O Τζόσουα Ρέινολντς δεν ήθελε μόνο να γίνει ζωγράφος, αλλά διάσημος ζωγράφος. Ενας τρόπος γι’ αυτό ήταν να ζωγραφίζει διάσημους. Γιος δασκάλου, από την αγγλική επαρχία, το 1753, έστησε το εργαστήρι του στο Λονδίνο και πριν περάσουν δέκα χρόνια, είχε γίνει ο περιζήτητος προσωπογράφος της αγγλικής αριστοκρατίας. Από το στούντιό του πέρασαν ευγενείς γαιοκτήμονες, πλούσιοι έμποροι, στρατιωτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, ηθοποιοί του θεάτρου και περιώνυμες καλλονές.
Ταξίδι στην Ιταλία
Εργατικός και παραγωγικός, ζωγράφισε ώς το τέλος της δημιουργικής του ζωής 2 χιλιάδες πορτρέτα. Είχε όμως και έντονη κοινωνική ζωή συχνάζοντας σε δεξιώσεις, σε κλαμπ ή διοργανώνοντας πάρτι στο εργαστήρι του, που ήταν και η κατοικία του. Και ακόμη ήταν ο κινητήριος νους πίσω από την ίδρυση της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών, στο Λονδίνο, της οποίας υπήρξε και ο πρώτος πρόεδρος εξασφαλίζοντας έτσι την υστεροφημία του, ακόμη και αν ξεχνιόταν η τέχνη του. Στην Ιταλία, από όπου ξεκίνησε η έκθεση «O Τζόσουα Ρέινολντς και η εφεύρεση της διασημότητας» (Φεράρα), που τώρα φιλοξενείται στην Τέιτ Μπρίτεν του Λονδίνου, είχαν περάσει 20 χρόνια μετά την τελευταία, εκεί, μεγάλη έκθεση του Ρέινολντς. Κάθε άλλο όμως, παρά άγνωστη ήταν η Ιταλία στον ζωγράφο, που γνώριζε πριν την επισκεφθεί ότι η μαθητεία του στην τέχνη της, ήταν ουσιαστική για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Εζησε δύο χρόνια στη Ρώμη και μετά στη Νάπολη, τη Φλωρεντία, την Μπολόνια, την Πάρμα, τη Μάντουα, τη Φεράρα, την Πάδουα και τη Βενετία. Γύρισε στην Αγγλία, μέσω Παρισιού, συνοδευόμενος από τον νεαρό Τζουζέπε Μάρτσι ο οποίος έγινε και ο κύριος βοηθός του για το υπόλοιπο της ζωής του. Το πορτρέτο του Αύγουστου Κέπελ που ζωγράφισε μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, δείχνει πόσο είχε μελετήσει κατά την παραμονή του στην Ιταλία τα αρχαία αγάλματα στα μουσεία, αλλά και την τέχνη του Τιτσιάνο και του Τιντορέτο.
Αργότερα εγκωμίαζε το «υψηλό στυλ», όπως το αποκαλούσε, του Μιχαήλ Αγγελου, της Ρώμης και της Φλωρεντίας αλλά στη δική του ζωγραφική περισσότερο είναι αφομοιωμένο το βενετσιάνικο στυλ, λίγα δηλ. προσχέδια και δημιουργία απευθείας στον μουσαμά με την προσθήκη χρωμάτων. Είχε ανοιχτό μυαλό και συχνά τα γούστα του ήταν πιο προχωρημένα από των συγχρόνων του. Εκτιμούσε τους ζωγράφους της πρώιμης Αναγέννησης, τον Μαζάτσιο και τον Μαντένια πριν τους ανακαλύψουν οι τουριστικοί οδηγοί. Και, καθώς γράφει ο Ρόντερικ Κονγουέι Μόρις στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν» η εμπειρία του της Ιταλίας τον βοήθησε να γίνει ο πιο μεγάλος και ο πιο οξύνους Αγγλος συλλέκτης του αιώνα του. Εχτισε αίθουσες ειδικές για να παρουσιάζει τη συλλογή του, πλάι στο εργαστήρι του· κι όταν την πρόσφερε, αντί ενός μικρού ποσού, στη Βασιλική Ακαδημία με μόνο όρο να βρει χώρο να τη στεγάσει, εκείνη αρνήθηκε με όλο που η συλλογή συμπεριελάμβανε 8 έργα του Ρέμπραντ.
Η τριβή με τους διάσημους που ήθελαν προσωπογραφίες μεγάλου μεγέθους δεν τον εμπόδισε να διακρίνει την απήχηση που είχαν ταπεινότερα έργα, μικρότερων διαστάσεων, όπως τα χαρακτικά. Τετρακόσια περίπου από τα μεγάλα έργα του, τα μετέφερε σε χαρακτικά, προσεγγίζοντας έτσι ένα πλατύ κοινό που διψούσε να δει τις εικόνες των επωνύμων.
Προτιμώντας τη συντροφιά συγγραφέων, στοχαστών και ηθοποιών, σχετίστηκε με τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας του και της εποχής και ίδρυσε τη Λογοτεχνική Λέσχη που μέλη της ήταν ο Σάμιουελ Τζόνσον, ο Ολιβερ Γκόλντισμιθ, ο Εντμουντ Μπερκ και ο ηθοποιός Ντέιβιντ Γκάρικ.
Στον Αγιο Παύλο
Οταν πέθανε το 1792, η σορός του εξετέθη στη Βασιλική Ακαδημία πριν οδηγηθεί για τη νεκρώσιμη ακολουθία στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου, όπου την ακολούθησαν 90 άμαξες. Ανάμεσα στους συνοδούς της σορού του, ήταν πολλοί από τους πιο διάσημους ανθρώπους της χώρας του.