Αθησαύριστα κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη

Αθησαύριστα κείμενα του Εμμανουήλ Ροΐδη

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εμμανουήλ Ροΐδης: «Αθησαύριστα κείμενα (1882-1885)». Φιλολογική επιμέλεια: Παν. Μουλλάς. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2005, σελ. 375.

Εμμανουήλ Ροΐδης: «Αθησαύριστα κείμενα (1882-1885)». Φιλολογική επιμέλεια: Παν. Μουλλάς. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2005, σελ. 375.

«O μακαρίτης Μωϋσής βεβαιοί ημάς μονονούν διά του λόγου της τιμής του, ότι ο Ιεχωβά εξ όλας εργασθείς ημέρας, την εβδόμην μόνον ανεπαύθη, μετά την εγχείρησιν τουτέστιν εις ην υπέβαλεν τον βλάκα ημών προπάτορα και εξ ης ως εκλεκτόν εξήλθεν φ ι λ έ τ ο ν προς μεγάλην τού διαβόλου χαράν η δεσποινίς βεβαίως τότε Εύα. Τι εποίει την νύκτα ο Δημιουργός δεν σαφηνίζει δυστυχώς ο πονηρός ιστορικός, αλλ’ ότι δεν ήτο δυνατόν να εργασθή άνευ τεχνικού φωτός, είναι σχεδόν βέβαιον. Οπωσδήποτε, εάν μόνος ων και μη δυνάμενος επομένως ν’ ασχοληθή ως ο αοίδιμος Ζευς, εχόρευε, βαλς, πόλκαν ή μαζούρκαν, αδιάφορον, επί τη επιτυχία της δημιουργίας των σκορόδων, των φθειρών, των μυιών, μυών ή ημιόνων, βεβαίως θα είχεν χρείαν αναπαύσεως την δευτέραν ημέραν… Λοιπόν;».

Λοιπόν, πρόκειται για διαυγή, διαυγέστατο Ροΐδη, σκωπτικό και φιλοπαίγμονα, ελευθερόστομο και ελευθερόφρονα, λογοπαίκτη και εμπαίκτη. Αν όντως ισχύει αυτό που λέγεται από παλιά, «εξ όνυχος τον λέοντα», τότε δικαιούμαστε να πούμε κι ένα παραπλήσιο, μένοντας πάντοτε εντός του ζωικού βασιλείου: «εξ όνυχος τον λύγκα». Και ακριβώς με το ψευδώνυμο «Λυγξ», οξυδερκής δηλαδή (το «δέρκομαι» μια φορά κι έναν καιρό σήμαινε ότι βλέπω πολύ καλά), υπογράφει ο Εμμανουήλ Ροΐδης το κείμενό του «O «Χορός των Ανακτόρων [III]», απ’ όπου αποσπάστηκε η εισαγωγική παράγραφος που παρατέθηκε λίγο παραπάνω, μια παράγραφος στην οποία συμπυκνώνονται τα γνωρίσματα της γραφής ενός σπουδαίου τεχνίτη και «αιρετικού» αμφισβητία. Αιλουροειδές είναι ο λύγκας, «διακρινόμενος διά την οξυδέρκειάν του» όπως γράφουν τα παλιά λεξικά (ενώ ένα από τα καινούργια καταγράφει περιέργως ως κύριο γνώρισμά του την «οξεία ακοή»). «Φορέας» τού λαμπρού ονόματος και των ιδιοτήτων του υπήρξε, πριν από τον ψευδωνυμογράφο Ροΐδη, ο ήρωας Λυγκέας, που τον κάλεσαν στην Αργοναυτική εκστρατεία ακριβώς λόγω του χαρίσματός του, της ικανότητάς του δηλαδή να βλέπει ακόμα και μέσα από μια σανίδα βελανιδιάς.

Το πώς και το γιατί ένας λογοτέχνης ή γενικότερα ένας καλλιτέχνης διαλέγει το ή τα ψευδώνυμά του, το πώς και το γιατί κερματίζει (ή μάλλον πολλαπλασιάζει) τον εαυτό του σε «ετερώνυμα», όπως έπραξε ο Πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσόα, είναι ολόκληρη ιστορία, καθόλου αδιάφορη, όποια «σχολή» προσέγγισης και ερμηνείας των καλλιτεχνικών έργων κι αν ακολουθήσουμε. O δημιουργός, αυτοονομαζόμενος (πότε με μετριοφροσύνη και πότε με οίηση), αυτοσκηνοθετείται ταυτόχρονα πάνω σε μια σκηνή που την ορίζει ο ίδιος και μόνο· κρύπτεται για να φανερώσει οξύτερες τις λέξεις του ή απλώς για να διασκεδάσει. Και μέσα από το «ψευδο-» της ψευδωνυμίας είναι πιθανό να οδηγηθεί ακόμα πιο κοντά στην αυθεντικότητά του, στην κυριολεξία.

Η ανωνυμία και η ψευδωνυμία είναι γερή έδρα της ελευθερίας, και ο Ροΐδης, συστηματικός σχολιαστής της επικαιρότητας και των κοινωνικών ή πολιτικών δρωμένων και αμείλικτος χλευαστής προσώπων, συρμών και συμπεριφορών, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτη αυτή τη δυνατότητα. Κι όχι από φόβο βέβαια, γιατί ουδέποτε δίστασε να πει τη γνώμη του, όσο οχληρή κι αν ήταν, αλλά για την απόλαυση που θα μπορούσε να του προσφέρει η πολυφωνική διατύπωση των απόψεών του, η ανάπτυξη του λόγου του από μια φασματική ομάδα ομοϊδεατών του. Ενας «οχληρός» ήθελε να είναι ο διαφωτιστικής καταγωγής Ροΐδης, ένα τσιμπούρι ή ένα δαιμόνιο σαν το σωκρατικό εκείνο. Για τούτο και ανάμεσα στα τόσα ψευδώνυμά του (τριάντα τρία τού αποδίδει ο Κυριάκος Ντελόπουλος στο σπουδαίο έργο του «Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα») υπάρχουν κάμποσα που συναρτούν το εσώτερο νόημά τους με το όνομα είτε κάποιου δαίμονα είτε κάποιου μέλους του ζωικού βασιλείου. Εκτός από «Λύγξ», λοιπόν, ο Ροΐδης, ο σεσημασμένος «Θεοτούμπης», υπήρξε και «Σφήκα» και «Κουνούπης», αλλά και «Κεντρής» (για να μην ξεχάσουμε φυσικά και τις ερεθιστικές «Σκνίπες» του). Και βεβαίως υπήρξε «Ασμοδαίος», δαιμόνιο πονηρόν της Παλαιάς Διαθήκης («πρώτη και διαρκέστερη μετενσάρκωση του Ροΐδη», όπως σημειώνει ο Παν. Μουλλάς), αλλά και «Λούσιφερ», Εωσφόρος δηλαδή.

Εκτιμώντας τον «εωσφορικόν κάλαμον του φίλου Lucifer», ο Κλεάνθης -Τριαντάφυλλος-Ραμπαγάς ζήτησε από τον πεζογράφο να συνεργαστεί με τη φημισμένη πλέον πολιτικοσατιρική εφημερίδα «Ραμπαγάς», μολονότι οι πολιτικές τους απόψεις δεν συνέπιπταν πάντοτε. «Ριζοσπαστικό στο σύνολό του, το ιδεολογικοπολιτικό φάσμα του «Ραμπαγά» είναι ευρύ», υπογραμμίζει ο Παν. Μουλλάς, καθηγητής του Αριστοτελείου Θεσσαλονίκης, στα Προλεγόμενα του τόμου, στις σελίδες του οποίου φιλοξενούνται αθησαύριστα κείμενα του Ροΐδη, δημοσιευμένα στην εν λόγω εφημερίδα στα χρόνια 1882-1885: φάσμα «αντιμοναρχικό κατά κύριο λόγο, αλλά και πατριωτικό-αλυτρωτικό και αντικληρικό και λαϊκιστικό με αναρχίζουσες και σοσιαλίζουσες στάσεις».

Με τα ενδελεχώς φροντισμένα κείμενα του τόμου αυτού, μοιρασμένα σε δύο μέρη, συμπληρώνονται με τον γευστικότερο θα έλεγα τρόπο τα «Απαντα» του Ροΐδη, όπως τα συνέταξε και μας τα προσέφερε χρόνια πριν ο Αλκης Αγγέλου (στις εκδόσεις Ερμής), ο οποίος βέβαια επέμενε πάντοτε ο χαρακτηρισμός «Απαντα» είναι μάλλον υπερβολικός όσον αφορά το διάσπαρτο, πολυώνυμο δημοσιευμένο έργο του Συριανού λογοτέχνη. Και με κείμενα αυτά (το πρώτο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνεται από μια εκτενέστατη χαριτωμένη «κοινωνική μελέτη»-νουβέλα, υπό τον τίτλο «O σύζυγος το μανθάνει τελευταίος», και ακολουθούν 23 «ρεπορτάζ» τυπικά του ροϊδικού ύφους), αποδεικνύεται πόσο έξω είχαν πέσει όσοι χαρακτήριζαν ολιγογράφο και «δύστοκο» τον συγγραφέα, από τον Κωστή Παλαμά και τον Γεώργιο Σουρή («Και ο Ροΐδης, Φασουλή, προ αμετρήτων χρόνων, / την Πάπισσαν την ύποπτον συνέγραψε και μόνον») έως τον I. M. Παναγιωτόπουλο.

«Καρτ ποστάλ» από την πολιτική και κοσμική ζωή των Αθηνών στα τέλη του 19ου αιώνα είναι τα εφημεριδογραφήματα του τόμου (αίφνης εδώ ο συγγραφέας εκδηλώνεται αντιτρικουπικός παρά τις αγαθές σχέσεις του με τον Χαρίλαο Τρικούπη). Τα περισσότερα γράφτηκαν «εν θερμώ» για τις ανάγκες της εφημερίδας που τα φιλοξενούσε, και θα πρέπει οπωσδήποτε να εκτιμήσουμε πόσο τα επηρέασε, πολιτικά ή λογοτεχνικά, ο υποχρεωτικός τους χαρακτήρας. Εχουν το βάθος του όμως οι καρτ ποστάλ αυτές, δεν εξαντλούνται στην επιφάνειά τους, χάρη στην παρατηρητικότητα του «Λυγκός», στο αντισυμβατικό χιούμορ του, στο τεράστιο γλωσσικό άνυσμά του, στην κριτική του επιμονή, στο αφηγηματικό του ύφος. O Ροΐδης, το ξέρουμε, είναι έξοχος στυλίστας. Αλλά ποτέ του δεν υιοθέτησε κάποιο δόγμα του είδους «η λέξη για τη λέξη, η αφήγηση για την αφήγηση».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή