Αρης Αλεξάνδρου, ο παππούς

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πώς μένει ένας παππούς στη μνήμη των εγγονιών του; Τι εικόνες κρατάνε οι απόγονοι από τις περιστασιακές, συνήθως, επαφές με τους προγόνους τους, όταν εκείνοι δεν υπάρχουν; Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τις σύντομες, περιστασιακές, αλλά γεμάτες συναντήσεις τους, η Κατερίνα Καμπάνη γράφει ένα βιβλίο για τον παππού της, τον συγγραφέα και μεταφραστή Αρη Αλεξάνδρου. Για τα καλοκαίρια στο Παρίσι ή στην Ελλάδα που είχε την ευκαιρία να γνωριστούν, να παίξουν μαζί, να αφήσει ο παππούς τα ίχνη του στη μνήμη της μικρής, τότε, Κατερίνας. Αναμνήσεις που αποτελούν το υλικό ενός βιβλίου που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Υψιλον»: «Ο παππούς μου, Αρης Αλεξάνδρου».

Η πρώτη εικόνα της πεντάχρονης, τότε, Κατερίνας είναι «το καλοσυνάτο, το διαπεραστικό βλέμμα του και, σαν απόκοσμη μουσική, η ήρεμή του φωνή και ο συναρπαστικός γοητευτικός λόγος του». Μια αποτίμηση που κάνει η Κατερίνα Καμπάνη σήμερα, με τη βοήθεια της γιαγιάς της, Καίτης Δρόσου. Η γιαγιά είναι που βάζει σε τάξη τις σκόρπιες εικόνες της εγγονής, που λύνει απορίες, που ξαναζωντανεύει πρόσωπα, τοπία, φωτογραφίες, στιγμές. Η σύντροφος της ζωής του Αρη Αλεξάνδρου, η Καίτη Δρόσου, είναι η ζωντανή μνήμη σ’ αυτό το ταξίδι αναμνήσεων. Η εγγονή, η Κατερίνα Καμπάνη, κρατάει απλώς τη γεύση: «Ο παππούς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ το σκάκι -που το ξέχασα- να τρώγω με τα ξυλάκια τα ασιατικά φαγητά -που δεν το ξέχασα- να μαγεύομαι με ιστορίες -αληθινές και φανταστικές- που μου διηγιόταν· ούτε αυτές τις ξέχασα». Απ’ αυτές τις σκόρπιες αναμνήσεις, που αποτελούν όμως ένα διαφορετικό, άγνωστο πορτρέτο του Αρη Αλεξάνδρου, η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα μερικά αποσπάσματα.

Η συνάντηση

«Πρωτοείδα τον παππού στη γραφική κοινότητα της νότιας Γαλλίας La Colle-sur-Loup, στη διάρκεια διακοπών. Σ’ ένα γράμμα του προς τη μεγάλη μου θεία Αύρα, αδελφή της γιαγιάς μου, με το χιούμορ που τον διακρίνει και τη μεταφραστική του μανία, της γράφει: «Εν Κόλλα επί του Λύκου». (…) Τότε που ήμουν μικρή και δε διάβαζα, με έθρεψαν εν είδει παιδικών παραμυθιών οι ιστοριούλες που μου διηγιόταν απ’ την παιδική του ηλικία στη Ρωσία, την πρώτη του πατρίδα. Βρήκα δύο που τις είχε γράψει ως μαθητής. Με καμάρι. Οχι πια αντιγράφοντας, αλλά βάζοντας τη σκέψη του στο χαρτί, σε γλώσσα ελληνική που κατακτήθηκε με κόπο, θέληση και πείσμα».

Ο παππούς και η φωτογραφία

«Του Αρη του αρέσει να φωτογραφίζει, αλλά όχι να φωτογραφίζεται. Γι’ αυτό και σπάνια ποζάρει μπροστά στον φακό. Εξαίρεση αποτελούν φωτογραφίες τραβηγμένες από τον Αλέξανδρο Αργυρίου, τον ζωγράφο Αλκη Πιερράκο, τη Μαντλέν, συνάδελφο της γιαγιάς Καίτης στο παρισινό εργοστάσιο όπου εδούλεψε δεκαπέντε χρόνια, κι άλλους που δεν τους θυμάμαι. Σ’ αυτές εδώ τις φωτογραφίες (οι περισσότερες των ετών 1977-1978), η στάση, το ύφος, το πάντοτε ερευνητικό του βλέμμα, είτε κοιτάζει ένα τοπίο είτε ανάβει τον αναπτήρα του, βοηθά, όποιον τις παρατηρεί προσεκτικά, να δει πως ο Αρης βρίσκεται σχεδόν συνεχώς σε παραμονές αποφάσεων. Πρόκειται για την εποχή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. (…) Δεν θυμάμαι να έγραφε ο παππούς στις διακοπές, ούτε να ‘χε φέρει μαζί του χαρτιά ή σημειώσεις. Μου το επιβεβαίωσε η Καίτη στις αφηγήσεις της οποίας και βασίζομαι για εποχές και γεγονότα που λόγω της ηλικίας μου αγνοώ. Ο Αρης, από τα νιάτα του, στην Αθήνα, σταματούσε να μεταφράζει για δεκαπέντε μέρες. Εμενε σπίτι ξαπλωμένος, διαβάζοντας, ονειροπολώντας – πραγματικό φαρνιέντε! Ξαπλωμένος ο Αρης – το ‘βλεπες. Αυτή η στάση ήταν κάτι σαν ευδαιμονία, πιότερη από χαρά. Στ’ αλήθεια, στις αμμουδιές όπου πηγαίναμε για μπάνιο, στις εκδρομές, στα βουναλάκια, στην εξοχή, πρώτος και καλύτερος βολευόταν. Ξαπλωμένος».

Το μεγάλο παιχνίδι

«Είχα ό,τι ήθελα. Ολοι μου κάναν τα χατίρια. Ομως, δεν είχε γούστο. Το ήξερα απ’ τα πριν. Εκτός, εκτός από τον Αρη· κι ας ήταν τα χατίρια τα πιο απίθανα, όπως, ας πούμε, να χορεύω πάνω στην κοιλιά του. Μας περίμενε. Ολους. Αλλά κυρίως εμένα, με ύφος τάχα αδιάφορο. Ετσι άρχιζε το παιχνίδι – της επίθεσης, της σαγήνης, της υποταγής. Επρεπε να θέλει να μου κάνει το χατίρι, χωρίς παρακάλια απ’ τη μεριά μου. Πλενόμουνα προσεχτικά στον νιπτήρα, με τις ώρες, του τραγουδούσα, του χόρευα. Μια μέρα, θυμάμαι, έπαιζε μ’ ένα φακό, τον αναβόσβηνε. Μου κίνησε έτσι το ενδιαφέρον και, φυσικά, την επιθυμία να κάνω το ίδιο. Παράτηρα τον φακό, γιατί δεν τα κατάφερνα, και το είπα. Είπα: «Δεν μπορώ…» Ξέρω πως κείνη τη μέρα ο παππούς με αγάπησε πολύ. Το είπε στην Καίτη. Γιατί; Γιατί είχα πει «όχι», γιατί είπα «δεν μπορώ», εξηγώντας την αδυναμία μου, γιατί την παραδέχτηκα.

Ξεδιπλώναμε κάθε βράδυ τις αφίσες – και ήταν πολλές. Δεν ήταν μάθημα γεωγραφίας, αλλά ζωγραφικής. Τελικά, κολλήσαμε στον τοίχο την αφίσα της Πορτογαλίας. Ηταν, βλέπεις, η εποχή της «Επανάστασης των Γαφυφάλλων». Το παιχνίδι – μάθημα συνεχίστηκε με τη μουσική. Για πολλά απογεύματα, ακούγαμε μαζί έναν μεγάλο δίσκο. «Τον έφερα για σένα», μου είχε πει. Επρεπε, λοιπόν, στο τέλος πολλών ακροάσεων, να είμαι σε θέση να μαντέψω τι αντιπροσωπεύει κάθε όργανο. Ποιος μουσικός φθόγγος είναι η γάτα, το καναρίνι ή το αγόρι, ο κεντρικός ήρωας. Ηταν «Ο Πέτρος και ο λύκος» του Σεργκέι Προκόφιεφ, με αφηγητή τον Ζεράρ Φιλίπ. Κάθε επιτυχημένη απάντηση είχε την ανταμοιβή της. Τις καραμέλες δεν τις αγαπούσα. Προτιμούσα ένα φιλί. Αυτός ήταν ο παππούς μου – για μένα».

Ο συγγραφέας του «Κιβώτιου»

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο συγγραφέας του ενός βιβλίου, ο Αρης Αλεξάνδρου, παρότι με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο έχει υπογράψει συλλογές ποιημάτων, σενάρια, παραμύθια και τις εμβληματικές μεταφράσεις των Ρώσων κλασικών. Γιος του Βασίλη Βασιλειάδη, Ελληνα από την Τραπεζούντα και της Πολίνας Αντοβνα Βίλγκελμσον, Ρωσίδας εσθονικής καταγωγής, ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Αρη Αλεξάνδρου, γεννήθηκε στο Λένινγκραντ το 1922. Ηρθε με τους γονείς του στην Ελλάδα το 1928 και εγκαταστάθηκαν στην αρχή στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αθήνα. Τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο το 1940 και έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του. Τελικά πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, αλλά το 1942 την εγκατέλειψε αποφασίζοντας να στραφεί στη μετάφραση. Ηταν η εποχή, μέσα στην Κατοχή που συνίδρυσε (με τους Ανδρέα Φραγκιά, Γεράσιμο Σταύρου κ.ά.) μια αντιστασιακή ομάδα. Ηταν η πρώτη και τελευταία οργανωμένη του συμμετοχή στην Αριστερά, από την οποία ουδέποτε απομακρύνθηκε. Το 1944 συλλαμβάνεται από τους Αγγλους και οδηγείται στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα, μέχρι τον Απρίλιο του ’45. Δεύτερη σύλληψη το 1948, και εξορία στα στρατόπεδα Μούδρου, Μακρονήσου, Αη Στράτη. Από τις φυλακές βγαίνει τελικά τον Αύγουστο του 1958 και τον επόμενο χρόνο παντρεύεται την Καίτη Δρόσου για να εγκατασταθούν στο σπίτι της, στην οδό Σπετσών 45. Το 1966 αρχίζει να γράφει το «Κιβώτιο», το οποίο ολοκληρώνεται το 1972 στο Παρίσι. Με τη δικτατορία φεύγουν και οι δύο για το Παρίσι, από τον φόβο μιας νέας σύλληψης. Εκεί αναγκάστηκε να κάνει (και ο ίδιος και η Καίτη Δρόσου) πολλές χειρωνακτικές δουλειές. «Παιδί για θελήματα σε μεγάλο κατάστημα. Καθαριστής πεζοδρομίων. Συσκευαστής (έκανε πακέτα). Νυχτοφύλακας. Χαρτονοκόπτης, χειριστής καρτελών ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τροφοδότης σε μηχάνημα όφσετ. Κουβαλητής βιβλίων στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών. Συντάκτης του λεξικού Robert. Στο Ταμείο Ανεργίας. Αναγνώστης ρωσικών χειρογράφων, επιφορτισμένος με σχετική έκθεση για τον εκδοτικό οίκο Albin Mixchel», όπως έγραφε ο Κώστας Σταματίου το 1978. Πέθανε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 2 Ιουλίου 1978 από καρδιακή προσβολή και μόλις πρόφτασε να δει τη μετάφραση του «Κιβώτιου» στα γαλλικά από τις εκδόσεις Gallimard.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή