενη κυβέρνηση. Πολλά χρήματα δόθηκαν εκεί όπου δεν έπιασαν τόπο. H νέα κυβέρνηση έχει καταλάβει ότι υπάρχει μια αντιπαραγωγική νοοτροπία και προσπαθεί να την αλλάξει». Σύμφωνα με τον K. Τουίντι, το μόνο πράγμα που πείθει τους επιχειρηματίες να βάλουν το χέρι στην τσέπη είναι οι φοροαπαλλαγές: «Δεν τους μιλάμε ούτε για ηθική ούτε για κοινωνικό χρέος αλλά για τις ωφέλειες στον τραπεζικό τους λογαριασμό».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή