Αποτυπωματα

2' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βαρύς ο ρωσικός χειμώνας, μεγάλο το στέγαστρο που κάλυπτε μια ημιυπαίθρια αγορά στη Μόσχα, σαθρή η κατασκευή, δεν άντεξε το βάρος του χιονιού και, στις 23.2, το κτίσμα κατέρρευσε και καταπλάκωσε δεκάδες ανθρώπους. Ο δήμαρχος της πόλης υποσχέθηκε ότι θα δοθεί αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων, αρκεί ο δικαιούχος να είναι νόμιμος μετανάστης. Ο δημοτικός προϋπολογισμός μάλλον δεν θα επιβαρυνθεί ιδιαίτερα, αφού από τους 66 νεκρούς, μόνον οι δύο ήταν Ρώσοι. Οι άλλοι ήταν από το Αζερμπαϊτζάν, το Τατζικιστάν και τη Γεωργία – και χωρίς χαρτιά («International Herald Tribune», 3.3.2006).

Ρέει το χρήμα στη Μόσχα, ρέουν εκεί και οι μη Σλάβοι, οι κάτοικοι των φτωχών πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, αναζητώντας ένα σκληρό αλλά σίγουρο «μαύρο» μεροκάματο, και κάνουν τις δουλειές που ακόμα και ο φτωχός Μοσχοβίτης δεν τις καταδέχεται: αχθοφόροι στις αγορές, υπαίθριοι πωλητές, ανειδίκευτοι οικοδόμοι, φύλακες γερόντων, καθαριστές κτιρίων. Σε 12 – 16 εκατ. υπολογίζουν οι επίσημες στατιστικές (2005) τους μη νόμιμους μετανάστες στη Ρωσία. Είναι αυτονόητο ότι ο κόσμος των μεταναστών δεν είναι αγγελικά φτιαγμένος. Η φτώχεια, το ξερίζωμα, η ανάγκη εύκολα γεννούν τη βία των καταπιεσμένων προς άλλους καταπιεσμένους. Πλάι στο πείσμα για δουλειά και προκοπή, γεννιέται και το μίσος για όλους και για όλα.

«Σ’ όλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμον ήλιος / και στα καημένα Γιάννενα μαύρο παχύ σκοτάδι»; Οχι ακριβώς. Ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς στεγανά, όπου οι αποστάσεις (και όχι μόνο οι γεωγραφικές) εύκολα εκμηδενίζονται. Σε έναν κόσμο που συχνά θυμίζει τη «Μηχανή του χρόνου» του Ουέλς. Οι Μόρλοκ και οι Ελόι, οι δύο παράλληλες κοινωνίες αυτού του ιδιοφυούς μυθιστορήματος, δεν ζουν στο μακρινό έτος 808.701 μ.Χ., αλλά στη δική μας εποχή. Λίγο πιο βόρεια, πιο νότια, πιο δυτικά, τι σημασία έχει; Σήμερα στη Γαλλία δεν ηχεί η φθινοπωρινή κραυγή των Μόρλοκ (των επιθετικών και υποχθόνιων τεράτων στο μυθιστόρημα), των έγχρωμων νέων των προαστίων-γκέτο, αλλά των Ελόι, των αγαθών και ειρηνικών πλασμάτων που ναι μεν κατοικούν στον «καλύτερο δυνατό κόσμο», όμως γνωρίζουν ότι εύκολα μπορεί να βρεθούν στον χειρότερο. Ηχεί η κραυγή των λευκών παιδιών της χριστιανικής Ευρώπης, των παιδιών που σπουδάζουν, μαθαίνουν γράμματα και φοβούνται ότι η ζωή τελειώνει στα 26. Εναν ανάλογο φόβο δοκιμάζει και ο εργαζόμενος των -ήντα και κάτι, αφού ξέρει ότι εύκολα η θέση εργασίας του μπορεί να δοθεί σε κάποιον πιο φτηνό υποψήφιο κάτω των 26. Ο κοινός φόβος γεφυρώνει το χάσμα των γενεών, που σφράγισε τον Μάη του ’68 και τις νεανικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του ’70, καθώς σήμερα βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στη διαρκή και στην επισφαλή, αβέβαιη, προσωρινή απασχόληση.

«Δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετινός χειμώνας», λέει ένα δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στον ξεσηκωμό του 1821. Μόνο που στην εποχή μας τα παλληκάρια δεν παίρνουν τα βουνά, αφού δεν υπάρχουν «άπαρτα λαγκάδια» και «σκλαβωμένοι κάμποι», αλλά ο καθένας χτίζει ένα μικρό λημέρι «μέσα του» και προσπαθεί να αντέξει. Τόσο μέσα που δεν κινδυνεύει να το πατήσουν, τόσο μέσα που ξεχνάμε κι εμείς οι ίδιοι την ύπαρξή του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή