Προσωπα

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χρειάστηκε να καταφύγω στον εκκεντρικό Γάλλο συγγραφέα Πασκάλ Μπρυκνέρ -πνευματικό συνοδοιπόρο των Προσώπων χρόνια τώρα- θέλοντας να αγγίξω μια… ταινία. Το περιεχόμενο μιας ταινίας που τούτες τις μέρες παίζεται στους ελληνικούς κινηματογράφους και που αξίζει όχι μόνο την οπτική μας προσέγγιση, αλλά και την πνευματική και τη συναισθηματική. Γιατί αφορά στα παιδιά του κόσμου, τα αόρατα παιδιά που περιστρέφονται γύρω μας σαν σβούρες, αλλά κανείς δεν μπορεί να τα διακρίνει, γιατί, ξέρετε η σβούρα στην κορύφωσή της αλλοιώνει την αρχική της μορφή.

Λέει, λοιπόν, ο Μπρυκνέρ στο βιβλίο του «Η Μιζέρια του Πλούτου» ότι περισσότερο από άλλοτε επαληθεύεται σήμερα το αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο το να είσαι πλούσιος σημαίνει πρώτα απ’ όλα να χαίρεσαι αυτό που οι άλλοι δεν έχουν, να αναγαλλιάζεις που τόσοι άνθρωποι στερούνται αυτό που εσύ έχεις. Το χρήμα χρησιμεύει στο να αγοράζουμε κοινωνική απόσταση, αλλά και στο να τη σηματοδοτούμε καλύτερα. Και λοιπόν; Δεν αρκεί ότι οι φτωχοί βλέπουν τα εισοδήματά τους να αυξάνουν ή να πεθαίνουν πολύ λιγότερα παιδιά κάθε χρόνο; Προφανώς το ερώτημα είναι εύλογο και αντέχει σκληρή κριτική. Αλλά αποτελεί κανόνα εθιμικού δικαίου ότι καμιά δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να βαδίζει προς το μέλλον αν δεν συνυπολογίζει στο διάβα της το κοινωνικό συμβόλαιο με τα παιδιά της.

Κι όμως, στο καινούργιο σκηνικό της οικουμένης, κάπου εκεί ανάμεσα στο άνοιγμα της ψαλίδας των ενδεών και των πλουσίων έχουν βρει πρόσφορο έδαφος να κατασκηνώσουν τα παιδιά του κόσμου που εκπροσωπούν τα ευμετάβλητα σχέδια, τις ξαφνικές ευκαιρίες, τα απρόσμενα οράματα. Κι είναι ακριβώς αυτά τα παιδιά που έγιναν κινηματογραφικό ερέθισμα για μια ομάδα διάσημων σκηνοθετών, πλουσίων, καταξιωμένων σκηνοθετών -ενδεχομένως να ανήκουν στην κατηγορία με την οποία τα βάζει ο Μπρυκνέρ- και που κατέληξαν να στήσουν το σπονδυλωτό θέαμα με τον τίτλο «All the Invisible Children». Επτά ταινίες, επτά συγκλονιστικές ιστορίες που μας οδηγούν στις γειτονιές του πλανήτη μέσα από τη δουλειά των Μεντί Σαρέφ, Εμίλ Κουστουρίτσα, Σπάικ Λη, Κάτια Λουντ, Τζόρνταν Σκοτ και Ρίντλεϊ Σκοτ, Στέφανο Βενερούζο και Τζον Γου. Θέμα τους, η σκιαγράφηση των ζωών και των συνθηκών της πιο αδικημένης «μειονότητας» στις σύγχρονες καπιταλιστικές ή μάλλον οικονομιστικές κοινωνίες μας, σκιαγράφηση της ζωής των μικρών παιδιών. Κι είναι ο 12χρονος Τάνζα στην Αφρική, ο μικρός πολεμιστής, που αναζητάει να σκοτώσει τον εχθρό, επιβεβαιώνοντας τον νομπελίστα Νάιπουλ που λέει: «Ω θεέ, δείξε μου τον εχθρό. Οταν βρει κανείς ποιος είναι ο εχθρός, μπορεί να τον σκοτώσει. Αλλά οι άνθρωποι, εδώ, με παραπλανούν. Ποιος με πληγώνει; Ποιος μου φθείρει τη ζωή; Πες μου σε ποιον να ανταποδώσω τα χτυπήματα;». Και ο μικρός Τάνζα, απορημένος, προβληματισμένος ύστερα από τον ορυμαγδό των πυροβολισμών με τον εχθρό, ακουμπάει πάνω στον εκρηκτικό μηχανισμό, προορισμένο για ένα σχολείο γεμάτο παιδικές ζωγραφιές και ακινητοποιεί το χρόνο, μαζί του και την κακία, την εχθρότητα, το μίσος, την εκδίκηση…

Κι ύστερα, η σειρά του Κουστουρίτσα. Κλασικός Σέρβος «οδοστρωτήρας» αποτολμά να αγγίξει την εικόνα ενός παιδιού που ζει σε αναμορφωτήριο και ετοιμάζεται να βγει στην κοινωνία, με την ελπίδα να αποδεσμευτεί από το βάναυσο πατέρα και να εισάγει μέσα στα σαπισμένα του κύτταρα τα υγιή της ελευθερίας. Ακολουθεί ο Τσίρο, ο μικρός από τα περίχωρα της Νάπολης που κλέβει, που έχει τα μάτια του μονίμως θυμωμένα και όπως λέει ο σκηνοθέτης της ταινίας Στέφανο Βενερούζο -από την ομάδα των τριών που συνέλαβαν την αρχική ιδέα για τα Αόρατα Παιδιά- έχει σημασία μεγάλη μέσα από τις σκηνές της βίας να αναδυθεί η ελπίδα και να παρακινηθούμε όλοι να κάνουμε κάτι γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, μα συγχρόνως τόσο μακριά μας.

Γιατί, αγαπητοί μου αναγνώστες, ποιος από μας καταφέρνει συχνά να εισάγει τον εαυτό του σε τέτοια θέματα; Ποιος αρπάζει το φτυάρι και αρχίζει να αφαιρεί τους σωρούς από τα χαλίκια που σκεπάζουν τούτα τα παιδιά; Ποιος βάζει πρόθυμα το χέρι στην τσέπη και αποτείνεται σε μία από τις δεκάδες μικρές οργανώσεις που μας περιτρυγυρίζουν αθόρυβα και που ασχολούνται, σε πείσμα των καιρών, με τα προβλήματα τέτοιων παιδιών; Ελάχιστοι· και όσο περνάει ο καιρός και οι ανισότητες θα μεγαλώνουν, τόσο ο καθένας από μας θα περιχαρακώνεται, θα αυτοπροστατεύεται, θα κρύβεται βαθιά μεσ’ στο καβούκι του, μη χάσει την πρόσβαση στο πηγάδι της πλασματικής ευημερίας, στην οποία είναι αφοσιωμένος.

Κι εμείς, η μικρή μας Ελλάδα, η πατρίδα που έχει κουβαλήσει στους ώμους της τέτοια παιδιά στο παρεθλόν και έχει κρύψει στον κόρφο της τέτοιους πόνους μεγάλους;

Μίλησα λίγο πριν γράψω αυτό το κείμενο με τη διανομέα της ταινίας στην Ελλάδα, την κυρία Πέγκυ Καρατζοπούλου. Και για να πω την αλήθεια εντυπωσιάστηκα, γιατί τη βρήκα στις 11 το βράδυ να δουλεύει στο γραφείο της, ετοιμάζοντας επιστολές προς την… εξουσία, με την ελπίδα αυτή η ταινία, η οποία παίζεται προς το παρόν στην Ιταλία και την Ελλάδα, να αγκαλιαστεί από το υπουργείο Παιδείας, να περάσει στα σχολεία και να γίνει ένα εκπαιδευτικό ταξίδι για τα παιδιά, τους δασκάλους και τους γονείς τους φυσικά.

Η Πέγκυ Καρατζοπούλου, μια νέα γυναίκα, μητέρα δύο παιδιών, αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή την ιδέα της ταινίας και χωρίς καν να γνωρίζει τι θα έβγαινε στον αέρα, ανέλαβε τη διανομή της στην Ελλάδα. Κι όταν τη ρώτησα τι είναι αυτό που αισθάνεται σήμερα ύστερα από μια μεγάλη προσπάθεια ετών, μου είπε αφοπλιστικά ότι μέσα από αυτήν την ταινία ο καθένας μπορεί να γίνεται καλύτερος, να αφήσει την ελπίδα να τον κατακλύσει, να επιτρέψει στα συναισθήματά του να εξωτερικεύονται συνεχώς και να απλώνει χείρα βοηθείας όχι για την κοινωνική καταξίωση, όχι για τα περιοδικά λάιφ στάιλ, αλλά για τον ίδιον πρώτα και ύστερα για τα παιδιά τούτου του κόσμου, που γεννιούνται με αδιαφανείς σφραγίδες.

Στην Ελλάδα, όπως μου είπε η κυρία Καρατζοπούλου, η ταινία τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και της Αλληλεγγύης, μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση. Φυσικά, τα πάντα γίνονται υπό την επίβλεψη της UNICEF. Στην εικόνα είναι αναμεμειγμένο το υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας και το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Επισιτισμού και πίσω στην αρχή του νήματος βρίσκεται η ιδέα τριών ανθρώπων, της ηθοποιού Μαρί Γκρατσία Κουτσινότα, της Κιάρα Τιλέζι και του Στέφανο Βενερούζο, ενός εκ των σκηνοθετών.

Η κυρία Καρατζοπούλου μίλησε για τη μαγεία που υπήρχε σε όλο αυτό το πρόγραμμα. Για το πώς η μια πόρτα άνοιγε την άλλη, πώς οι σκηνοθέτες δήλωναν συμμετοχή αυθόρμητα και φυσικά χωρίς χρήματα. Κι ήταν να απορείς με τα κομμάτια του παζλ που ενώνονταν πραγματικά με μαγικό τρόπο, για να φτάσουν έως εμάς εντυπωσιακές εικόνες, φοβιστικές συγχρόνως, μα κυρίως εικόνες των αόρατων παιδιών που επιμένουμε να μην τα βλέπουμε. «Δεν υπάρχουν αόρατα παιδιά», είπε στην ομιλία της για την επίσημη προβολή της ταινίας η Πέγκυ. «Υπάρχουν τυφλοί ενήλικες και αόμματες κοινωνίες».

Μένει να δούμε αν θα ευαισθητοποιηθεί περισσότερο ο κόσμος, αν οι αίθουσες θα γεμίσουν από μεγάλους και παιδιά, αν το υπουργείο Παιδείας θα επιδείξει ενδιαφέρον, αν θα διοργανωθούν εκθέσεις ζωγραφικής, αν τα σχολεία θα υιοθετήσουν οργανώσεις που ασχολούνται με παιδιά… αν… αν… αν… Στην υποψήφια για Οσκαρ ταινία «Τότσι», τα παιδιά κατά τη διάρκεια της ημέρας -κάπου στη Νότιο Αφρική- είναι εντάξει. Τη νύχτα ληστεύουν και κλέβουν για να επιβιώσουν. Κι εμείς, α, εμείς, επιμένουμε πως η ανθρώπινη ζωή δεν κρατάει παρά μόνο μια μέρα, κι αυτή η μέρα είναι καταδική μας, ατομιστική ημέρα… I have an angel…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή