Υποθεσεις

5' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τεμαχισμένη τη μαθαίνουμε την Ιστορία και στρογγυλεμένη, ώστε να συμφωνεί με όσα τής υπαγορεύουν τα ιδανικευτικά σχήματά μας, με τον (αυτο)δικαιωτικό παρά ερμηνευτικό χαρακτήρα τους. Τα οχληρά επεισόδια, όσα αντίκεινται στο συμβατικό εθνικώς πρέπον, δεν υποβαθμίζονται ή οβελίζονται, ως μη γενόμενα, θαρρείς και είναι δυνατόν να υπάρξει Επανάσταση δίχως σκοτεινές περιοχές, είτε εμφύλιες συρράξεις αφορούν είτε εκδηλώσεις υπέρμετρης εκδικητικότητας. H ύστερη ή και υστερόβουλη αποσιώπηση παρατηρείται ακόμα κι αν οι συγκαιρινοί και πρωταγωνιστές των «έκτροπων» επεισοδίων δεν δίστασαν να τα καταγράψουν λεπτομερώς, με πολύ μεγαλύτερη ευθυκρισία και τιμιότητα από τους διαδόχους. Ενα τέτοιο «δύσκολο» γεγονός, με μια λέξη «σταυροαναστάσιμο», στάθηκε για το ’21 η άλωση της Τριπολιτσάς.

Το 1822, λοιπόν, στον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης, τυπώθηκε στο Λονδίνο, στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα, ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «The Greeks at Tripolitza». Στόχος της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης ήταν, όπως διαβάζουμε στην «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «να διαφωτίσει τους Ευρωπαίους για όσα έγιναν μεταξύ 23 και 25 Σεπτεμβρίου 1821», κατά την άλωση. Και τούτο επειδή «οι συντηρητικές κυβερνήσεις θέλησαν να εκμεταλλευθούν το γεγονός και δημιουργήθηκε, έστω και προσωρινά, η γνώμη σε πλατιά στρώματα Ευρωπαίων ότι οι Ελληνες είχαν αποβάλει τα χαρακτηριστικά της φυλής, που έδωσε στην ανθρωπότητα τα έξοχα διδάγματα ευγένειας και ανθρωπισμού». Το φυλλάδιο, με το οποίο ανασκευαζόταν η κατηγορία ότι είχε καταπατηθεί συνθήκη με τους πολιορκούμενους Τούρκους (τους Αλβανούς, για τους οποίους είχε συμφωνηθεί «άφεσις ανεπηρέαστος της εξόδου των» ύστερα από έκκληση Σουλιωτών και Ακαρνάνων οπλαρχηγών, τους προστάτεψε ο Κολοκοτρώνης, λέγοντας, όπως ο ίδιος ιστορεί, σε «όσους εδοκίμασαν να κτυπήσουν τους Αρβανίτες», «εάν θέλετε να βαρέσετε τους Αρβανίτες, σκοτώστε εμένα πρώτα, ειμή και είμαι ζωντανός, όποιος πρωτορίξει, εκείνονε πρωτοσκοτώνω»), κατέληγε ως εξής: «Υστερα από την καθαράν έκθεσιν των καθαυτό συμβάντων, αφήνεται εις τους εραστάς της όντως ελευθερίας του Χριστιανισμού και της Ανθρωπότητος να κρίνουν αν ήθελεν είναι πρέπον εις αυτούς ν’ αποστερέσουν το Ελληνικόν Γένος, ριμμένον εις τον πλέον φρικτόν πλην ιερόν αγώνα διά την ελευθερίαν και ύπαρξιν (…) από την προστασίαν εκείνην και υπεράσπισιν, οπού είναι τα μόνα ικανά να προσθέσουν ενέργειαν και δύναμιν εις τα ελληνικά στρατεύματα και στόλους, εκ νέου πάλιν μαχομένους εις την Σαλαμίνα, τας Θερμοπύλας, τον Μαραθώνα διά τα τιμιώτατα συμφέροντα της πατρίδος των».

Οσα έγιναν «μεταξύ 23 και 25 Σεπτεμβρίου», παρά τις προσπάθειες των αρχηγών της πολιορκίας τα γνωρίζουμε από τους ιστορικούς του Αγώνα, τον Ιωάννη Φιλήμονα και τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, που έγραψε: «H ημέρα της Αλώσεως της πρωτευούσης της Πελοποννήσου ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Ανδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν, άλλοι φονευόμενοι, άλλοι εις τας αναφανείσας εν τη πόλει φλόγας ριπτόμενοι, και άλλοι υπό τα καταπίπτοντα στεγάσματα και πατώματα των καιομένων οικιών καταθλιβόμενοι· η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως». Τα γνωρίζουμε επίσης από τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών, προπάντων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που θυμόταν την πληγή και δεν ζητούσε να την κρύψει: «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. (…) Το ασκέρι οπού ήτον μέσα το Ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες τριάντα δύο χιλιάδες, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ενας Υδραίος έσφαξε ενενήντα. Ελληνες εσκοτώθηκαν εκατόν».

Μαθαίνουμε, τέλος, για όσα συνέβησαν από τα δημοτικά τραγούδια και από τις στροφές του Εθνικού Υμνου που μιλούν για όσα συνέτρεξαν μέσα από τον «τοίχο της αθλίας Τριπολιτσάς», κι ας υποτίθεται ότι η ποίηση, δημοτική ή λόγια, δεν ιστορεί επακριβώς: το «να παύση ο σφαγμός» των Απομνημονευμάτων του Κολοκοτρώνη δεν απέχει πολύ από το «Ω! φθάνει, φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί» του Διονύσιου Σολωμού. H εικόνα του χαλασμού σχηματίζεται τρομακτικά εναργής με τις ψηφίδες που παραδίδει ο καπετάνιος [με τ’ άλογό του να μην πατάει σε χώμα αλλά σε πτώματα) κι ο ποιητής: «Τόση η μάνητα και η ζάλη, / που στοχάζεσαι, μη πως / από μία μεριά κι απ’ άλλη / δεν μείνει ένας ζωντανός. // Κοίτα χέρια απελπισμένα / πώς θερίζουνε ζωές! / Χάμου πέφτουνε κομμένα / χέρια, πόδια, κεφαλές, // και παλάσκες και σπαθία / με ολοσκόρπιστα μυαλά, / και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά. (…) Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη / και κυλάει στη λαγκαδιά, / και το αθώο χόρτο πίνει / αίμα αντίς για τη δροσιά»]. Εξίσου ισχυρή πηγή, το δημοτικό: «Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη, / Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μ’ είχε φέξει. / Εβαλαν οι Γραικοί βουλή το κάστρο να πατήσουν. / Σαν αετοί επήδησαν, εμβήκαν σαν πετρίτες. / Κι αδειάσαν τα τουφέκια τους, την λιανομπαταρίαν. / Κολοκοτρώνης φώξανε απ’ τ’ Αϊγιωργιού την πόρτα: / «Μολάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας, / βάλετε την Τουρκιάν εμπρός, σαν πρόβατα στην μάνδραν». / Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις την μεγάλην τάμπιαν. / Απιλογάτ’ ο Κεχαϊάς προς τον Κολοκοτρώνην: / «Κάμε ισνάφι στην Τουρκιάν, κόψε, πλην άφ’ σε κιόλας»».

«Ισνάφι» δεν υπήρξε, το είδαμε. Και είναι σαν να αναδημιουργείται, σε τούτο το αποτρόπαιο πεδίο θανάτου, μια άλλη φρικτή εικόνα, όπως τη σχημάτισε στους «Πέρσες» του ο Αισχύλος, όταν ο Αγγελιοφόρος ιστορεί στη βασίλισσα Ατοσσα τα πάθη των συμπατριωτών τους στη Σαλαμίνα (που την ανακαλεί και το φυλλάδιο του 1822): «θάλασσα δ’ ουκέτ’ ην ιδείν / ναυαγίων πλήθουσαν και φόνου βροτών· / ακταί δε νεκρών χοιράδες τ΄ επλήθυον. (…) ευ γαρ τόδ’ ίσθι, μηδάμ’ ημέρα μια / πλήθος τοιουτάριθμον ανθρώπων θανείν». Ή, όπως μεταφράζει τους στίχους ο Ιωάννης Γρυπάρης: «Να βλέπεις πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη / από ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο· / και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κι οι ξέρες γύρου. (…) γιατί, να ξέρεις, σε μια μέρα ώς τώρ’ ακόμα / τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος».

Υπάρχει όμως ένας επιπλέον λόγος για να θυμηθούμε τους «Πέρσες», όπου ο τραγωδός, για να ιστορήσει τον πόνο στην πανανθρώπινη ουσία του, δίνει φωνή στους πολεμίους, αφήνοντας το θρήνο τους να ηχεί και σαν ύμνος για τους νικητές. Την ίδια ακριβώς τεχνική, την ίδια ηθική, ενστερνίζεται -αυθόρμητα παρά κατά το παράδειγμα της τραγωδίας- ο ανώνυμος ποιητής τόσο στο δημοτικό «Αιχμαλωσία του Κιαμίλ-μπέη» (του πλουσιότερου μπέη του Μοριά, που τον σκότωσε ο φρούραρχος του Ακροκορίνθου επειδή δεν αποκάλυπτε πού έκρυψε τους θησαυρούς του) όσο και στο «Μοιρολόι Τούρκισσας».

Και στα δύο τραγούδια ο λόγος δίνεται στους ηττημένους, για να πραΰνουν το πένθος τους μοιρολογώντας. Στο πρώτο, «κλαίγουν στους δρόμους Τούρκισσες, πολλές εμιροπούλες, / κλαίγει και μια χανούμισσα τον δόλιο τον Κιαμίλη: / «Πού είσαι και δεν φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντη; / Ησουν κολόνα στον Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο, / ήσουν και στην Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος»». Το δεύτερο ας ακουστεί όλο, όπως το αποθησαύρισε ο Κλωντ Φωριέλ, σαν συγκλονιστικό μνημόνιο ενός σπαραγμού που δεν γνωρίζει από έθνη και φυλές: «Εψές-προψές εδιάβαινα σε τούρκικο σαράγι, / κι ήκουσα Τούρκα από ‘κλαιγε, κλαίγει για τον υγιό της, / τον μοναχό υγιό της. / «Μωροί Ρωμιοί από το Μοριά κι από την πέρα νήσα, / μήνα είδετε τον υγιόκα μου, το μαναχό παιδί μου; / Εψές-προψές τον έγλιπα σ’ ένα έρημο λαγκάδι, / μαύρα πουλιά τον έτρωγαν… / Να ‘χε βολίξει το Μοριά, να ‘χει καγεί κι η Πόλη, / να ‘χε πεθάνει ο βασιλιάς μαζί με τον βεζίρη, / με το σεφέρι που κάμανε τούτο το καλοκαίρι, / οπό ‘χασα το γιόκα μου, το μαναχό μ’ παιδί μου»».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή