Ψηφιακό σινεμά, το μέλλον είναι εδώ

Ψηφιακό σινεμά, το μέλλον είναι εδώ

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πέμπτη, αργά το απόγευμα στην οδό Ομήρου. Τα αυτοκίνητα περιμένουν το φανάρι για να ξεχυθούν στη γνωστή κίνηση της Πανεπιστημίου, ο κόσμος ανεβοκατεβαίνει με γρήγορο βάδην για να προλάβει τα μαγαζιά ανοιχτά, ένα ραντεβού, το λεωφορείο. Μερικοί κοντοστέκονται στην είσοδο του Ινστιτούτου Γκαίτε, κοιτάζουν το ρολόι τους, μπερδεύονται με τους μαθητές. Τους ακολουθούμε. Οι περισσότεροι ξέρουν τον δρόμο. Κατεβαίνουν τις σκάλες που οδηγούν στην αίθουσα προβολών του Ινστιτούτου.

Είναι η ώρα ενός νέου ραντεβού για εκατοντάδες Αθηναίους κάθε εβδομάδα. Ραντεβού με το ψηφιακό σινεμά, μία τεράστια δεξαμενή ταινιών γυρισμένων όχι σε συμβατικό φιλμ 35 mm αλλά με τη βοήθεια μιας ψηφιακής κάμερας, συχνά όχι πολύ πιο εξελιγμένης από αυτήν που πολλοί έχουμε σπίτι μας. Τον τελευταίο χρόνο, από τις 18 Φεβρουαρίου του 2005, το Ινστιτούτο Γκαίτε προβάλλει σε σταθερή βάση (συνήθως κάθε Πέμπτη) ψηφιακά ντοκιμαντέρ με εξαιρετική επιτυχία. Το γερμανικό Ινστιτούτο συμμετέχει στο πρώτο πανευρωπαϊκό ψηφιακό κινηματογραφικό δίκτυο «CineNetEurope» με αίθουσες που προβάλλουν αποκλειστικά ψηφιακές ταινίες. Πριν από τρία περίπου χρόνια ο Ολλανδός κινηματογραφικός παραγωγός Kees Rynink ανέλαβε την πρωτοβουλία δημιουργίας ενός ψηφιακού δικτύου κινηματογραφικών αιθουσών με σκοπό την από κοινού προβολή ταινιών ντοκιμαντέρ και μικρών κινηματογραφικών παραγωγών.

Το Ινστιτούτο Γκαίτε είναι ένας από τους ελάχιστους οργανισμούς στην Ελλάδα που διαθέτει τον εξοπλισμό εκείνο ο οποίος επιτρέπει την προβολή ψηφιακών ταινιών· οι άλλοι είναι το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (στις δύο αίθουσες του Ολύμπειον). Είναι έτσι ακριβώς· οι ψηφιακές ταινίες δεν μπορούν να προβληθούν σε συμβατικές αίθουσες. Απαιτούν ειδικό εξοπλισμό, αξίας, περίπου 300.000 ευρώ.

Οπως και στον υπόλοιπο κόσμο έτσι και στην Ελλάδα η κινηματογραφική παραγωγή κινείται στον αστερισμό της νέας τεχνολογίας. Περισσότερο από το 75% της εγχώριας παραγωγής γυρίζεται σε ψηφιακή μορφή. Πάνω από τις μισές παραγωγές που συμμετείχαν στο κανονικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είχαν γυριστεί πρωτογενώς σε ψηφιακό μέσο προτού μετεγγραφούν σε φιλμ. Ολο και περισσότερα φεστιβάλ (όπως η ετήσια και δημοφιλής Πλατφόρμα Βίντεο, για παράδειγμα) εστιάζουν στο νέο μέσο. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης διοργάνωσε για πρώτη φορά πέρυσι μία νέα ενότητα με προβολές ψηφιακών ταινιών. H αισθητική του νέου μέσου, αρχικά περιορισμένη σε κινηματογραφικά πρωτόλεια και εναλλακτικούς δημιουργούς, διαχέεται ταχύτατα και στη mainstream παραγωγή.

Η γενική εντύπωση που υπάρχει για τις ψηφιακές ταινίες είναι ότι είναι φθηνές. «Εξαρτάται», λέει ο σκηνοθέτης Θάνος Αναστόπουλος, υπεύθυνος του ελληνικού προγράμματος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Δεν είναι όλες οι παραγωγές ίδιες. Μπορείς να κάνεις οικονομία στο γύρισμα αλλά να διοχετεύσεις το πλεόνασμα σε άλλες κατευθύνσεις». Επιπλέον ένας παραγωγός θα πρέπει να συνυπολογίσει το κόστος μετεγγραφής του ψηφιακού υλικού σε συμβατικό φιλμ. Μόνο έτσι θα προβληθεί στις αίθουσες ή θα λάβει μέρος στα μεγάλα φεστιβάλ». Το κόστος ποικίλλει από 25 έως 40 χιλιάδες ευρώ.

Το πέρασμα από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. «Συγκρούονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα», εξηγεί ο Θάνος Αναστόπουλος. H υψηλή δαπάνη αγοράς ενός ψηφιακού προτζέκτορα (300.000 ευρώ) δεν επιτρέπει αυτήν τη στιγμή μία ταχύτερη ανάπτυξη των ψηφιακών αιθουσών. Από την άλλη τα στούντιο πιέζουν στην αντίθετη κατεύθυνση γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι με το ψηφιακό format ελαχιστοποιείται το κόστος αναπαραγωγής της κόπιας, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζεται καλύτερη ποιότητα στην εικόνα. Παρ’ όλα αυτά ο Θάνος Αναστόπουλος δεν είναι σίγουρος ότι το αύριο είναι μία αίθουσα εξοπλισμένη με ψηφιακό προτζέκτορα. «Διαφαίνεται μία περίπτωση να μη γίνονται καν προβολές από μία κασέτα, ψηφιακή ή αναλογική, αλλά η κάθε ταινία να μεταδίδεται μέσω server που θα στέλνουν μέσω δορυφόρου το σήμα της συγκεκριμένης ταινίας ταυτόχρονα σε χιλιάδες αίθουσες σε όλο τον κόσμο». Την ίδια στιγμή θέτει ο ίδιος το κρίσιμο ερώτημα: «Θα συνεχίζουμε να πηγαίνουμε στο σινεμά ή την ανάγκη μας αυτή θα απορορφήσουν εντελώς οι οικιακές οθόνες»; Και αναφέρεται στην τελευταία διεθνή έκθεση cebit όπου παρουσιάστηκε μία οθόνη της εταιρείας Panasonic, 103 ιντσών, πλάτους τρίων μέτρων, που στοιχίζει 15.000 ευρώ. «Το ποσό δεν είναι μικρό αλλά όχι απαγορευτικό». Ποιος εξάλλου θα περίμενε ότι σε εποχές κρίσης θα ξοδεύαμε τρεις χιλιάδες ευρώ για μία οθόνη plasma;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή