Ενα Βλεμμα

3' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα στο άνω κέντρο της Αθήνας τα αυτοκίνητα ρολάρουν φουριόζα πλάι στα συνεργεία που κρεμάνε τα χριστουγεννιάτικα, μερικοί αστυνομικοί ξεροσταλιάζουν απέναντι από τις νυχτοπεταλούδες της Σόλωνος, τα περίπτερα έχουν κλείσει, τα σαντουϊτσάδικα το ίδιο, άλλοι βιάζονται να γυρίσουν σπίτι, κι άλλοι θα σπρώχνουν τη νύχτα έως αργά. Σ’ ένα ψιλικατζίδικο που ξέμεινε, ο καταστηματάρχης, Ελληνας και νέος, μαζί με τα ρέστα λέει ζωηρά: Ευχαριστώ πολύ, κύριε, καληνύχτα σας! Εχω να τ’ ακούσω καιρό.

Η Σκουφά ανασαίνει ζωηρά στα μπαρ. Ξεφτίδια μουσικής από τις πόρτες, ποτά στο πεζοδρόμιο, τρυπώνω σε ένα απ’ αυτά. Γνώριμα πρόσωπα, καλλιτέχνες που έχω πολύ καιρό να δω, έχουν μαζευτεί γύρω από τον Φώντα που κερνάει για τα εγκαίνιά του και για το παιδί που περιμένει από την Ξένη. Ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, φιλόλογοι, ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι. Οι κοπέλες πιο ζωηρές από τους άνδρες. Είναι νέοι, είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι, είναι cool, προσιτοί, καλλιεργημένοι και στυλάτοι, γρήγορα αισθάνεσαι άνετα μαζί τους.

Ο Μάριος παραγγέλνει μαρτίνι· «stirred, not shaked», συμπληρώνω ράθυμα, η κοπέλα δεν καταλαβαίνει, «Μποντ, Τζέιμς Μποντ» επαυξάνω, τίποτε, κομφούζιο· του σερβίρουν μια χλιαρή σούπα. Απογοητεύεται. Κερνάει πούρο Νικαράγουας και μου λέει πώς πούλησε το πατρικό του, σκότωμα, σε Ρωσοπόντιο, πώς μάζεψε τα απομεινάρια της παιδικής ηλικίας, τετράδια και ζιμπουνάκια – έκλαψα, λέει. Πήρα ένα κομμάτι γη στην Ακράτα, τον τόπο του πατέρα μου, συμπληρώνει. Λίγο πριν τα πενήντα, ο παιδικός κήπος όταν επανέρχεται, απλώς πονάει. Τέρμα τα φυλάκια μνήμης, του απαντώ, βυθίσου στον αφρό του παρόντος. Δεν το πολυπιστεύω, αλλά αυτό πρέπει να πω. Ο Χρήστος δίπλα, πατέρας κι έφηβος, επικροτεί, πίνει κόκα-κόλα. Τον πειράζει θωπευτικά: Υιοθέτησε έναν γιο!

Σάββατο βράδυ, στην Κω. Ο Νίκος και η Ελλη με ξεναγούν στην πόλη. Λεπτή υγρασία, ησυχία, η θάλασσα ήμερη, το κάστρο νυσταλέο, τα ιταλικά κτίρια παράδοξα κομψά. Πονούν τον τόπο, επέλεξαν να ζουν εδώ, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να απλώσουν τις δουλειές, την ενεργητικότητα και τις ανησυχίες τους. Διαβάζουν, ακούνε, ενημερώνονται, είναι ρεαλιστές αλλά και μαχητικά ρομαντικοί: πιστεύουν ότι όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα, πιο ουσιαστικά, πιο αρμονικά. Νοιάζονται για το τοπίο, για την ιστορία, το περιβάλλον, για τους ανθρώπους. Ο ταβερνιάρης Σερίφ στα «τούρκικα» μάς περιποιείται προσωπικά, φέρνει στο τραπέζι τη νησιωτική Ανατολή.

Η νύχτα τραβάει σε θορυβώδες μπαρ, ο θόρυβος δεν κάμπτει τη συζήτηση: ψηλαφούμε κοινές εμπειρίες, πολιτιστικά χνάρια, πολιτικές καταβολές, ανασκοπούμε το ’80 των προσδοκιών και το ’90 των προσγειώσεων, το ’00 του μεταιχμίου. Αναρωτιόμαστε για το νέο περιεχόμενο της πολιτικής κοινωνίας, ακροπατώντας σε Γκίντενς, Μπεκ, Παπαδιαμάντη, Ντοστογιέφσκι, Νίτσε. Καθώς περπατάμε σε έρημους δρόμους, αναρωτιόμαστε για τα νησιά του τουρισμού: πώς σβήνουν τον χειμώνα, και πώς φωταγωγούνται το καλοκαίρι· πώς η ευάλωτη βιομηχανία των αφίξεων και των κλινών μετασχηματίζει συνειδήσεις και δομές, πώς η οικοδομή και η οικοπεδολαγνεία ορίζουν τα πεδία κυριαρχίας και πολιτικής.

Με ρωτούν για τα μίντια· δεν έχω απαντήσεις. Ομως εγώ έχω πάει για να ακούσω, όχι για να πω· αυτό το κατάλαβα στο αεροδρόμιο, όταν ανακαλύπταμε κοινό φίλο. Επιβιβάζομαι στο βραδινό αεροπλάνο και νιώθω ότι κάτι ακόμη απομένει να ειπωθεί, κάτι ακόμη να μάθω από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν πρόλαβα να το πω εκεί, το λέω τώρα.

Η νύχτα, εδώ στην πόλη του κάματου, εκεί στο νησί της ραστώνης, τινάζει την κούραση και φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Γύρω από ένα τραπέζι, περπατώντας σε ήσυχους δρόμους, πλησιάζεις τον άλλο, αντλείς, αναγνωρίζεσαι, μυρίζεις τη συνάφεια, ελέγχεις τις εμμονές και τις λοξές σου δόξες. Εγκαρδιώνεσαι.

Και γυρνάς στις νύχτες της ρουτίνας: Γυαλιστερές λεωφόροι με μονόχνωτα γιωταχί, μελαγχολικά φαγάδικα, μοναχικοί εργάτες βάρδιας, το μονότονο ματς, μια ταινία για αποσυμπίεση, διάβασμα με τα βλέφαρα βαριά, μια σειρήνα στην Αλεξάνδρας, οι ανάσες των δικών σου σμίγουν με το γουργουρητό του καυστήρα.

Παρκάρεις. Αποθέτεις κράνος, γάντια. Το φως ιωδίου μεταμορφώνει το ερείπιο απέναντι. Με μπλεγμένα όνειρα, ο ύπνος θα σε βγάλει στο πρωί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή