Αντηχησεις

2' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο χαρτοπωλείο της γειτονιάς. Στέκομαι μπροστά στο φωτοτυπικό μηχάνημα, με μια στοίβα χαρτιά που πρέπει να πάνε σε εκδότες του εξωτερικού για να αποδείξουν ή να εξηγήσουν κάτι. Ορθοστασία, ανάμνηση των σχολικών ελέγχων, των πτυχίων, των χαρτιών που αποδεικνύουν ποιος είσαι, τι ξέρεις να κάνεις σχετικά καλά. Και το τέλος του μετεφηβικού ονείρου ότι οι σαραντάρηδες τα καταφέρνουν καλά, έχουν γραμματείς, συνεχείς επιτυχίες κ.λπ. κ.λπ. Δίπλα μου τα πράγματα πάνε ακόμη χειρότερα: ένας άντρας σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του και κρατάει σφιχτά τα τρία αντίτυπα της εκτύπωσης του βιβλίου του. Μυθιστόρημα; αναρωτιέμαι. H αυτοβιογραφία του; Είναι πάντως προσωπικό και πολύτιμο, φαίνεται από τον τρόπο που κρατάει τις σελίδες στην αγκαλιά του.

«Τι είναι το καλύτερο; Θερμοκόλληση ή σπιράλ;», ρωτάει τον χαρτοπώλη, αλλά εκείνος δεν παίρνει την ευθύνη. «Ο,τι νομίζετε», λέει ο χαρτοπώλης. «Εγώ θέλω ό,τι είναι καλύτερο. Εννοώ, στην ανάγνωση». Και σφίγγει πάλι το εκτυπωμένο του βιβλίο και εγώ καταλαβαίνω πώς νιώθει, πόσο φοβάται για όλα, ακόμη και για τον τρόπο σύρραψης των χαρτιών. «Σπιράλ», του λέω. «Διαβάζεται και στο κρεβάτι». Δεν με ξέρει, αλλά με εμπιστεύεται επειδή χρειάζεται μια γνώμη, μια οποιαδήποτε γνώμη. Νιώθει συγγραφέας, αλλά δεν ξέρει αν είναι, ούτε αν θα γίνει ποτέ.

Από τη μεριά μου, εντελώς αποκομμένη από το γράψιμο, ακόμη κι από τις επιφυλλίδες της εφημερίδας, λόγω διακοπών, νιώθω άγραφη σελίδα, ακόμη πιο άγραφη κι από τη σελίδα τίτλου του άγνωστου άντρα στο φωτοτυπείο. Λένε πως η απόσταση είναι καλό πράγμα, αφήνει κάπως πιο ελεύθερο το υποσυνείδητο να αποφασίσει. Ωστόσο, η απόσταση θολώνει το κριτήριο, επειδή η γραφή είναι και λίγο γυμναστική όπως πιστεύει ο Φίλιπ Ροθ. Μα είναι τόσο υπέροχο να σε τρώει το χέρι σου! Να νοσταλγείς τη στιγμή που θα αρχίσεις τις λίστες. Ιδέες για διηγήματα. Ιδέες για άρθρα. Ιδέες.

Σας γράφω από τα βάθη αυτής της νοσταλγίας που σ’ ένα βαθμό μας συνεπαίρνει όλους. H πρώτη έκθεση της χρονιάς: η στιγμή που το μολύβι γρατζουνάει το χαρτί μέχρι να ξεχάσουμε ότι γράφουμε (δηλαδή να αρχίσουμε πραγματικά να γράφουμε). O συγγραφέας, ο δημοσιογράφος, ακόμη κι ο μαθητής: άνθρωποι μπροστά στο χαρτί ή μπροστά στο κομπιούτερ, μπροστά σ’ ένα τοπίο που συντίθεται αργά. H συγγραφική κατάσταση: η αδιατάρακτη ροή σκέψεων και συναισθημάτων, οι κόμποι, το λύσιμο των κόμπων, η σιωπή. Τέλος ο συγγραφέας: αυτό το ρομαντικό κατάλοιπο άλλων εποχών.

Στο εξαιρετικό «Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Αϊλαντ» (Μόντοκ επί το αγγλικότερον), ο Μαξ Φρις διηγείται πως εκείνος και η Ινγκεμπορ Μπάχμαν κατάφεραν να νοικιάσουν το σπίτι μιας βαρόνης στη Ρώμη που θα ήθελε για ενοικιαστή κάποιον Αμερικανό διπλωμάτη. H ποιήτρια «αναστατωμένη σαν να ‘ταν βασιλοπούλα που δεν την αναγνώρισαν διστάζει senta, ακούστε, λέει, siamo scrittori, είμαστε συγγραφείς». Και πήραν το διαμέρισμα. Μερικές δεκαετίες πριν οι συγγραφείς ήταν εξίσου σημαντικοί με Αμερικανούς διπλωμάτες.

Αν θέλετε να αρχίσετε καλά τη νέα «σχολική» χρονιά διαβάστε τη συγκαλυμμένη αυτοβιογραφία του Μαξ Φρις, στην εξαιρετική μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου, από τις εκδόσεις Μελάνι. Θα βρείτε εκεί μερικές εξηγήσεις για το πώς νιώθει ο συγγραφέας όταν γράφει, αλλά κυρίως όταν δεν γράφει, όταν σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Θέλω να ξέρω τι αισθάνομαι και τι σκέφτομαι όταν δεν έχω στο μυαλό μου τους πιθανούς αναγνώστες». Καλό φθινόπωρο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή