«H διάρκεια των λέξεων» του Γιάννη Ρίτσου

«H διάρκεια των λέξεων» του Γιάννη Ρίτσου

7' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αλλος Ρίτσος ακουγόταν όσο άκμαζε και ζούσε ο ποιητής κι άλλος ακούγεται και θ΄ ακούγεται μετά την τελευτή του. Το «άλλος» αυτό έχει να κάνει τόσο με το είδος των στίχων του που αποσπούσαν ή αποσπούν το δημόσιο ενδιαφέρον όσο και με τον αριθμό τους· τώρα η προσοχή έχει στραφεί στον χαμηλόφωνο ποιητή, καθώς και στα αρχαιόθεμα έργα του, ενώ επίσης χαμηλότονες, φιλολογικότερες δηλαδή, αλλά και αραιότερες είναι οι αναφορές στα ποιήματά του. H «διάρκεια των λέξεων», για την οποία ο ίδιος εμφανιζόταν στην ποίησή του πότε απολύτως βέβαιος και πότε ιδιαίτερα επιφυλακτικός, δεν εξασφαλίζεται οπωσδήποτε από τη φήμη. Σίγουρα, θα ήταν κατάφωρα άδικη υπερβολή αν λέγαμε ότι κατά κάποιον τρόπο επαληθεύονται οι στίχοι των «Χειρονομιών» του 1972, «κανείς δεν ήταν ν΄ ακούσει· / κανείς δεν ήθελε ν΄ ακούσει», πάντως δεν είναι πια στραμμένοι πάνω του αμέτρητοι οι προβολείς. H ησυχία ωστόσο είναι ανέκαθεν γονιμότερη συνθήκη από το θόρυβο.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, την προσέγγιση και την πρόσληψη του ποιητικού έργου του Γιάννη Ρίτσου την οργάνωνε πρωτευόντως η πολιτική, με τη φιλολογία και την κριτική σε δεύτερο, άχαρο ρόλο, να μην ακούγεται ούτε στις ενστάσεις της αλλά ούτε και στην ουσία του επαίνου που συνέθετε για το ένα ή το άλλο έργο του. Το αποτέλεσμα ήταν η ιδεολογική χρήση (ή και κατάχρηση) των υψηλότονων ποιημάτων του «ηρωικού» ή «μαρτυρικού» περιεχομένου και η παραγνώριση του χαμηλόφωνα πλούσιου λυρισμού του, της ποίησής του όταν σκέπει τον σπαραγμένο άνθρωπο.

Ο στόχος μιας σημερινής ανάγνωσης του Γιάννη Ρίτσου δεν μπορεί να είναι άλλος από το να ελέγξει αν είναι πιθανό να αληθεύουν και πόσο δύο στίχοι του ίδιου του ποιητή, που γράφτηκαν, με άλλα βέβαια κατά νουν, το 1982: «να θυμόμαστε πάλι / πόσο οι νεκροί είναι ξεχασμένοι» – άσχετα αν η ρητορική μας δεν παύει ποτέ να επικαλείται τους μεγάλους τεθνεώτες Και η ανάγνωση αυτή οφείλει να γίνει πια με τα κριτήρια της λογοτεχνίας, όχι της ιδεολογίας. Ετσι είναι πολύ πιθανότερο να εξαχθεί το πόρισμα όχι σαν παρεπόμενο της αρνητικής ή θετικής προκατάληψης, όχι με την εφαρμογή του γνωστού τεχνάσματος που κυκλοφορεί με το όνομα «λήψις του ζητουμένου», αλλά απολύτως συναρτημένο με τα πράγματα και τα ποιήματα, δίχως καν να προ-ορίζει το συμπέρασμα ο «όγκος του βίου» του ποιητή, κατά το χαρακτηρισμό του Δ.Ν. Μαρωνίτη, ούτε βέβαια ο όγκος του συναφούς μύθου.

Δεν λέω καινούργια πράγματα και παράδοξα. Πολλοί τα έχουν ήδη πει, με τον τρόπο τους. Πολλοί δηλαδή έχουν μιλήσει για τη «μονομερή κυριαρχία» μιας υψηλής φωνής «ποιητικά συρρικνωμένης και αλλοιωμένης από τη συνθηματολογική της χρήση», και για τη «μονοδιάστατη πρόσληψη του έργου του», όπως τη χαρακτηρίζει η στην Εισαγωγή της «Ανθολογίας Γιάννη Ρίτσου» η Χρύσα Προκοπάκη, η οποία συσχετίζει την πρόσληψη αυτή και με τις «συγκυριακές επιλογές» του ίδιου του ποιητή. O Γιώργης Γιατρομανωλάκης, λόγου χάρη, σημείωνε στον πολυσέλιδο τόμο «Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο» των εκδόσεων «Κέδρος», που είχε συνταχθεί το 1980, για να τιμηθούν τα εβδομηντάχρονα του ποιητή: «Είναι αλήθεια ότι η ποίηση του Ρίτσου “προσφέρεται”, σε μια πρώτη ανάγνωση, σε κρίσεις οι οποίες ή εξαντλούνται σε καλοπροαίρετους πανηγυρικούς αφορισμούς ή αποτελούν, τις περισσότερες φορές, “ακάλυπτες” φιλολογικές αποφάνσεις. Ωστόσο η αβασάνιστη κρίση και η ατεκμηρίωτη άποψη σπάνια εξυπηρετούν το έργο και μάλιστα αποβαίνουν κάποτε αρνητικά στοιχεία επειδή οδηγούν σε παρεξηγήσεις και παραπλανήσεις. […] H συναισθηματική και κάποτε “συντροφική” προσέγγιση της ποίησης του Ρίτσου υπεραπλουστεύει το έργο σε ένα πρώτο στάδιο και μας στερεί στη συνέχεια τις απαραίτητες εκείνες προϋποθέσεις που θα μας επέτρεπαν να δούμε τον ποιητή και τη δουλειά του συνθετικότερα».

Αντλώ από τον ίδιο τόμο παρατηρήσεις του Παντελή Πρεβελάκη: «H συνολική εικόνα που διαμόρφωσα με τον καιρό με έκαμε πάντα να ξαφνιάζομαι από την ιδέα που κάνουν τόσο η αριστερή όσο και η δεξιά παράταξη για το πρόσωπο και το έργο του Ρίτσου. Οσοι τον βλέπουν μονάχα ως ποιητή της πολιτικής επικαιρότητας ακρωτηριάζουν έναν τραγικό άνθρωπο που συναισθάνεται τη ζωή και που αγωνιά μπροστά στα έσχατα ερωτήματα. Τους διαφεύγει συνάμα μια άλλη όψη του έργου του». Για άλλου είδους ακρωτηριασμό, αυτοακρωτηριασμό αυτή τη φορά του ποιητή, μιλάει η Ελλη Παππά σε υπό έκδοση δοκίμιό της: «Το μέγα αδίκημα του Ρίτσου είναι ότι άργησε πολύ να εισαγάγει στο έργο του το σώμα, το ανθρώπινο γενικά και το δικό του ειδικότερα. Το δεύτερο, και όχι μικρότερο, αδίκημά του είναι ότι την επανένωση πάει να την επιτύχει παραμένοντας διχασμένος: αποδεχόμενος τις τιμές, ανταποκρινόμενος σ΄ αυτές, λέγοντας και πράττοντας όσα οι απονείμαντες τας τιμάς περίμεναν να πει και να πράξει, και, ταυτόχρονα, με βαθύτατη περιφρόνηση γι΄ αυτούς. […] Γιατί ο Γιάννης Ρίτσος, ένας ποιητής που πίστευε βαθύτατα στο ταλέντο του, σμίλεψε τη φήμη του πάνω στην ακρωτηριασμένη εικόνα του;»

Επανέρχομαι ωστόσο στον Πρεβελάκη που, αφού σημειώσει πως «ο Ρίτσος γνωρίζει πολύ καλά την πολλαπλότητά του και την έχει διακηρύξει επανειλημμένως», παραθέτει τους εξής «αποδεικτικούς» στίχους από τον «Τειρεσία»: «Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, – όχι προσωπεία. Πίσω από χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε. Μπλεχτήκαμε / με θεούς και μύθους, μ΄ άλλους φωτισμούς, μ΄ άλλους χρόνους, / για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας το βαθύ, το πικρό, / το αμετάβλητο, / το άφταιγο, το τιμωρημένο, το μόνο δικό μας».

Το πώς και το γιατί αυτής της εσκεμμένης και συστηματικής αυτοαπόκρυψης, για την οποία βρίσκουμε πολλούς υπαινιγμούς στην ευρύτατη ποίηση του Ρίτσου, είναι ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα. Προς το παρόν, και με αφορμή την αναφορά παραπάνω στον αφιερωματικό τόμο του «Κέδρου», ας σημειωθεί μια ενδιαφέρουσα μετατόπιση: Στον τόμο εκείνον, ηλικίας εικοσιπέντε ετών, από τις 72 συμβολές οι 14 προέρχονταν από χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», σύμφωνα με την επιφυλακτική και μεσοβέζικη ορολογία της εποχής, ή του καθαρού και γνήσιου σοσιαλισμού σύμφωνα με την επικρατούσα στην πλειονότητα της τότε Αριστεράς αντίληψη. Προέρχονταν δηλαδή από την άθραυστη ακόμα ΕΣΣΔ αλλά και από δορυφόρους της, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία. Ετσι όριζαν τα αυτονόητα των ετών εκείνων. H ανθρωπογεωγραφία του τωρινού συνεδρίου έχει άλλα να πει, αφού τα αυτονόητα μετακινήθηκαν, μιας και ποτέ τα αυτονόητα δεν είναι τόσο ακλόνητα όσο φαίνονται, δεν είναι τόσο αυτονόητα εντέλει. Υπάρχουν φυσικά συμβολές από τη χώρα που ηγεμόνευε κάποτε στο ανατολικό μπλοκ, αλλά δεν είναι απλώς σημαντικά λιγότερες, είναι, κυρίως αυτό, φιλολογικά προσανατολισμένες.

Πιθανότατα αυτή η μετατόπιση αυτονοήτων ταυτίζεται ή προικονομεί και μια μετατόπιση κριτηρίων. Το βέβαιο είναι ότι έχει συντελεστεί ήδη μια μετατόπιση στην αίσθηση που δεσπόζει στη δεξίωση και την πρόσληψη του έργου του Ρίτσου: από την ακοή στην όραση, από τη συγκινημένη ακρόαση στην αυστηρότερων προδιαγραφών και ουσιωδέστερου οφέλους ανάγνωση. Για πολλούς, πάρα πολλούς των νεότερων γενιών που πολιτικοποιήθηκαν ταχύρρυθμα και σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό γοητεύτηκαν από την άρνηση του πολιτικού, η πύλη ή το πορτάκι εισόδου στην ποίηση του Ρίτσου στάθηκε η μουσική της αξιοποίηση, υπαγορευμένη τις περισσότερες φορές από εύλογες πολιτικές και συναισθηματικές ανάγκες. Ακούγαμε και τραγουδούσαμε, εντασσόμενοι σε ένα αυθεντικό ή πλασματικό εμείς. Λίγες φορές όμως προχωρούσαμε και στην ανάγνωση της ποίησής του, την κατά μόνας ανάγνωση, ασκεπείς από την αιγίδα της μελωδίας· τα άσματα έμοιαζε να νομιμοποιούν ή και να διευρύνουν τα χάσματα που μας χώριζαν από το τυπωμένο χαρτί. Δεν προχωρούσαμε καν από τα τραγουδισμένα αποσπάσματα κάποιου έργου στη μελέτη ολόκληρου του έργου. Ετσι, η «Ρωμιοσύνη», λ.χ., έμενε περιοριστικά εξισωμένη με τα μελοποιημένα κομμάτια της, όπως ο ποιητής Ρίτσος έμενε περιοριστικά εξισωμένος με την υψηλόφωνη αγωνιστική εκδοχή του.

Συνέβη και με άλλους ποιητές κάτι ανάλογο, με τη μελοποίηση στίχων τους να λειτουργεί σαν συστατική επιστολή που μένει η μισή αδιάβαστη. Υποθέτω όμως ότι ο Ρίτσος είναι ο ποιητής που, ενώ ωφελήθηκε το περισσότερο από τη μουσική του «μεταγλώττιση», είναι κι εκείνος που, ερήμην βεβαίως των προθέσεων των μουσικών, ζημιώθηκε το περισσότερο από αυτήν. «H μουσική είναι επικίνδυνη για την ερμηνεία του Ρίτσου» υπογράμμιζε ένα τέταρτο του αιώνα πριν ο Πήτερ Λήβι. «H ποίησή του είναι πιο κοφτερή και βαριά, πιο έντονη και δραματική απ΄ ό,τι αφήνουν να εννοηθεί οι μουσικές φράσεις».

Αν ο Ρίτσος ακούγεται και διαβάζεται σήμερα λιγότερο, τις αιτίες και τις ερμηνείες δεν θα τις αναζητήσουμε μόνο στον αμέθοδο και μάλλον επιφανειακό τρόπο με τον οποίο προσεγγίσαμε και καταναλώσαμε τις πιο ηχηρές -και πιο κολακευτικές για τις τοτινές ιδεολογικές παραδοχές μας- παραγράφους του έργου του. Εν τω μεταξύ άλλαξαν τόσο η κοινωνική δομή όσο και οι κοινωνικές αντιλήψεις· το «εμείς» που υπηρέτησε ο Ρίτσος, κι άλλοι δίπλα του, δεν μοιάζει απλώς άστεγο πια αλλά, για ορισμένους τουλάχιστον, απαράδεκτο, ένα ισχνό απομεινάρι ανώριμων υποτίθεται περιόδων.

Αλλαξε επίσης ο ορίζοντας των προσδοκιών μας από την ποίηση, και βέβαια άλλαξε η αντίληψή μας για την πολιτική ποίηση, που πλέον κρίνεται ανυπόληπτη, συλλήβδην και ερήμην της, αδιάβαστη δηλαδή. Και φτάνουμε μερικές φορές να χρησιμοποιούμε την έκταση της ποίησής του σαν άλλοθι της απροθυμίας μας να μετρηθούμε μαζί της, οπότε και θα ανακαλύπταμε ότι ούτε μονοφωνικά επικός υπήρξε ούτε αράγιστος. Θα ανακαλύπταμε ότι, για να το πω σχηματικά, η σφριγηλοφανής ρητορική τής αισιοδοξίας δεν αναίρεσε ποτέ τον ενδιάθετο καρυωτακισμό, ο οποίος όμως έπρεπε να επικαλυφθεί ή και να φιμωθεί, γιατί η εκδήλωσή του θα ξένιζε, θα προκαλούσε τον οικείο του πολιτικό χώρο, θα κρινόταν εντέλει απαράδεκτη· για τον επίσημο Ρίτσο, ο Καρυωτάκης δεν έπρεπε να πάει ποτέ στην Πρέβεζα. H συνέχεια την επόμενη Τρίτη.

* Ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο «O ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος» (Μουσείο Μπενάκη, 28.9-1.10.2005).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή