Η δόξα και η μιζέρια του μοντερνισμού

Η δόξα και η μιζέρια του μοντερνισμού

6' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η έκθεση για τον μοντερνισμό στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου είναι η πιο τρομακτική που έχω δει, γιατί είναι πολιτική μεταμφιεσμένη σε τέχνη. Ανοίγει με μια λέξη που τα λέει όλα -«ουτοπία»- και τελειώνει με ένα απροκάλυπτο ψέμα: ότι αυτή η μηδενιστική ιδεολογία κατέληξε να είναι απλώς ένα στυλ και δεν αποτελεί πλέον απειλή. Μακάρι να ήταν έτσι. Οι μοντερνιστές ήταν οι νεοσυντηρητικοί του 20ού αιώνα. Πήραν μια υγιή μεθοδολογία -την αμφισβήτηση της συμβατικής σοφίας- και την έκαναν δόγμα που δεν επιδέχεται αντίρρηση, ακόμα και από την πραγματικότητα. Μετέτρεψαν μια μόδα σε πολιτικό πρόγραμμα, ανακηρύσσοντας εαυτούς κυρίαρχους απέναντι στους «άλλους». Παρ’ όλο που ο Χίτλερ έκλεισε το Μπαουχάους και ο Στάλιν αγαπούσε τους κορινθιακούς κίονες, η μοντερνιστική ουτοπία τροφοδότησε τον φασισμό όσο και τον κομμουνισμό και έθρεψε μια παράδοση στυλιστικής αυθεντίας που είναι ακόμα ζωντανή σήμερα. Η έκθεση στο μουσείο V&A είναι εκθαμβωτική – εικόνες, αντικείμενα, φιλμ και φωτογραφίες που όλα αλληλοτροφοδοτούνται για να δημιουργήσουν μια συγκεκριμένη εντυπωση. Η ουτοπική ιδέα που προβάλλεται είναι ότι το βικτωριανό παρελθόν αντικαταστάθηκε από την καθαρή, αστραφτερή κοινότητα της μηχανής. Οι άνθρωποι ζωγραφίζουν σαν μηχανές (Λεζέ και Μοντριάν), χορεύουν σαν μηχανές (Μπαλέτα της Μόσχας), δουλεύουν σαν μηχανές (σε εργοστάσια μαζικής παραγωγής) και παρελαύνουν σαν μηχανές (στα ντοκιμαντέρ «Ολυμπιακοί Αγώνες» και «Νυρεμβέργη» της Ρίφενσταλ). Ο μοντερνιστής προσεγγίζει το παρελθόν όχι όπως ένας αισθητής (κτίζοντας με σεβασμό πάνω σ’ αυτό) αλλά σαν δικτάτορας, καταστρέφοντάς το και αντικαθιστώντας τις αξίες και τους κανόνες του με τους δικούς του. Οι χειρότεροι δικτάτορες, επειδή απέκτησαν μεγάλη δύναμη, ήταν οι αρχιτέκτονες. Οταν ο Γκρόπιους είπε ότι ένας μοντέρνος καλλιτέχνης ζει «σε μια εποχή διάλυσης χωρίς καθοδήγηση», δεν εξέφρασε μιαν αλήθεια αλλά μια στενότητα πνεύματος. Η αρχιτεκτονική έγινε μια μηχανή ντυμένη με αφορισμούς: «Το λιγότερο είναι περισσότερο», «η φόρμα ακολουθεί τη λειτουργία». Στηρίχθηκε σε ονόματα-είδωλα όπως κονστρουκτιβισμός και σουπρεματισμός. Τα σπίτια έπρεπε να έχουν επίπεδες οροφές και οι καρέκλες έπρεπε να είναι λιτές και άβολες.

Οι άνθρωποι μίσησαν τα κτίρια από γυαλί

Μόνο τώρα αρχίζω να συνειδητοποιώ πως η ευτέλεια μεγάλου μέρους της μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής ήταν ηθελημένη. Οι κονστρουκτιβιστές θυσίασαν την τέχνη, απορρίπτοντας την ιστορία ως αστική πλάνη. «Η αναγκαιότητα πρέπει να νικήσει την ομορφιά». Βιομηχανικά υλικά όπως το γυαλί και το ατσάλι ήταν «κατάλληλα για να αποδώσουν την κομμουνιστική έκφραση της δομής». Εξ ου και ο ζοφερός μινιμαλισμός του Μις βαν ντερ Ρόε και η ψυχρή βαναυσότητα του Λε Κορμπυζιέ, που οι δημιουργίες τους πρέπει να ενέπνευσαν περισσότερη μιζέρια από οτιδήποτε άλλο στην ιστορία. Ο Κρίστοφερ Γουίλκ, ο επιμελητής της έκθεσης του V&A, αναγνωρίζει εν μέρει την ύποπτη ηθική του θέματός του. Η λατρεία του μοντερνισμού επικράτησε πιο σταθερά σε χώρες που συνθηκολόγησαν ευκολότερα με τη δικτατορία: Ρωσία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία. Συνάντησε μεγαλύτερη αντίσταση σε χώρες πιο αποφασιστικά δημοκρατικές, όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ. Ο Γουίλκ αναφέρεται συγκαταβατικά σε Βρετανούς επικριτές του μοντερνισμού που υπερασπίστηκαν μια τέχνη η οποία «προσφέρει ευχαρίστηση, φυσική και πνευματική ευεξία και μια αίσθηση του τόπου», λέγοντας ότι ήταν εκτός θέματος, ίσως και εκτός πλανήτη.

Εχθρική η Βρετανία

Κι όμως, η «παρέα» του μοντερνισμού ήταν μικρή και περιφερειακή. Η μακράν πιο δημοφιλής έκφραση της μεσοπολεμικής κουλτούρας, ο κινηματογράφος, προτιμούσε ή την αρ-ντεκό ή τις ευφάνταστες αναπαραστάσεις εποχής. Οταν οι ταινίες καταπιάνονταν με τον μοντερνισμό, τον κατασπάραζαν, όπως στα έργα του Φριτς Λανγκ και του Τσάρλι Τσάπλιν. Οσο για το κοινό, δεν έδινε δεκάρα. Η έκθεση «Ideal Home» του 1934 ήταν η μόνη όπου προωθήθηκε ισχυρά το Μπαουχάους, το «μοντέρνο» όπως το αποκάλεσαν. Ανηγέρθησαν ελάχιστα κτίρια προς επίδειξη, μερικά από τα οποία επιβιώνουν στον δρόμο προς το Χίθροου. Το στυλ όμως πέθανε. Στη Βρετανία, ο μοντερνισμός ήταν, και είναι, μια στέγη που μπάζει νερό.

Οι Βρετανοί μοντερνιστές, πολλοί απ’ αυτούς πρόσφυγες από την ηπειρωτική Ευρώπη, κέρδισαν επιρροή μόνο όταν εισακούστηκαν από την κυβέρνηση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ισχυριζόμενοι ότι θα μπορούσαν να χτίσουν μια σοσιαλιστική ουτοπία φτηνότερα και γρηγορότερα απ’ ό,τι η ελεύθερη αγορά. Ο Γουίλκ ενστερνίζεται το παλιό αξίωμα ότι τα πολυώροφα, βιομηχανικής κατασκευής κτίρια ήταν «απαραίτητα για να στεγάσουν τον πληθυσμό». Η αλήθεια ήταν ότι οι ιδιώτες εργολάβοι μπορούσαν να κτίσουν και να πουλήσουν μικρά σπίτια μεσοτοιχίας με 400-500 στερλίνες. Η πιο φτηνή κατοικία σε «μοντέρνο» βιομηχανικής κατασκευής συγκρότημα, το διαμέρισμα δύο δωματίων, είχε εργοστασιακό κόστος 1.300 στερλίνες. Το υπουργείο Δημοσίων Εργων ήταν τόσο υπερήφανο για τα κτίρια αυτά που έβαλε μια μακέτα στην Πινακοθήκη Τέιτ. Σήμερα, τα βιομηχανικής κατασκευής οικιστικά συγκροτήματα καταρρέουν, ενώ τα περιφρονημένα σπίτια στα «παραδοσιακά» προάστια φαίνονται έτοιμα να επιβιώσουν για πάντα. Ο μοντερνισμός ποτέ δεν ήταν στυλ. Ηταν απόρριψη του στυλ, γιατί το στυλ απαιτεί σκληρή δουλειά και ταλέντο. Αγνόησε την ανθρώπινη ανάγκη για στολισμό και αισθητικές αναφορές. Οι απολογητές του έφτασαν να βλέπουν ομορφιά μόνο στις ευθείες γραμμές και τα γεωμετρικά σχήματα, ύβρις τόσο στον πολιτισμό όσο και στη μηχανολογία. Τα πιο ελκυστικά αντικείμενα της έκθεσης, όπως, π.χ., πολλά κεραμικά, οικιακά σκεύη και αυτοκίνητα, είναι σε στυλ αρ-ντεκό και όχι «μοντερνιστικά». Η έκθεση στο V&A δεν θέτει το ερώτημα γιατί ο μοντερνισμός απέτυχε να αιχμαλωτίσει τη φαντασία του κοινού. Είμαι σίγουρος ότι μέρος της εξήγησης είναι ότι πρόσφερε στην πολιτική μετά τον Μεγάλο Πόλεμο ένα υποκατάστατο για όσα είχαν χαθεί στη λάσπη των πεδίων μάχης. Ομως η κατάκτηση αυτού του πλεονεκτήματος δημιούργησε αλαζονεία. Ο μοντερνισμός ερωτεύθηκε έναν άλλο -ισμό: τον κοινωνικό αυταρχισμό. Οπου μπόρεσαν να βρουν οι μοντερνιστές ένα «φιλικό» καθεστώς – στη Μόσχα ή στο Παρίσι, στο Βερολίνο ή στον δήμο του Μάντσεστερ- μιμήθηκαν τον Αλμπερτ Σπέερ.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ήμουν μάρτυρας της κατεδάφισης μιας ολόκληρης συνοικίας στο Μάντσεστερ για να ανεγερθούν τα «α λα Κορμπυζιέ» οικοδομήματα του Λούις Γουόμερσλεϊ. Χιλιάδες άνθρωποι που είχαν επιβιώσει από τους βομβαρδισμούς του Χίτλερ έβλεπαν τώρα τα σπίτια τους να καταστρέφονται από ντόπιους γκαουλάιτερ. Τους στοίβαξαν σε κοινοτικά κέντρα για να τους μεταφέρουν σε άλλες περιοχές. Ηταν σαν στρατόπεδο προσφύγων του πολέμου, βρεγμένο από ποταμούς δακρύων. Τα «μαζικά κοιμητήρια» που ανηγέρθησαν γκρεμίστηκαν αργότερα ως ακατάλληλα για κατοικίες. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που οι Βρετανοί δεν αγάπησαν ποτέ τον μοντερνισμό. Για τους περισσότερους η λέξη σήμαινε μια πολύ διαφορετική εμπειρία από αυτήν της εντυπωσιακής, λαμπερής έκθεσης στο Σάουθ Κένσιγκτον.

Στερημένα από χάρη

Παρ’ όλα αυτά, η υψιπετής νοοτροπία των μοντερνιστών επιβιώνει στα γυάλινα μεγαθήρια που σχεδιάζονται για το κεντρικό Λονδίνο και στην πρόταση της Υβέτ Κούπερ να γκρεμιστούν 150.000 σπίτια σε περιοχές των Μίντλαντς. Ακόμα και σήμερα, η βρετανική αρχιτεκτονική και οι περίβλεπτοι εκπρόσωποί της είναι κολλημένοι στον ιστό του μοντερνισμού, ανίκανοι να χειριστούν ιστορικές αναφορές σε ένα κτίριο. Σχεδόν όλα τα προτεινόμενα μεγάλα κτίρια που δεν προορίζονται για κατοικίες είναι από γυαλί και ατσάλι, σε σχήμα κουτιού, λαχανικού ή κολεόπτερου, στερημένα από χάρη και γοητεία. Η βρετανική αρχιτεκτονική δεν μπορεί να σχεδιάσει δρόμους ή στέγες ή πόρτες γιατί οι σχολές της, που ακόμα διευθύνονται από νευρικούς μοντερνιστές. δεν τολμούν να διδάξουν το πώς. Σε αυτό έχει δίκιο ο πρίγκιπας Κάρολος. Με συνέπεια, η σημερινή έκρηξη στην οικοδόμηση ιδιωτικών κατοικιών στη νοτιοανατολική Αγγλία να γυρίζει, δυστυχώς, την πλάτη στη συγκροτημένη αρχιτεκτονική. Ανταποκρίνεται στη σφοδρή επιθυμία της αγοράς για οικοδομήματα σε στυλ νεο-γεωργιανό ή νεο-Τυδώρ, για αρχιτεκτονική τύπου Χόμπιτ και Τόμας Κινκέιντ. Είναι η νέμεσις για τον μοντερνισμό.

Ο καλύτερος αποχαιρετισμός στην έκθεση του Μουσείου Βικτωρίας και Αλβέρτου είναι η διαπίστωση πως οι άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη απέρριψαν όλα όσα δοξάζει. Αρνήθηκαν να ζήσουν όπως κάποιοι τους διέταξαν. Μίσησαν τα κτίρια από γυαλί. Δεν αγόρασαν «αφηρημένη» τέχνη ούτε άκουσαν «ατονική μουσική». Αρνήθηκαν να γυμναστούν μαζικά στις πλατείες. Γύρισαν την πλάτη στο «λιγότερο είναι περισσότερο», προτιμώντας ένα ανθρώπινο περιβάλλον που σέβεται και αγαπάει το παρελθόν. Αυτό συμβαίνει σήμερα. Σκεφτείτε όμως πόση ζημιά έχει ήδη γίνει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή