Η κοινωνία των ταινιών του Γκι Ντεμπόρ

Η κοινωνία των ταινιών του Γκι Ντεμπόρ

6' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Ιούνιο του 1952, ο εικοσάχρονος τότε Γκι Ντεμπόρ (1931-1994), κάνει την είσοδό του στο χώρο της παριζιάνικης πρωτοπορίας, με μια ταινία που σήμερα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως το πρώτο «καταστασιακό» μανιφέστο. Πρόκειται για τα «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ», εβδομήντα πέντε λεπτά χωρίς καθόλου εικόνες παρά μονάχα ομιλίες και σιωπές, ενώ η οθόνη περνάει διαδοχικά από το λευκό φως στο σκοτάδι, με αποκορύφωμα το διασημότερο black-out της ιστορίας του σινεμά, μια τελική εντελώς σιωπηλή και σκοτεινή σεκάνς διάρκειας 24 λεπτών. Μια φωνή μας πληροφορεί ότι πριν ακόμα ξεκινήσει η προβολή, ο Γκι-Ερνέστ Ντεμπόρ θα ανέβαινε στη σκηνή για να αναγγείλει: «Δεν υπάρχει ταινία. Ο κινηματογράφος έχει πεθάνει. Δεν γίνεται να υπάρξουν πια ταινίες. Ας περάσουμε, εάν θέλετε, στη συζήτηση».

Μια νέα εποχή αναβίωσης του πειραματισμού και του προβληματισμού γύρω από το νόημα και τη χρήση των καλλιτεχνικών μέσων είχε ξεκινήσει. Αντιστρέφοντας τη συνήθη πορεία κάθε καλλιτέχνη από την αναπαράσταση στην άρνησή της, ο Ντεμπόρ κάνει το ντεμπούτο του με μια καθολική άρνηση της εικόνας που δεν μπορεί παρά να μας φέρει στο νου τούς αφορισμούς περί εξάντλησης της ζωγραφικής, και τα λευκά και μαύρα τετράγωνα του σουπρεματιστή Καζιμίρ Μάλεβιτς.

Υπονόμευση του «θεάματος»

Το 1973, λίγο μετά τη διάλυση της Καταστασιακής Διεθνούς (1956-1972), του πρωτοποριακού κινήματος που ίδρυσε στην Ιταλία μαζί με μια μικρή ομάδα καλλιτεχνών, η τέταρτη ταινία του ανακαλεί το σχέδιο του Αϊζενστάιν να «μεταφέρει» στη μεγάλη οθόνη το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ. Θεωρία και πράξη, φόρμα και περιεχόμενο, πρέπει να είναι σε απόλυτη ταύτιση. «Η κοινωνία του θεάματος» (1967), το κλασικό σήμερα κείμενο του Γάλλου επαναστάτη διανοητή, κριτική των συμπτωμάτων της μοντέρνας αστικής καπιταλιστικής κοινωνίας, είχε γίνει ταινία, μία από τις σημαντικότερες του συνειδητοποιημένα μη δημοφιλούς, «καταστασιακού» αντι-κινηματογράφου. Επί μία ώρα και είκοσι οκτώ λεπτά η φωνή του Ντεμπόρ μας οδηγεί μέσα από αποσπάσματα του πυκνού και απαιτητικού ήδη για τον αναγνώστη κειμένου του, σε μια συστηματική, εμπεριστατωμένη και δομημένη με πολλή ειρωνεία και χιούμορ υπονόμευση του «θεάματος» σε όλες του τις εκδοχές: «…πληροφόρηση ή προπαγάνδα, διαφήμιση ή άμεση κατανάλωση διασκεδάσεων…», τυποποιημένο τρόπο ζωής και «κοινωνική σχέση».

Η εν λόγω ταινία, καθώς και οι υπόλοιπες τέσσερις που γύρισε ο πρωταγωνιστής της Καταστασιακής Διεθνούς κατά τη διάρκεια της ζωής του, αθέατες από το 1984, προβάλλονται από τα τέλη Οκτωβρίου και πάλι στις κινηματογραφικές αίθουσες, αρχικά στο Παρίσι, στη συνέχεια στην υπόλοιπη Γαλλία και πιθανόν από του χρόνου στο εξωτερικό, ενώ από τις 9 Νοεμβρίου κυκλοφορούν και σε dvd, μαζί με το ντοκιμαντέρ παραγωγής Canal+, «Γκι Ντεμπόρ, η τέχνη του και η εποχή του» (1994), που πραγματοποιήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τον ίδιο, συνοδευόμενες από ένα λιμπρέτο 138 σελίδων με κείμενα από το αρχείο του Ντεμπόρ, φωτογραφίες και χρήσιμα ντοκουμέντα σχετικά με τα γυρίσματα.

Πέντε ταινίες – μυστήριο

Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα ο μόνος τρόπος να ανακαλύψει κανείς τον κινηματογράφο τού κατά τ’ άλλα πιο πολυδιαβασμένου και σχολιασμένου «καταστασιακού», μαζί με τον Ραούλ Βανεγκέμ, ήταν μέσα από τα βιβλία με τα κείμενα των ταινιών του, ή στην καλύτερη περίπτωση κάποια πειρατική κόπια, είχε συμβάλει στη δημιουργία ενός μυστηρίου γύρω από τις πέντε αυτές ταινίες. Λίγοι τις είχαν δει, ενώ, όπως οτιδήποτε αφορά την ιστορία αυτού του κινήματος, οι μισοί απ’ αυτούς είχαν σπεύσει να τις επευφημήσουν και οι άλλοι μισοί να τις καταδικάσουν.

Η απουσία τους από τις ταινιοθήκες και από το αντικειμενικό βλέμμα της ιστορίας, έχει να κάνει με την απαγόρευση που είχε επιβάλει ο ίδιος ο Ντεμπόρ στη δημόσια προβολή τους, αμέσως μετά τη δολοφονία του φίλου, εκδότη και παραγωγού του, Ζεράρ Λεμποβισί το 1984, και τους υπαινιγμούς περί ηθικής εμπλοκής του ιδίου στην υπόθεση από κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η αρχή του τέλους του μυστηρίου έγινε πριν από τέσσερα χρόνια με μια αναδρομική παρουσίασή τους στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ η πρωτοβουλία για τη σημερινή επανακυκλοφόρησή τους στις αίθουσες, ανήκει στον Γάλλο σκηνοθέτη Ολιβιέ Ασαγιάς, σε συνεννόηση με τη σύζυγο του Ντεμπόρ, Αλίς Ντεμπόρ-Βecker-Ηo.

Η σχέση του Ντεμπόρ με τον κινηματογράφο ξεκινάει στις Κάννες, όταν έρχεται σε επαφή με τον ιδρυτή του «Λεττρισμού», Ιζιντόρ Ιζού, που βρίσκεται εκεί για να παρουσιάσει την τετράωρη ταινία του, ένα χαοτικό κολάζ εικόνων και κειμένων («Πραγματεία περί γλίνας και αιωνιότητας»). Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιζού και θέλοντας συγχρόνως να τον ξεπεράσει, ο Ντεμπόρ αναζητά έναν νέο τρόπο αντίδρασης και παρέμβασης στα τεκταινόμενα της εποχής του και την «παρηκμασμένη» μοντέρνα τέχνη της. Η εμπορευματοποίηση και η τυποποίηση της ζωής που επέφερε ο μοντέρνος καπιταλισμός πρέπει να καταγγελθεί και να ανατραπεί «με κάθε δυνατό μέσο», γράφει, «ακόμα και καλλιτεχνικό», με τα ίδια του δηλαδή τα όπλα, την εικόνα, το σινεμά, τη λογοτεχνία, οικειοποιημένα όμως ώστε να χρησιμοποιηθούν εναντίον του.

«Πραγμάτωση της ποίησης»

Για τους «καταστασιακούς», ένας νέος τρόπος ζωής ήταν δυνατός και αναγκαίος, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με όσα υπόσχονται οι ιδεολογίες και τα πολιτικά συστήματα, «αριστερίστικα» ή φιλελεύθερα. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζουν «πραγμάτωση της ποίησης» στην καθημερινή ζωή. Τέχνη σήμαινε γι’ αυτούς παιχνίδι, ελεύθερος χρόνος, «κατασκευή καταστάσεων», δηλαδή εξαιρετικών στιγμών ζωής, κατά τη διάρκεια των οποίων ο καθένας ικανοποιεί τις πραγματικές και ουσιαστικές του επιθυμίες, επικοινωνεί «αληθινά» με τους άλλους και επεμβαίνοντας ο ίδιος δημιουργικά στο «ντεκόρ» της ζωής του (την πόλη), βιώνει συνεχώς νέες εμπειρίες. Αγαπημένοι τους ποιητές, ο Ιζιντόρ Ντικάς (ή Λοτρεαμόν), ο Πασκάλ, ο Μποντλέρ, ο Μαλαρμέ και ο Ρεμπώ, ο Σαίξπηρ, ο Σουίφτ, ο Αρτίρ Κραβάν και ο Φρανσουά Βιγιόν, ο Μούζιλ και ο Μελβίλ, αλλά και ο Μαρξ, ο Θουκυδίδης, ο Μακιαβέλι, ο Κλάουσβιτς, ο Καρδινάλιος του Ρετζ, ο Ομάρ Καγιάμ και ο Σουν-Τσε…

Οι ταινίες που θα ακολουθήσουν την πρώτη ακραία απόπειρα του Ντεμπόρ, έχουν εικόνες και μουσική, αποσπάσματα από άλλες ταινίες, φωτογραφίες, κόμικς, διαφημιστικές αφίσες, κ.ά. Πρόκειται για δύο μικρού μήκους, «Σχετικά με το πέρασμα μερικών προσώπων μέσα από μια αρκετή σύντομη χρονική περίοδο» (1959, 18′), ένα «αντι-ντοκιμαντέρ τέχνης» με θέμα την πρώτη περίοδο δράσης της Κ.Δ., και «Κριτική του διαχωρισμού» (1961, 19′) με μουσική υπόκρουση FranŒois Couperin και Bodin de Boismortier. Ακολουθεί το 1973 η «Κοινωνία του θεάματος» (88′), όπου όλο το κείμενο της ταινίας αποτελείται από αποσπάσματα του ομότιτλου βιβλίου, και την επόμενη χρονιά μια μικρού μήκους που «απαντάει» στην κριτική που δέχτηκε η ταινία. Η τελευταία ταινία του Ντεμπόρ, η πιο ολοκληρωμένη και προσωπική του, ένα είδος «Πανηγυρικού» (θα ακολουθήσει και το βιβλίο) φέρει ως τίτλο ένα παλίνδρομο, μια φράση δηλαδή που διαβάζεται κι ανάποδα: In girum imus nocte et consumimur igni (Τριγυρνάμε μέσα στη νύχτα και αναλωνόμαστε από τη φωτιά).

Νερό και φωτιά

«Ολόκληρη η ταινία» γράφει ο ίδιος, «είναι χτισμένη πάνω στο θέμα του νερού. Πρόκειται για τον χρόνο που κυλάει. Μνημονεύουμε λοιπόν (εκτρέποντας φράσεις τους) τους ποιητές της διάλυσης των πάντων (Λι Πο, Ομάρ Καγιάμ, Ηράκλειτος, Μποσουέ, Σέλεϋ)». Δευτερευόντως, υπάρχει το θέμα της φωτιάς· της έκρηξης της στιγμής: είναι η επανάσταση, το Σεν Ζερμέν ντε Πρε, η νεότητα, ο έρωτας, η άρνηση του μεσονυκτίου, ο Διάβολος, η μάχη και οι «ανολοκλήρωτες επιχειρήσεις» όπου πάνε οι άνθρωποι για να πεθάνουν, τυφλωμένοι σαν «ταξιδιώτες που περνάνε».

Μακρόσυρτα τράβελινγκ της βενετσιάνικης Λαγκούνα εναλλάσσονται με πλάνα ή σεκάνς από ταινίες όπως το γουέστερν του Τζον Φορντ, Rio Grande (1950), «αναφορά σε κάθε ιστορική δράση και στοχασμό», το Johnny Guitar του Νίκολας Ρέι (1954) «σχετικά με τις αναμνήσεις ενός έρωτα», ή το Shangaš-Gesture του Στέρνμπεργκ (1941), «τόποι περιπέτειας», το Arkadin, «αναφορά στην Πολωνία», μια αμερικανική ταινία με θέμα τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, ενώ ακούμε τη φωνή του Ντεμπόρ να αφηγείται την ιστορία του.

Το ντοκιμαντέρ

Τέλος, το ντοκιμαντέρ «Γκι Ντεμπόρ, η τέχνη του και η εποχή του», όπου δεν ακούγεται κανένα απολύτως σχόλιο γύρω από το πρόσωπό του, είναι ένα κολάζ από ειδήσεις, τηλεοπτικά ρεπορτάζ, «πάνελ» με πολιτικούς, φυσικές καταστροφές και κοινωνικές συγκρούσεις, συνοδευόμενες από παρεμβαλλόμενα σχόλια όσων παρακολουθούμε, σε πινακίδες με μαύρο φόντο, ενώ στην αρχή, εν είδει εισαγωγής, προβάλλονται κινηματογραφημένα πλάνα από το χειρόγραφο της «Κοινωνίας του Θεάματος».

«Σε όποιον θυμώνει επειδή δεν καταλαβαίνει όλα τα υπονοούμενα, ή που δηλώνει ανίκανος να διακρίνει καθαρά τις προθέσεις μου», λέει κάπου ο Ντεμπόρ απευθυνόμενος σε κάποιους επικριτές του, «θα απαντήσω μονάχα ότι θα πρέπει να λυπάται για την ακαλλιέργεια και τη στειρότητά του, και όχι για τους τρόπους μου· έχασε τον χρόνο του στο Πανεπιστήμιο, όπου ξεπουλιώνται στο πόδι μικροαποθέματα χαλασμένων γνώσεων».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή