Δεν υποδύθηκα ποτέ κάτι που δεν ήμουν

Δεν υποδύθηκα ποτέ κάτι που δεν ήμουν

9' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εδώ και χρόνια έχει αφήσει το κέντρο της Αθήνας, τις τακτικές εμφανίσεις σε κέντρα, τη δισκογραφία. Δεν τα εγκατέλειψε όλα αυτά η Αλέκα Κανελλίδου. Καταπιάνεται με κάτι, μόνο «όταν υπάρχει λόγος», ήρεμα και από μια απόσταση πια. Μακριά από τους αγχωτικούς ρυθμούς της δισκογραφίας. Ακόμη και την πρόσφατη συναυλία της στο Μέγαρο Μουσικής («Τζαζ λεπτομέρειες σε μπλε φόντο», που επιμελήθηκε μουσικά η Βάσω Δημητρίου), τη συζήτησε πολύ, για να την κάνει. Οπως και οποιαδήποτε συνέντευξη. Η κυρία με την βραχνή χαρακτηριστική φωνή που καθιερώθηκε στο ευρύ κοινό το 1974 με το «Ασε με να φύγω» -αν και οι φίλοι της γνωρίζουν καλά το πάθος της για την τζαζ-, καπνίζει νωχελικά το τσιγάρο της και μου ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι δεν έχει να αποδείξει πια τίποτα. Με θέα τη συννεφιασμένη θάλασσα στο Μάτι όπου ζει τα τελευταία χρόνια, εξηγεί ότι απολαμβάνει την ηλικία της. Μιλάει για τη μουσική που αγάπησε από μικρή, τον Γκέρσουιν, τον Κόουλ Πόρτερ, «τη συγκίνηση του Χατζιδάκι», τον Κραουνάκη που της αρέσει. «Εχουμε υλικό αλλά δεν ξέρω πότε θα έρθει στην πρώτη σειρά», λέει για τις καινούργιες δυνάμεις. Μικρή ξεκίνησε κι αυτή, μαθήτρια, με πάθος για την τζαζ και ένα δισκάκι 45 στροφών με δυο τραγούδια του Γιάννη Σπάρτακου που ήταν οικογενειακός φίλος. Φίλος της ήταν και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, του οποίου επίσης ηχογράφησε ένα μικρό δίσκο σε στίχους του Ν. Μαστοράκη, όπως κι όλοι εκείνοι που παθιάζονταν τότε με τη μοντέρνα μουσική της εποχής.

Εταιρείες και τηλεόραση επιβάλλουν τα τραγούδια

– Θα παρουσιάσετε κι αλλού αυτό το αφιέρωμα στην τζαζ;

– Πρέπει να υπάρχουν χώροι και διάθεση από τους άλλους. Διάθεση έχω, γιατί κάθισα αρκετά. Χόρτασα. Ο ελεύθερος χρόνος είναι προϋπόθεση μιας πολιτισμένης ζωής.

– Σας κολάκεψε το γεγονός ότι σε δυο ώρες εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια για τη συναυλία σας;

– Θα ήταν ψέμα να πω όχι. Ομως, το Μέγαρο ό,τι κάνει έχει απήχηση στο κοινό.

– Τραγουδήσατε κομμάτια που όλοι οι ερμηνευτές αυτή τη στιγμή, από τον Καετάνο Βελόζο ώς τη Μίνα, ξανατραγουδούν. Φτάσαμε στο σημείο οι δίσκοι με τα παλιά τραγούδια να ‘ναι περισσότεροι. Είναι τόσο κακό το σύγχρονο τραγούδι ή το κοινό δεν χόρτασε τα παλιά;

– Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Υπάρχουν καλλιτέχνες που έκαναν καριέρα με ριμέικ παλιών τραγουδιών. Η Μίνα είναι άλλη περίπτωση. Δεν κάνει εμφανίσεις αλλά έχει μια δισκογραφική εταιρεία που κάνει το κέφι της. Ξέρετε, τελικά σημασία έχει πόσο περνάει στον κόσμο το κέφι του καλλιτέχνη. Νομίζω ότι όταν το κοινό είναι διατεθειμένο να απολαύσει το κέφι του καλλιτέχνη, περνάει πάντα καλά.

– Σήμερα, ποιων το κέφι επικρατεί;

– Φυσικά των εταιρειών και της τηλεόρασης. Αλλωστε, αυτά τα δύο μέρη συνεργάζονται στενά και καλά για τα γούστα τους.

Ολα είναι βιομηχανία

– Το κυρίαρχο ρεύμα σας αφορά;

– Είναι απόλυτα βιομηχανοποιημένο. Υπήρχε πάντα η βιομηχανία αλλά υπήρχε παράλληλα και μια ελευθερία του καλλιτέχνη να κάνει αυτό που είχε στο μυαλό του. Ο τραγουδιστής δεν ήταν κλεισμένος σε μια γυάλα για να αντιπροσωπεύει μόνο ένα είδος.

– Η πρωτοβουλία κάνει τη διαφορά;

– Είναι πολύ συγκεκριμένο το είδος που υπηρετείται, όπως συγκεκριμένο είναι και το μέρος που παίζεται. Βέβαια, άλλαξαν και τα μεγέθη. Παλιότερα υπήρχαν πόρτες που άνοιγες, τώρα δεν υπάρχουν πόρτες για τους σημερινούς καλλιτέχνες. Για να μπουν στο χώρο πρέπει να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο είδος τραγουδιού και να το προβάλλουν με τον ίδιο τρόπο.

– Εννοείτε την εμφάνιση;

– Κι αυτή. Πώς μπορείς να γίνεις σταρ, εάν δεν διαθέτεις την εμφάνιση που έχει επιλέξει η εποχή; Υπάρχει ένας ρατσισμός. Αυτό που πρωταγωνιστεί είναι ο τύπος της αδύνατης που τρέφεται με μήλα. Και φυσικά η τηλεόραση είναι η μεγάλη δύναμη που προβάλλει συγκεκριμένο είδος τραγουδιού. Δεν αντιπροσωπεύει βέβαια ακριβώς την αλήθεια. Ούτε οι τραγουδιστές όλοι είναι έτσι ούτε το κοινό.

– Αισθάνεστε αμηχανία;

– Αμηχανία όχι, θλίψη ναι.

– Οταν ξεκινούσατε ήταν πιο εύκολα;

– Ναι. Μιλάμε για 30 – 35 χρόνια πίσω. Ηταν λιγότεροι στο χώρο. Τώρα υπάρχει μια πανδημία τραγουδιστών. Και σήμερα υπάρχουν παιδιά που ενδιαφέρονται για κάτι καλύτερο. Που δεν ποθούν τόσο το χρήμα. Καλλιεργημένα με ανησυχίες. Δεν τους αφήνει το σύστημα. Τότε, τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά. Οταν με τη γενιά μου ξεκινήσαμε να γίνουμε τραγουδιστές ήταν από τρέλα. Για να τραγουδήσουμε. Να βρεθούμε τη νύχτα στην πίστα. Περπατούσαμε με σιγανά βήματα. Σήμερα τρέχουν κατοστάρι.

– Μα και τότε υπήρχε η αγωνία της πρωτιάς.

– Η αγωνία της εποχής είναι χειρότερη. Θα υπάρχω αύριο; Γιατί αύριο το πρωί θα βγει ένας ίδιος με μένα. Ολόιδιος. Αλλά μια μέρα νεώτερος.

Με το ραδιόφωνο στο αυτί

– Ο πατέρας και ο θείος σας ήταν ονομαστοί βιολιστές. Ποια ήταν τα ακούσματά σας;

– Ο πατέρας άκουγε κλασική μουσική και τσιγγάνικα που τα έπαιζε πολύ ωραία. Δεν ήταν απλά ένας καλός βιολιστής που ήξερε τις νότες και χειριζόταν το μουσικό όργανο, είχε πάθος. Ο,τι έβγαζε βέβαια, το έτρωγε. Ετσι ήταν τότε οι άνθρωποι μετά τον πόλεμο. Σαν να μην τους ενδιέφερε το αύριο. Η μητέρα μου ήταν καλλίφωνη. Εγώ διάβαζα τα μαθήματα του σχολείου με το ραδιόφωνο στο αυτί. Ετσι ανακάλυψα την Μπίλι Χολιντέι και όλες τις μεγάλες κυρίες. Ετσι αγάπησα τη μουσική.

– Σας παρότρυναν οι δικοί σας;

– Δεν ήμουν πολύ κοινωνικό παιδί. Ασχολιόμουν με τα μαθήματα, την επιθυμία να σπουδάσω ψυχολογία και, βέβαια, είχα το τραγούδι στο στόμα. Επιστράτευα μια βούρτσα, οτιδήποτε και τα έκανα για μικρόφωνο. Ο πατέρας το είδε και όταν κάποια στιγμή ένας μουσικός του είπε ότι αναζητάει μια κοπέλα καινούργια για να λέει ξένα τραγούδια στην «Αθηναία», εκείνος του είπε: «Θα σου φέρω την κόρη μου, δεν κάνει τίποτε άλλο, τραγουδάει μόνο ξένα». Ετσι, χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα σε μια πίστα.

– Σαν να ήσαστε γεννημένη γι’ αυτήν;

– Την πίστα την μαθαίνεις σιγά σιγά. Το παράπονο του πατέρα μου, βέβαια, ήταν γιατί δεν έμαθα ένα όργανο. Ποτέ δεν με κολάκεψε. Από άλλους μάθαινα αργότερα ότι ήταν περήφανος. Τους έλεγε: «Την κόρη μου την έχεις ακούσει;».

– Ησαστε ακόμη μαθήτρια όταν τραγουδούσατε ξένο ρεπερτόριο σε κλαμπ της εποχής;

– Ναι, πήγαινα στο Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων στην Πλάκα. Εκεί γεννήθηκα. Ημουν λοιπόν το καμάρι του Γυμνασιάρχη. Ο οποίος, ακόμη κι αν υπήρχε κάτι, γιατί ήθελα ακόμη ενάμιση χρόνο για να τελειώσω, ήμουν 17 χρόνων, αυτός το γλύκαινε με τον τρόπο του.

Μεγάλωσαν οι χώροι

– Τότε το κοινό ήταν χωρισμένο σε αυτούς που άκουγαν το αστικό τραγούδι και τους άλλους που προτιμούσαν το λαϊκό και το μεταπολιτευτικό κλίμα. Πώς σας δέχονταν οι συνάδελφοί σας;

– Γι’ αυτό που ήμουν. Εκανα μια δουλειά για συγκεκριμένο κόσμο και συγκεκριμένη αισθητική. Δεν υποδύθηκα ποτέ κάτι που δεν ήμουν για να διευρύνω δήθεν τους ορίζοντές μου. Μην ξεχνάς ότι το 1974 που με έμαθε το ευρύ κοινό από το Φεστιβάλ Τραγουδιού με το «Ασε με να φύγω» των Γιώργου Μανίκα και Νίκου Ελληναίου, τραγούδησα το καθαρά ελαφρό τραγούδι.

– Γιατί χάθηκε αυτό το είδος;

– Πάντα η δισκογραφία οδηγεί τα πράγματα κάπου. Τα κλαμπ αυτά ήταν μικρά. Αντίστοιχα και οι χώροι που ακουγόταν το καλό λαϊκό. Ο χρόνος έφερε τους μεγάλους χώρους με τις μεγάλες ορχήστρες. Χώροι στους οποίους γινόταν μεγαλύτερη κατανάλωση, πέταγαν περισσότερα λουλούδια, έπιναν περισσότερο αλκοόλ. Ολα ήταν μεγαλύτερα. Ετσι στράφηκε προς τα εκεί η διασκέδαση. Ολο αυτό το αλισβερίσι με το μεγάλο, δεν καταλαβαίνω πώς υπάρχει σε μια εποχή οικονομικής δυσπραγίας. Αναρωτιέμαι αν σε αυτούς τους χώρους πας και δεν πιεις, πώς θα διασκεδάσεις; Αδύνατον.

– Οι τραγουδιστές αισθάνονται άσχημα σε αυτές τις περιπτώσεις;

– Δεν θα το έλεγα ότι ισχύει για όλους Μεγάλος χώρος σημαίνει περισσότερα χρήματα. Γλυκαίνονται απ’ αυτά.

– Κάνατε ό,τι θέλατε στην καριέρα σας ή δεχόσασταν και πιέσεις;

– Σχεδόν πάντα έκανα αυτό που ήθελα. Μέχρι που σταμάτησα τη δισκογραφία. Αυτή τη στιγμή αν θες να κάνεις μια παραγωγή, θα βγει εφόσον αρέσει. Αλλιώς την κάνεις μόνος σου. Θα πάρεις το δίσκο ανά χείρας και θα κάνεις τη δουλειά σου. Το υγιέστερο. Η άλλη λύση είναι το Ιντερνετ.

Μια υπόθεση φίλων

– Αυτό κάνατε όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος «Βack to jazz» που ηχογραφήσατε με τον Μάρκο Αλεξίου και τον Λάκη Ζώη;

– Πού τον ξέρετε; Βγήκε από μια ανεξάρτητη εταιρεία. Δεν προσπάθησε να αποδείξει ούτε να κερδίσει τίποτε. Δεν είναι από αυτούς τους δίσκους που κρατάνε την πρώτη θέση στα δισκάδικα για να τους βλέπει ο κόσμος. Μάλλον σε κανένα πατάρι θα είναι κρυμμένος. Ηταν μια υπόθεση φίλων. Από μένα τον Αλεξίου και τον Ζώη. Με τον Μάρκο είμαστε μαζί από παιδιά. Ηταν ο πρώτος πιανίστας που με συνόδευσε πριν τελειώσω το Γυμνάσιο σε ένα κομμάτι του Γκέρσουιν που πάντα παίζουμε.

– Η σοβαρότητά σας είχε οδηγήσει και σε παρεξηγήσεις. Μερικοί σας θεωρούσαν ψυχρή.

– Το χεράκι μας όλοι το βάζουμε σε λάθος διαγνώσεις. Λέγανε «δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που θέλεις». Δεν ήμουν ποτέ υπερβολικά διαχυτική και κοινωνική. Δεν σημαίνει όμως ότι ήμουν ψυχρή. Θέμα χαρακτήρα. Οι φίλοι μου ξέρουν. Νομίζω ότι αρκεί.

Οταν αισθανθώ την ανάγκη, θα βγάλω δίσκο

– Συνεργαστήκατε με τους Γ. Σπανό, Μ. Πλέσσα, Αλ. Παπαδημητρίου, Γ. Χατζηνάσιο, Μ. Τόκα, Λ. Μαχαιρίτσα, ενώ ένα μεγάλο μέρος της δισκογραφίας σας είναι με τη Νινή Ζαχά. Τι θέλετε πια να κάνετε;

– Δεν είχα ποτέ το άγχος τι θα κάνω μετά. Γι’ αυτό με αντιμετώπιζαν και λίγο σαν φαινόμενο: «και ποια είσαι εσύ τελικά;». Ζούσα, το απολάμβανα, μου άρεσε ή στο τέλος ανακάλυπτα ότι δεν ήταν τόσο καλό αλλά και τι έγινε;

– Νομίζω ότι με εξαίρεση την Ζαχά και κάποιες άλλες περιπτώσεις, δεν ευτυχήσατε γενικά στο ρεπερτόριό σας.

– Δεν ήμουν ο καλλιτέχνης που τηλεφωνεί σε όλους και ζητάει. Τις προτάσεις τις έκανε η εταιρεία. Υπολογίζοντας τι μπορείς να πουλήσεις, έβρισκε και τα κατάλληλα τραγούδια. Ρωτάνε αν θα βγάλω καινούριο δίσκο. Οταν αισθανθώ την ανάγκη. Είναι μια πολυτέλεια που ζω με την ηλικία μου. Εκανα τις επιλογές μου. Ετσι είπα κάποια στιγμή ότι δεν θέλω τη νύχτα. Οταν άρχισε η νύχτα να αλλάζει. Να μην υπάρχουν οι καθημερινές. Εζησα εποχές που δούλευα επτά μέρες την εβδομάδα. Σκότωμα, αλλά ο κόσμος μπορούσε να βγει. Ηταν θέμα διάθεσης του κοινού και τρόπων.

– Αλλαξε και το κοινό;

– Δεν πιστεύω σε ταξικούς διαχωρισμούς. Εγώ νομίζω ότι το κοινό το πλάθεις, το δημιουργείς στο χώρο σου. Ο καλλιτέχνης παίζει μεγάλο ρόλο. Ο χώρος επίσης, ο σεβασμός του χώρου στον πελάτη. Στο φαγητό, στο σέρβις. Τώρα δεν χωράς στην καρέκλα και σίγουρα είναι μεγάλη απόφαση να πας στην τουαλέτα. Στους χώρους αυτούς, ο καλλιτέχνης δεν λέει στο κοινό πάψε. Και ο πιο δύστροπος πελάτης που θέλει να επιδειχθεί αναγκάζεται να ρίξει τους τόνους.

– Ποιες συνεργασίες απολαύσατε;

– Με τον Σαββόπουλο που συνεργαστήκαμε για το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι». Πολύ γλυκό και αυθόρμητο. Ο δίσκος που έκανα με τα ποιήματα της Σαπφούς σε συνεργασία του Βλασσόπουλου και του Κακίση, κάποιοι δίσκοι με την Ζαχά… Πάντως γενικά, προτιμώ τα live παρά το στούντιο.

– Τώρα πώς περνάει η ώρα σας;

– Ζω ακόμη με τον γιο μου. Δεν έχει φύγει ακόμα. Σπίτι, μαγείρεμα, βόλτες όταν έχει καλό καιρό. Από τον χώρο μου δεν είχα ποτέ πολλές φιλίες. Σαν να μην είχα σχέση με το επάγγελμα. Ο μόνος που κάνω παρέα και μένουμε κοντά είναι ο Μάρκος Αλεξίου. Οι άλλοι φίλοι είναι εκτός δουλειάς.

– Ο γιος σας ασχολείται με το τραγούδι;

– Προς το παρόν ασχολείται με τις επιχειρήσεις. Πατάει λίγο εδώ και λίγο από ‘κει. Εχω ακόμη στην αποθήκη το πρώτο μουσικό όργανο που έπαιξε. Ηταν και θορυβώδες: μια ντραμς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή