«Κρυμμένα λόγια» στην εξομολογητική ποίηση

«Κρυμμένα λόγια» στην εξομολογητική ποίηση

7' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν όντως ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, πραγματώνοντας κατά κάποιον τρόπο το στίχο των «Παρενθέσεων» που γράφτηκαν το 1946-47, «Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε», μεθόδευσε την αυτοαπόκρυψή του παραμερίζοντας μπροστά στον πολίτη Γιάννη Ρίτσο, τον ιδεολογικά στρατευμένο· αν, για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του κοινού του, αφέθηκε και ενέδωσε σε ποιητικόμορφα επικαιρογραφήματα που η συμβατική ρητορία τους δεν προσεπικυρώνει την επαναστατική πρόθεση, μένει να σκεφτούμε πόσο μπόρεσε να τρέψει τον ετεροκαθορισμό του σε αυτοπροσδιορισμό, πόσο συνειδητή ήταν η πειθάρχησή του σε εξωλογοτεχνικούς όρους και όρια.

Βέβαιο φαίνεται ότι ο Ρίτσος είχε γνώση του προβλήματος. Το μαρτυρούν οι επιστολές του, αλλά κυρίως οι ίδιοι οι στίχοι του. Αποσπάσματα από δύο επιστολές του πρώτα. H μία, του 1972 προς τη Χρύσα Προκοπάκη, ήδη γνωστή και σχολιασμένη αλλά πάντοτε αξιοπρόσεκτη για την αυτογνωστική ευθύτητά της, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «O Πολίτης» τον Νοέμβριο του 1990: «Αρχίζω να υποψιάζομαι αυτή την “αγνότητα” σαν σύμβαση, σαν υποχρέωση σε μια αξίωση τρίτων (ας συναντάται και με δική μου ανάγκη), σαν μια κολακεία προς την αναμονή των άλλων, αν μια επιδίωξη αναγνώρισης και χειροκροτημάτων, σαν μια “αναισθητική” ιδιοτέλεια. Από δω και πέρα αρχίζουν οι κίνδυνοι των παρανοήσεων, των πρόχειρων εκτιμήσεων, των αφελειών, των συγχύσεων. Πού τελειώνει το χρέος και πού αρχίζει η ποίηση; […] H μεγάλη ιδέα που μπορεί να σχηματίσει ο ποιητής για τον εαυτό του απ΄ την αγάπη και το θαυμασμό του πλήθους καθώς και η διάθεσή του να διατηρήσει και να επαυξήσει αυτό το θαυμασμό, μπορεί να τον κάνει κάποτε να “φουσκώσει” ώς τη γελοιότητα, να στρεβλώσει το χαρακτήρα του, να πιστέψει πως είναι ο “εκπρόσωπος του λαού ή της χώρας του ή του κόσμου”. […] Μα τώρα έχω φτάσει να πιστεύω πως η αληθινή ποίηση αποκλείει τα δάκρυα και τα χειροκροτήματα. Ομως τα δάκρυα και τα χειροκροτήματα είναι αυτά που εξασφαλίζουν τη δόξα στους ποιητές». Κι ωστόσο, όπως γράφει αλλού ο Ρίτσος, «το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ώς το τέλος είναι η δόξα».

Η άλλη επιστολή, υπό έκδοση, που είχε σταλεί στον Αρη Αλεξάνδρου στις 25 Ιουνίου 1971, εξετάζει κάπως θεωρητικότερα τη σχέση της λογοτεχνίας με το ψεύδος και την ειλικρίνεια: «Κι η τέχνη -όσο κι αν είναι συχνά “παραπλανητικά” εξομολογητική- μένει πάντα κατ΄ ουσίαν εξομολογητική. Κι εξομολόγηση σημαίνει ομολογία αντινομιών, ανακολουθίας, αβεβαιότητας (και ταυτόχρονα έρευνας, ανακάλυψης, επανόρθωσης και ειλικρίνειας) και όχι τυφλό σύστημα προαποφασισμένων αρχών, κοινωνικών, φιλοσοφικών ή και αισθητικών, και οι “στανικές” επαληθεύσεις τους στο λόγο ή οι “συναισθηματικές” προβολές τους. Βέβαια υπάρχουν πολλά στάδια και βαθμίδες ειλικρίνειας – και μπορεί να υπάρχει το “ειλικρινώς ψευδές” ή το “ψευδώς ειλικρινές” με αξιόλογη κάποτε παραστατική αξιοπιστία».

Πόσο εξομολογητικός υπήρξε ο Ρίτσος ως προς τις αντινομίες, τις ανακολουθίες ή την αβεβαιότητά του; Την τέχνη των υπαινιγμών πάντως τη γνώριζε καλά, βλέπουμε αποτυπωμένα τα αποτελέσματά της. Μια «εφαρμογή» της (που δεν της λείπει και ο αυτοκριτικός χαρακτήρας) αποτελεί οπωσδήποτε η επωδός «A, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη» του βιβλίου του «Πέτρινος χρόνος», που γράφτηκε στη Μακρόνησο το 1949 και μοιάζει να ανταποκρίνεται στο «Καινούργιο τραγούδι» του Μανόλη Αναγνωστάκη, της συλλογής του «Εποχές», τυπωμένης το 1945: «Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου για τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ΄ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας». Ως άλλης τάξεως υπαινιγμούς, βαθύτερα αφομοιωμένους από το κειμενικό σώμα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, όχι αυθαίρετα, στίχους και ποιήματα που, με την επίμονη επαναφορά τους, δείχνουν να συνιστούν τις αλλεπάλληλες αναδιαπραγματεύσεις του ίδιου αισθήματος, της ίδιας μελαγχολίας.

Διαβάζουμε στον «Ορέστη» του 1966: «ολότελα ξένος / μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται / οι άλλοι να ορίζουν λίγο λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν / κι εμείς να το δεχόμαστε;» Στον «Αγαμέμνονα», τυπωμένο το 1982: «Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα / να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων». Στο ποίημα «Μετά την ήττα» των «Επαναλήψεων», γραμμένο στη Λέρο το 1968: «Τα πάντα (και τα πιο δικά μας) γίνονται ερήμην μας, χωρίς καθόλου / τη δυνατότητα μιας κάποιας προσφυγής, μιας υπεράσπισης ή απολογίας, μιας έστω τυπικής διαμαρτυρίας».

Κι αν τα στιχουργικά αυτά θραύσματα, βίαια αποσπασμένα από το κειμενικό τους περιβάλλον, ίσως αλλοιώνονται νοηματικά από την παρανάγνωση, ένα ποίημα από τα «Επινίκια», που εκδόθηκαν το 1984, εικονογραφεί με πιστότητα τον βαθύ διχασμό, την ξενότητα μέσα στο θεωρητικώς και φαινομενικώς οικείο και συντροφικό, βεβαιώνοντας ότι η γνώση του προβλήματος υπήρχε, άσχετα αν δεν οδήγησε στη δημόσια λύση του. Εκεί, λοιπόν, ο «περίβλεπτος» ποιητής εξομολογείται, στον εαυτό του πρώτα κι ύστερα στους άλλους, και με τρόπο συνηθισμένο στον Ρίτσο, σαν να μιλάει κάποιος τρίτος:

«Το χειροκρότημα ούτε ανταμοιβή ούτε καταφύγιο. Ποιος είναι / αυτός που τον χειροκροτούν; Κι οι ξένοι ετούτοι ποιοι είναι; / Μήπως ο ξένος είμαι εγώ; Μεγάλη προσοχή τού δώσαν, / μεγάλη σημασία, χωρίς να ξέρουνε τη γλώσσα του. Και τον χρεώσανε. / Για να χρωστάει πάντα. / Για να χρωστάει και να μην έχει τίποτα δικό του, να μην έχει / δικιά του κλίνη, σώμα, εσώρουχα, νερό, τσατσάρα – / έτσι ψηλός, στημένος όρθιος πάνω στη δική τους περηφάνια, / στη δική τους ανάγκη. Κι εκείνος, στον αέρα, / να μη μπορεί να σκύψει μέσα του για λίγο, να χαμογελάσει – / βραδάκι, με βρεγμένα τζάμια, μ΄ ένα θαμπό φανοστάτη, / με βρεγμένα μαλλιά. Αφήστε μου, λέει, / μια σιωπηλή γωνιά να φάω κι εγώ το ψωμί μου, να ξύσω / μ΄ ένα σπιρτόξυλο το σβέρκο μου, χωρίς να με κοιτάει κανένας.»

Σαφέστατα ηχούν επίσης δύο ποιήματα της συλλογής «Διάδρομος και σκάλα», που γράφτηκε το 1970. Το πρώτο έχει τον τίτλο «Ως το τέλος»:

«Αυτά τα λόγια μην τα πεις στους άλλους, – κρύφ΄ τα· / θα ξεκρεμάσουν τη εικόνα σου / απ΄ τον ασβεστωμένο τοίχο του κρυφού σκολειού / (αυτήν, τουλάχιστον, κάποια πρωινά της άνοιξης / τη φώτιζε για λίγο ο ήλιος· έλαμπε το τζάμι· / την είδες κάποτε – δε σού ΄μοιαζε πολύ – σ΄ άρεσε-) / κρύφ΄ τα, λοιπόν, σου λέω· – θα την ξεκρεμάσουν / και μήτε τ΄ άδειο καρφί δε θα μείνει στον τοίχο / ελευθερώνοντας τη θέση τού άδειου· – / μιαν άλλη εικόνα θα κρεμάσουν, ενός άλλου, / πιο ενδοτικού, πιο αθώου, πιο υποκριτικού, / ίσως πιο ανθρώπινου δηλαδή – / στα σίγουρα, πολύ πιο ανθρώπινου.»

Το δεύτερο ποίημα έχει τον τίτλο «Προφυλάξεις»:

«Ισως να κυβερνάς ακόμα τη φωνή σου· – / αύριο, μεθαύριο, κάποτε, / την ώρα που οι άλλοι θα φωνάζουν κάτω απ΄ τις σημαίες, / φώναξε κι εσύ, / μονάχα πρόσεξε να κατεβάσεις το κασκέτο σου / χαμηλά, πολύ χαμηλά, / μη δουν πού κοιτάζουν τα μάτια σου, / όσο κι αν ξέρεις πως αυτοί που φωνάζουν / δεν βλέπουν πουθενά.»

Και τα δύο ποιήματα μιλούν για τη φωνή και το λόγο, για την υπόταξή τους σε κάποιο εξωλογοτεχνικό χρέος ή για την υποκριτική εκφορά τους. Μιλούν για το «εγώ» μέσα στο «εμείς» ή μάλλον υ π ό το «εμείς», αφού μειώνεται και σκιάζεται αντί να πληθύνει και να εξυψωθεί, για την ταλάντευση, το μέσα-έξω, το μαζί και χώρια, για την πίστη και τις ραγισματιές της. O Ρίτσος κατασκεύασε τις βεβαιότητές του με πρώτη ύλη τις επιφυλάξεις του και τις συνειδητές ψευδαισθήσεις του, κι έφτασε ώς τη δοξολογία του φωτός μέσα από το πολύ μαύρο. H φωνή του έχει πολλή και πολύσημη σιωπή μέσα της, ακόμα κι όταν κορυφώνεται και κηρύσσει. «Ολη του τη σιωπή την είπε η ποίηση» διαβάζουμε στο πικρά γνωστικό βιβλίο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», που τυπώθηκε το 1991, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, ένα βιβλίο όπου οι λέξεις «σβήνουν» ή «πεθαίνουν» (εκτός από τη λέξη «μάνα»), και όπου «τα ονόματα δεν εφαρμόζουν πάνω στα πράγματα» (ακριβώς όπως στα «Ελεγεία της Οξώπετρας» του Οδυσσέα Ελύτη «δεν υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους»).

Με τον καιρό φτάνει κανείς να πιστεύει οι δύο ποιητές (που δεν είναι μόνοι τους, είναι μεγάλη η συντροφία των εμπίστων τής ποίησης που γίνονται άπιστοί της) δεν έφτασαν προς το τέλος της δημιουργίας τους στο συμπέρασμα αυτό για την ιδρυτική και μοιραία αδυναμία της ποίησης να ποιήσει εκ νέου τον κόσμο, όπως κι αν ενόησε ο καθείς στη μοναξιά του την τέχνη αυτή. Από την αρχή τούς συνόδευε, σαν βραχνάς και σαν αιτία δράσης μαζί, σαν προτροπή να αντιδικήσουν με το τετελεσμένο και το πεπρωμένο. Πολέμησαν το βραχνά και μας προίκισαν με εφόδια που τελικά αφορούν τη μοναξιά μας, όχι τον ανεύρετο ή και ανέφικτο πληθυντικό εαυτό μας. Ιδιαίτερα ο Γιάννης Ρίτσος, ποιητής που θα συναριθμηθεί στους μείζονες χάρη στα έργα του που χρόνια πριν μάθαμε να τα κρίνουμε ελάσσονα, μάς εφοδίασε με τούτο το απλό, το απλούστατο: να βλέπουμε και να ζούμε σαν θαυμάσιο ποιητικό γεγονός όλον τον κόσμο γύρω μας, τον αποκλεισμένο, τον φαρμακωμένο, τον εξόριστο, τον ταπεινό, τον υποτίθεται εκτός σημαινομένων.

Θα μας πάρει χρόνο πιστεύω, αλλά, όσο κι αν αυτή η ανάκτηση δεν συγκαταλέγεται στα βατά λεγόμενα θέματα, θα βρούμε, θα ξαναβρούμε τον Γιάννη Ρίτσο ως ποιητή που δεν ανήκει σε κανέναν, επειδή όλοι έχουν δικαίωμα στον επί της ουσίας παρηγορητικό του λόγο, στον ελληνόφωνο πλην εξ ιδιοσυγκρασίας και εξ ιδεολογίας οικουμενικό ουμανισμό του. Γιατί πάντοτε θα έχουμε βαθιά ανάγκη έναν συνομιλητή που να ξέρει ν΄ ακούει, όσο ταπεινά κι αν είναι όσα έχουμε να του πούμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή