Αντηχησεις

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βρισκόμουν στο ταξί όταν μεταδόθηκε στο ραδιόφωνο η είδηση της άφιξης του Βαβύλη στο αεροδρόμιο της Αθήνας. O ταξιτζής φοβήθηκε την κίνηση, επειδή κατευθυνόμασταν κι εμείς στο αεροδρόμιο. Δυνάμωσε την ένταση κι ακούσαμε και οι δύο, υπνωτισμένοι, τον ρεπόρτερ. Μίλησε πρώτα για την ασκητική εμφάνιση, το ράσο με τον σκούφο, τα σανδάλια του Βαβύλη και μετά για τα συνοδευτικά οχήματα της Αστυνομίας που δεν ήταν τόσο εντυπωσιακά, όσο στην περίπτωση της Μπουρμπούλια. Ακολούθησαν άκρως ενδιαφέρουσες πληροφορίες: ότι δεν έφαγε απολύτως τίποτα στην πτήση από τη Ρώμη και ότι ζήτησε μόνο ένα αναψυκτικό. (Τι αναψυκτικό; Πώς θα οργιάσει το εμπόριο της πληροφορίας και η κατανάλωση χωρίς τη μάρκα ή έστω το είδος; Δεν τους έχει πει κανείς ότι τα προϊόντα των «κακών» πουλάνε; Δεν έμαθαν τίποτα από τη διαφημιστική συμπεριφορά της Vodafone;)

Οι αστυνομικοί οδηγούσαν τον περιώνυμο Βαβύλη στον εισαγγελέα Ποινικής Αγωγής που θα εξέδιδε το φυλακιστήριό του, αλλά οι ρεπόρτερ ενδιαφέρονταν κυρίως για τον σταρ Βαβύλη: για την έλλειψη συνοδευτικών τσερόκι και την ένδυση. Αλλά και στις εφημερίδες, και στην τηλεόραση ασφαλώς, οι λέξεις που αναφέρονταν στα υποδήματα του Βαβύλη μετέτρεψαν την άφιξή του περίπου σε ιερατικό fashion show: πέδιλα, σαγιονάρες, σανδάλια; Τι φορούσε τελικά; Είχε παχύνει πράγματι τόσο πολύ; Για τα μάτια του κόσμου δεν έφαγε στο αεροπλάνο; Το ρεπορτάζ είχε μεταμορφωθεί σε εκπομπή του μεσημεριού που κάνει κλόουζ απ σε βέρες και μονόπετρα τραγουδιστών για να συνάξει συμπεράσματα αστυνομικής υφής για τις ερωτικές τους περιπέτειες. H υστερική φύση αυτών των εκπομπών έχει κατακλύσει πλέον κάθε είδος ρεπορτάζ. Από τη φλυαρία της προηγούμενης δεκαετίας και την ασθμαίνουσα φωνή του σχολιαστή που αισθανόταν υποχρεωμένος να καλύπτει κάθε μαύρη τρύπα χρόνου περάσαμε στη φάση της φαντασμαγορικής εκκοσμίκευσης της είδησης, σε ένα γκροτέσκο κουτσομπολιό της εμφάνισης.

Δεν είναι ελληνικό φαινόμενο ασφαλώς, αλλά σημείο των καιρών. Ακόμη και οι Γάλλοι, γνωστοί για την απροθυμία τους να εμβολιάσουν τη γλώσσα με αγγλικής προέλευσης νεολογισμούς, αναγκάστηκαν να εφεύρουν έναν όρο για το φαινόμενο: «peopolisation». «Σελεμπροποίηση» θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε κι εμείς σε ελληνογαλλικά, τιμώντας τη γαλλική λέξη «celebrit» ( διασημότητα).

Η «σελεμπροποίηση» του Βαβύλη, όπως και της Μπουρμπούλια πριν από μερικές εβδομάδες, δεν σχετίζεται με το κακό ή το καλό αλλά με μια υπερκείμενη κατηγορία δόξας χωρίς ηθικούς ή άλλους συσχετισμούς. Μυστικά, εξομολογήσεις, προσωπικές φωτογραφίες, κλεμμένα ντοκουμέντα, όλα αυτά έρχονται κατ’ ευθείαν από τα κουτσομπολίστικα περιοδικά και τα ριάλιτι που άνοιξαν το δρόμο σε μια πρωτόγνωρη πασαρέλα. Ούτε ο Σαρκοζί μπόρεσε να ξεφύγει όταν οι φωτογραφίες της πρώην γυναίκας του με έναν φίλο της δημοσιεύθηκαν στο «Παρί Ματς» εκτοξεύοντας την κυκλοφορία στα ύψη. Οι πολιτικοί ακολούθησαν πρόθυμα και εύκολα το παράδειγμα των ηθοποιών, που μεταμορφώθηκαν σε μανεκέν φορώντας την τελευταία δεκαετία δημιουργίες της υψηλής ραπτικής. Μετά τους πολιτικούς, σειρά έχουν οι πάσης φύσεως καταζητούμενοι, τα πρόσωπα που εξαπάτησαν τις αρχές. Ως άλλοι VIP μπαινοβγαίνουν σε μαύρα τζιπ (που στη σύγχρονη Ελλάδα θεωρούνται αποκλειστικά τεκμήριο οικονομικής δύναμης) και μοιράζουν ευχές: «Καλό Πάσχα». Το μόνο που μένει είναι μια συνταγή για κουλουράκια. Οι αναλυτές του φαινομένου διαλαλούν ότι παρά την παγκοσμιοποιημένη ανάγκη «σελεμπροποίησης», υπάρχουν τοπικές διαφορές. Οι Αγγλοι είναι δηλητηριώδεις, οι Γάλλοι αβροί – στις κοσμικές σελίδες της «Φρανς Σουάρ» περιλαμβάνουν έως και αποσπάσματα από τον Μισέλ Φουκώ. Και οι Ελληνες; Προφανώς άγονται από τα κριτήρια του δημοφιλούς νεοπλουτισμού που προάγουν οι εκπομπές gossip. Γι’ αυτό σε κάθε ρεπορτάζ κρίνεται απαραίτητη η αποκωδικοποίηση της «επιτυχίας», που δεν είναι άλλη από την «επωνυμία».

Μερικοί εκδότες κουτσομπολίστικων περιοδικών δεν διστάζουν να παρουσιάσουν την προσφορά τους στον «πολιτισμό» ως μια σύγχρονη εκδοχή της φωτοειδησεογραφίας του περιοδικού Life. Θυμήθηκα την άποψη αυτή λίγο αργότερα, στο αεροδρόμιο όπου με άφησε το ταξί, λίγες ώρες αφότου έσβησαν τα φώτα των τηλεοπτικών συνεργείων που ακολουθούσαν τον Βαβύλη. Στο βιβλιοπωλείο που είχα πολύ καιρό να επισκεφτώ με περίμεναν επίσης ράφια γεμάτα με τηλεοπτική σοδειά – το βιβλίο της Μπόκοτα για τη Γιουροβίζιον και άφθονη παραλογοτεχνία του τύπου «Δώσε μου μια ευκαιρία ακόμα». Στάθηκα αμήχανη μπροστά στον πάγκο κι αποχαιρέτησα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή