Υποθεσεις

5' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για την «ανυπέρβλητη γοητεία της εφημερίδας» έγραφε προ ημερών ο Θανάσης Νιάρχος στα «Νέα» και για την ικανότητα του τυπωμένου εφήμερου προϊόντος να «ανακεφαλαιώνει τη «στιγμή» που μεταβάλλεται σε αιωνιότητα». Τον χειμώνα, όσοι είμαστε ταμένοι στην εφήμερη γραφή, στο μεροδούλι-μερογράφι, πιθανόν και να μην βρίσκουμε χρόνο (χρόνο ψυχής εννοείται, που πάντοτε είναι πολύ πιο στενάχωρος από εκείνον που μετρούν αδιάφορα τα ρολόγια και τα ημερολόγια) για να αναρωτηθούμε καν για τη δουλειά μας, για το τι και το προς τι. Με τον καιρό μαθαίνει κανείς, εξοικειώνεται με τον θνησιγενή χαρακτήρα του εφημεριδογραφήματος και καταλήγει κάποια στιγμή να μην τον ενοχλούν ούτε καν τα πιο πικρά καλαμπούρια και πειράγματα των φίλων και γνωστών, ας πούμε ότι ο σπουδαιότερος λόγος που εκδίδονται οι εφημερίδες, στην εποχή μάλιστα της Αυτοκρατορίας της Εικόνας που φαίνεται ότι θα είναι η μακροβιότερη όλων των αυτοκρατοριών, είναι για να τυλίγονται τα προσφερόμενα CD και DVD ή τα ψάρια στην αγορά.

Τις μέρες πάντως του καλοκαιριού, όταν έχεις αφήσει πίσω σου το «κουτί» (αν και όλο και περισσότεροι το κουβαλάνε πια και στο κάμπινγκ, για να ζήσουν τη «φυσική ζωή» χωρίς να χάσουν τις απαραίτητες δόσεις εικονικότητας, στη μορφή κυρίως των χιλιοεπαναλαμβανόμενων σίριαλ), φτάνεις πολλές φορές να συμφωνήσεις ότι η γοητεία της εφημερίδας είναι όντως ανυπέρβλητη. Την περίοδο αυτή σπάνε τα γυάλινα δεσμά, τα δεσμά μιας τηλεόρασης που μηρυκάζει τον χειμωνιάτικο εαυτό της. Αν δείχνει βέβαια κάνα φιλικό, οι φανατικότεροι πιστοί της στρογγυλής θεάς αναζητούν παραθαλάσσιο μπαρ όχι πια με «free pool» (άλλη μόδα και αυτή, μια απέραντη πισίνα όλη η Ελλάδα, πιθανόν για να ξεχάσουμε ότι οι θάλασσές μας χαλάνε όλο και περισσότερο) αλλά με δέκτη συντονισμένο με το γήπεδο όπου θα προβάρει τα καινούργια της η ομάδα τους. Ετσι, όσοι ενδιαφέρονται για τη στοιχειώδη ενημέρωσή τους (είναι βλέπετε και η εποχή που καταφτάνουν στην Ελλάδα όλοι οι πρωτοκλασάτοι ποδοσφαιριστές, τι Ζιντάν, τι Φίγκο, τι ο τρίτος ξάδερφος του Ρομπίνιο) δεν έχουν παρά να προσφύγουν στην εφημερίδα. Και να την ξεκοκαλίσουν σαν να ήταν το νοστιμότερο ψάρι στο πιάτο τους.

Βεβαίως, οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να ρωτήσουν δέκα και είκοσι φορές, όποιους περάσουν για ντόπιους, για να πληροφορηθούν πού πωλούνται οι εφημερίδες. Το πρόβλημα επιδεινώνεται σε όσα θέρετρά μας υπάρχουν σαν πόλεις φαντάσματα που ο βίος τους λήγει με τον Σεπτέμβριο, οπότε δεν υπάρχουν σταθερά σημεία πώλησης, ένα περίπτερο ή κάποιο άλλο στέκι. Συνήθως πάντως, ώσπου να πετύχουν το σωστό σημείο, εισπράττουν μπόλικες διαψεύσεις που τους κάνουν να νιώθουν προς στιγμήν πως η χώρα τους είναι κάπως περισσότερο Ευρώπη και κάπως λιγότερο Ελλάδα: Βρίσκουν δηλαδή το περιστασιακό εφημεριδοπωλείο, μόνο που τα πωλούμενα έντυπα είναι αποκλειστικώς ξενόγλωσσα, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ανάλογα με το ποιας καταγωγής τουρίστες συχνάζουν στο ένα ή το άλλο νησί (πρωτάκουσα αυτό το ελαφρώς ειρωνικό «δεν έχουμε ελληνικές» στα Σφακιά, μια εικοσαετία πριν, κι είχα νιώσει όπως θα ένιωθα αν μου έλεγαν στη Μυτιλήνη ότι δεν σερβίρουν ούζο ή στο Μεσολόγγι χέλια). Πας λοιπόν να ψελλίσεις κάτι, να ρωτήσεις πώς και δεν υπάρχει ενδιαφέρον να ικανοποιηθεί η έκδηλη ζήτηση, αλλά μένεις με την απορία σου άλυτη. Αλλωστε τα σχετικά ερωτήματα θα έπρεπε να έχουν αποδέκτες τους εκδότες και τα πρακτορεία Τύπου, όχι τους περιστασιακούς εφημεριδοπώλες.

Οταν η περιπέτεια της αναζήτησης ευοδωθεί και πετύχεις επιτέλους το πωλητήριο, βλέπεις ανθρώπους στημένους στην ουρά (περίπου όπως Σάββατο βράδυ στην Ομόνοια ή στο Σύνταγμα, όταν βγαίνουν τα διογκωμένα κυριακάτικα). Περιμένουν σαν σε συσσίτιο, φορώντας το σορτσάκι τους ή το μαγιό τους, αυτή τη «χαλαρωτική» θερινή περιβολή που συν τοις άλλοις αποκαλύπτει ότι το μοναδικό ζωικό είδος που το σχήμα του παραμορφώνεται όσο μεγαλώνει είναι το ανθρώπινο, πιθανότατα επειδή ο παραγωγός του πολιτισμού δεν μπορεί παρά να γίνει και στρεβλωμένο παράγωγό του. Την ίδια δίψα διαπιστώνεις στο βλέμμα των συνυποψήφιων αγοραστών. Την ίδια αγωνία οσμίζεσαι, τον φόβο δηλαδή μήπως τελειώσουν τα φύλλα της αρεσκείας τους και βρεθούν στην ανάγκη, για να αντιμετωπίσουν το σύνδρομο της στέρησης, να αγοράσουν με βαριά καρδιά ό,τι περίσσεψε.

Και δεν είναι λίγοι όσοι, με τον πόθο της εφημερίδας για την εφημερίδα, παίρνουν τελικά οτιδήποτε, ακόμα κι αν πρόκειται για φύλλο που δεν το έχουν ανοίξει ποτέ μέχρι τώρα (για λόγους πολιτικούς, αισθητικούς ή άλλους) ή και για κουτσομπολίστικη φυλλάδα που τους ενοχλεί και με το κίτρινο στυλ της και με το ροζ περιεχόμενό της. Δεν είναι λίγοι επίσης όσοι (ιδίως στα νησιά μιας άγονης γραμμής η οποία υποτίθεται ότι έπαψε να υπάρχει χάρη στις «Ροδάνθες», τις «Δημητρούλες» και τα λοιπά ταχύπλοα) δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα να αγοράσουν εφημερίδα της προηγουμένης, να αγοράσουν δηλαδή ένα προϊόν που τυπικά (και ενίοτε και ουσιαστικά) είναι ήδη άκυρο και ξεπερασμένο, ήδη νεκρό. Κρίνοντας από τα βλέμματα ζηλοφθονίας που ρίχνουν στους τυχερούς «εφημεριδοκράτες» των παραλιών πολλοί από τους υπόλοιπους λουόμενους, σκέφτεσαι ότι θα έκανε χρυσές δουλειές όποιος σκεφτόταν να πουλάει εφημερίδες, ιδίως στις απομακρυσμένες αμμουδιές, κι όχι τους συνήθεις λουκουμάδες ή τα ψημένα καλαμπόκια.

Η δεύτερη σκέψη είναι πιο στενάχωρη: Γιατί αυτό το επίμονο καλοκαιριάτικο φλερτ δεν ωριμάζει σε χειμωνιάτικο έρωτα και τελικά σε γάμο του αναγνώστη με το έντυπο της προτιμήσεώς του; Γιατί οι θερινοί αναγνώστες δεν γίνονται και χειμερινοί, μήπως και αντιστραφεί επιτέλους η αποκαρδιωτικά πτωτική πορεία των πωλήσεων; Το πιο εύκολο και το πιο άγονο είναι να θεωρηθεί ότι ο μοναδικός υπονομευτής αυτής της σχέσης είναι η αρκετά υψηλή τιμή του προϊόντος. Συντρέχουν κι άλλοι λόγοι, εξίσου σοβαροί. Διαφέρει καταρχάς η συνθήκη βίου, τουλάχιστον για όσους έχουν τη δυνατότητα των διακοπών. H καλοκαιρινή χαλαρότητα δεν αφορά μόνο την περιβολή, αλλά και τη σχέση μας με τον χρόνο και τα όρια της ανοχής μας απέναντι σε ό,τι καταναλώνουμε, υλικό ή πνευματικό. Αίφνης, τη «χωριάτικη» που μας σερβίρουν δίπλα στη θάλασσα δεν θα τη δεχόμασταν ποτέ σε ταβέρνα ή σε εστιατόριο της χειμερινής πόλης· θα γκρινιάζαμε και με το δίκιο μας, έστω κι αν δεν θα το βρίσκαμε ποτέ. Κάτι τέτοιο είναι πιθανό να ισχύει και για τις εφημερίδες, να αφήνουμε δηλαδή στην άκρη, προσωρινά, την αυστηρότητα και να τις αποδεχόμαστε ως έχουν, σαν δροσερό δώρο, ακόμα κι αν είναι μπαγιάτικες, δύο ή και τριών ημερών.

Πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε ότι η εφημερίδα -η οποία βεβαίως δεν μας προκαλεί το άγχος που προκαλούν τα τηλεοπτικά πανικοποιητικά δελτία ειδήσεων- θέλει τον χρόνο της, τον αποκλειστικό της χρόνο. Αντίθετα, η τηλεόραση, για να σε αιχμαλωτίσει, επιχειρεί να σε πείσει ότι σου χαρίζει την πλήρη ελευθερία σου, ότι δηλαδή μπορείς να την παρακολουθείς κάνοντας ταυτόχρονα διάφορα άλλα πράγματα, να τρως, να πίνεις, να κουβεντιάζεις, να ράβεις κ.τ.λ. Τον χειμώνα ο χρόνος είναι πάντοτε λίγος, πάντοτε πίσω μας, ξοδεμένος. Το καλοκαίρι, και γι΄ αυτό ακριβώς το τιμάμε, μας επιστρέφει έστω ένα τμήμα από το δικαίωμά μας στην αργοπορία. Πρόκειται βέβαια γα μια κατάσταση παροδική, με εξαρχής ορατό το τέλος της, καταδικασμένη να είναι εφήμερη. Ποιος ξέρει. Ισως γι΄ αυτό ακριβώς να της ταιριάζει η εφημερίδα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή