Η «Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας» (εκδ. Καστανιώτης) του Αλέξανδρου Αργυρίου αποτελεί κατάθεση στην νεοελληνική φιλολογία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνική εικόνα του 20ού αι. H συγγραφή της είναι επιτυχής απόρροια πολυετούς ερευνητικού μόχθου. Βασικές προϋποθέσεις στάθηκαν το αναγνωστικό του πάθος και η πάνω από πέντε δεκαετίες δόκιμη θητεία του στη λογοτεχνική κριτική. Συνυφασμένα αυτά τα δύο με σχολαστική εντρύφηση σε παντός είδους λογοτεχνικά περιοδικά, οδήγησαν σε ένα ευρύ συγγραφικό εγχείρημα. Ετσι προέκυψε η πιο τεκμηριωμένη και λεπτομερής χαρτογράφηση του λογοτεχνικού τοπίου.
Στο πολύτομο έργο του, ο Αργυρίου παρακολουθεί και εξετάζει ενδελεχώς το λογοτεχνικό φαινόμενο εν εξελίξει. Με άλλα λόγια, συμπορεύεται με τα συμβαίνοντα, μένοντας, όμως ανεπηρέαστος από μεταγενέστερες απηχήσεις τους. Αναδύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η ατμόσφαιρα, οι προβληματισμοί και οι τρέχουσες ζυμώσεις τής κάθε εποχής.
Το μεγαλύτερο μέρος της «Ιστορίας» βρίσκεται ήδη στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Κυκλοφορούν έξι τόμοι και ανά δύο οριοθετούν χρονικά τρεις διαδοχικές ενότητες. H πρώτη ενότητα αφορά τα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918 – 1940), η δεύτερη τους δύσκολους καιρούς της Κατοχής και του Εμφυλίου (1941 – 49) και η τρίτη την πρώτη μεταπολεμική περίοδο(1950 – 1963).
Σε εκδοτική εξέλιξη βρίσκονται οι δύο επόμενοι τόμοι, δηλαδή η τέταρτη ενότητα, που πραγματεύεται τη δεκαετία 1964 – 1974. Ενώ ένας ύστατος τόμος, δηλαδή ο επιλογικός, βρίσκεται υπό επεξεργασία και απαλλαγμένος από βιβλιογραφικές αναφορές, στοχεύει σε καθολική κριτική θεώρηση όσων διεξοδικά καταχωρίζονται στους προηγούμενους τόμους.
Αυτό είναι το εκδοτικό πρόγραμμα. Ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στην προσεχή διετία. Επαναλαμβανόμενη στον υπότιτλο κάθε τόμου η φράση «και η πρόσληψή της», αποτελεί ουσιώδες στοιχείο ταυτότητας. H σταθερή της επανάληψη δεν ορίζει μόνο τη διαφορά απέναντι στις άλλες Ιστορίες. Σηματοδοτεί επίσης και την ιδιαίτερη μέθοδο ως προς τον τρόπο συγκρότησης της λογοτεχνικής ύλης.
Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η συζήτηση επικεντρώνεται στον εντοπισμό αυτών των διαφορών, αλλά και στα κριτήρια προεργασίας, που οδήγησαν στην τελική μορφή.
Οι υπολογιστές μού άνοιξαν τους δρόμους
– Πότε άρχισε να καλλιεργείται η Ιστορία σας ως ιδέα και πώς μορφοποιήθηκε ως συγγραφικό σχέδιο;
– Είναι μια ολόκληρη περιπέτεια. Ο παράγων ιστορία ανιχνεύεται σε αρκετά μελετήματά μου που είχαν συνθετικές προθέσεις. Πάντοτε η ιστορία με γοήτευε και με ενδιέφερε να βρίσκω ένα γεγονός μέσα στο περιβάλλον του. Η ιστορία της λογοτεχνίας στην καθιερωμένη της μορφή, με την εξέλιξη που έχει πάρει η θεωρία της λογοτεχνίας και η αμφισβήτηση της ιστορίας καθεαυτής, δημιουργούσε πρόβλημα για τη σκοπιμότητα και τη χρησιμότητα μιας ιστορίας της λογοτεχνίας με τις καθιερωμένες μορφές. Σε ένα κείμενό μου του 1980 κατονόμαζα τις δυσκολίες καταγραφής μιας ιστορίας της λογοτεχνίας που να λαμβάνει υπόψη τις νέες θεωρίες, κυρίως του στρουκτουραλισμού. Δεν έβλεπα ποιες άλλες δυνατότητες μπορούσαν να δημιουργηθούν. Οταν μας ήρθαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές γοητεύτηκα με τις δυνατότητες που είχαν να περάσει ένα βιβλιογραφικό υλικό μέσα σε ένα πρόγραμμα, που έχει καταρτιστεί κατά τις ανάγκες μου, και να μπορώ να το φέρω μπροστά μου μια συγκεκριμένη στιγμή της εργασίας μου με όποια ενότητα μου χρειάζεται. Ετσι, τροφοδοτώντας έναν υπολογιστή, έχεις στη διάθεσή σου ένα υλικό για να το φέρεις στα εκάστοτε μέτρα σου. Και ήδη αυτή η δυνατότητα επέτρεπε διάφορες χρήσεις της λογοτεχνικής ύλης κατά χρονική σειρά, κατά κατηγορίες, κατά συγγραφέα, κατά είδος, και, εν πάση περιπτώσει, άνοιγε δρόμους που δεν είχες φανταστεί. Προφανώς, σε συνδυασμό με μια βιβλιοθήκη που να έχει σχετική πληρότητα.
Χαρτογράφηση των ρευμάτων μιας εποχής
– Μπορείτε να μας δώσετε πιο αναλυτικά τις προϋποθέσεις, επί τη βάσει των οποίων καταστρώνετε τη λογοτεχνική σας ύλη;
– Σκοπός μου ήταν να αντιμετωπίσω το αντικείμενο που εξετάζω, ώστε να παρασταθεί η ιστορική και συγκριτική εικόνα των ρευμάτων, των σχολών, των συνειδήσεων, των νοοτροπιών, των ιδεών, δεδομένα που συναντάμε όταν μελετάμε τη λογοτεχνία στη ροή της, στις διαφοροποιήσεις από χρόνο σε χρόνο, από ενότητα σε ενότητα. Η μετάβαση στο συλλογικό σώμα της λογοτεχνίας, που συγκροτείται τόσο από μείζονες όσο και από ελάσσονες συγγραφείς, η χαρτογράφηση των ρευμάτων μιας εποχής, οι διαφοροποιήσεις από μια περίοδο σε άλλη χρονική περίοδο, φαντάζομαι ότι μπορούν να προσφέρουν μια πιο αντιπροσωπευτική εικόνα της λογοτεχνίας μιας πεπερασμένης περιόδου της, καθώς η αναλυτική παράθεση της ύλης δεν έχει κριτικές και αξιολογικές προθέσεις, αλλά αποκλειστικά ταξινομικές και παραστατικές, χωρίς αισθητούς αποκλεισμούς.
Κριτική και Ιστορία
– Θέλετε να πείτε ότι η ιστορική παράθεση της ύλης έχει μειώσει την κριτική παρέμβαση; Οτι ο ρόλος του ιστορικού κυριαρχεί επί του κριτικού; Με συνέπεια η Ιστορία σας να διαφοροποιείται καταστατικά από τις υπάρχουσες Ιστορίες;
– Οι υπάρχουσες Ιστορίες συγκροτούνται με τις ισχύουσες προδιαγραφές, γενικά αποδεκτές, τις οποίες και τηρούν κατά τον τρόπο που εισπράττουν το αντικείμενό τους. Και ενώ το αντικείμενο είναι ένα, η κάθε κλασική Ιστορία μας δίνει τη δική της έκθεση των πεπραγμένων και τα αξιολογεί κατά την αντίληψη του κάθε συγγραφέα. Θα έλεγα, κατά γενική εκτίμηση, ότι πιο κοντά στην έννοια της καθαυτό ιστορίας είναι αυτή του Δημαρά. Πάντως, με αυτή την εικόνα, γενικά των Ιστοριών, ένας απαιτητικός κριτής μπορεί να θεωρήσει ότι κακώς οικειοποιούμαι τον όρο «ιστορία». Ομως έχω ήδη εξηγηθεί από την εισαγωγή στον τόμο Α΄. Η Ιστορία μου μπορούσε να ονομαστεί και εξιστόρηση της ελληνικής ιστορίας ή δοκίμιο ιστορίας ή αφήγηση των πεπραγμένων μιας ορισμένης περιόδου που αρχίζει από το 1918 (τέλος του ΑΪ Παγκοσμίου Πολέμου, Μικρασιατική Εκστρατεία) έως το 1974 (τέλος της απριλιανής δικτατορίας, τέλος της ελλιπούς δημοκρατίας) και επιλεκτικά έως το 2006 (ώς την εποχή μας). Γιατί τώρα δεν τηρείται απόλυτα το πέρας 1974 και φτάνομε ώς την εποχή μας είναι διότι οι έως το 1974 περιληφθέντες συγγραφείς, όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Σεφέρης δεν έπαψαν να σχολιάζονται και οι ακμαίοι το ’74, Ελύτης, Ρίτσος, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Σαχτούρης, Αναγνωστάκης, να πλουτίζουν την εργογραφία και τη βιβλιογραφία τους, χωρίς να την εξαντλούν. Γιατί λέω χωρίς να την εξαντλούν, διότι η κριτική είναι μια ατέρμων διαδικασία και λειτουργεί ως πράξη βαθιάς αλληλεγγύης.
– Τα ενδιάμεσα παραθέματα και ο βιβλιογραφικός όγκος εντάσσονται στο σώμα της Ιστορίας σας και λειτουργούν ως τεκμήρια. Μήπως, όμως, συγχρόνως αποπνίγουν την κριτική θεώρηση;
– Τα επέβαλαν ώστε, πριν από την κριτική θεώρηση, να υπάρχει η ίδια η θεώρηση της λογοτεχνίας. Μέσα από τον όγκο της ύλης, τα παραθέματα να λειτουργούν ως αντιπροσωπευτικά του κυρίαρχου κλίματος, όσο εκτιμώ, της εκάστοτε χρονικής κατάστασης. Επιλογή που αφ’ εαυτής αποδίδει την κριτική μου παρέμβαση. Μεροληψία αναπόφευκτη, την οποία μετριάζει η ποικιλία των παραθεμάτων και η ελπίδα ότι με τα παραθέματα αυτά, τα οποία συχνά λειτουργούν ως συγκριτικά των ομόλογων συγγραφέων, ο αναγνώστης έχει την ελευθερία να σχηματίσει τη δική του γνώμη.
– Προφανώς, όμως, μέσα στο ευρύ πλαίσιο που έχετε εσείς καθορίσει και αποδίδει μια συγκεκριμένη οπτική θεώρηση.
– Δεν φαντάζομαι να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει αντικειμενική θεώρηση και αντικειμενική κριτική. Το φρόνιμο είναι να υπάρχει πρόθεση για την αλήθεια ή ό,τι έτσι ονομάζομε. Οσο είναι δυνατόν να περιορίζεις το «μισητό εγώ», που έλεγε και ο Πασκάλ.
Μεταβλητή στον χρόνο
– Η πολύχρονη θητεία σας στην κριτική δείχνει να έχετε κατασταλάξει σε κάποιες αξιολογήσεις. Εχετε, δηλαδή, τα κριτήριά σας. Η νέα εργασία σας και η αναθεώρηση κατά ένα τρόπο του υλικού μήπως σας οδήγησε σε νέα συμπεράσματα και νέες αξιολογήσεις ή είστε δέσμιος των αρχικών σας αξιολογήσεων;
– Νομίζω ότι η κριτική είναι επίσης μια πράξη εν προόδω. Μια μεταβλητή που παίρνει από κριτικό σε κριτικό διάφορες τιμές, για να μιλήσομε με μαθηματικές έννοιες, και συγχρόνως μεταβάλλεται με τον χρόνο και από γενιά σε γενιά. Σαν μια σειρά ατελείωτη. Εδώ δεν υπάρχει αυτό που λέγεται, ως καραμέλα, «τελευταία ανάλυση». Αίφνης δεν επιτρέπεται να πούμε ότι εξαντλήσαμε ό,τι έχομε να πούμε για τον Σολωμό, για τον Κάλβο, για τον Παλαμά, για τον Καβάφη· να περιοριστώ στα υψηλά αναστήματα.
Τέσσερα ιδιαίτερα γνωρίσματα
– Ποια τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που καθιστούν την Ιστορία σας διαφορετική από τις άλλες γνωστές Ιστορίες της λογοτεχνίας;
– Ποικίλης τάξεως. Πρώτον, οι άλλες ιστορίες καταπιάνονται με το σύνολο της νεοελληνικής ιστορίας της λογοτεχνίας. Δέκα περίπου αιώνες. Η δική μου δεν έχει τόσες φιλοδοξίες. Περιορίζεται στον 20ό αιώνα.
Δεύτερον, στις άλλες Ιστορίες ο συγγραφέας παίζει κυρίαρχο ρόλο στη σύνθεση και στις αξιολογήσεις της.
Τρίτον, οι άλλες Ιστορίες εδράζονται σε γενικές γραμμές στα βιβλία, την εκδοτική μορφή της κατατεθειμένης ύλης. Η δική μου θεωρεί ισότιμα την ύλη που προηγείται των βιβλίων και είναι κατατεθειμένη στα διάφορα έντυπα (περιοδικά και εφημερίδες).
Και τέταρτον, χωρίς να είναι τελευταίο, θεωρεί ισότιμα με τη λογοτεχνία την πρόσληψή της από τη σύγχρονή της κριτική, καθώς μάλιστα δηλώνεται και από τον τίτλο της: Η Ιστορία… και η πρόσληψή της.
Εξηγούμαι. Θεωρώ και τιμώ τις Ιστορίες του Βουτιερίδη, του Καμπάνη, του Δημαρά, του Πολίτη και του Vitti. Και για να μην παρεξηγηθώ, η δική μου εργασία δεν τις ανταγωνίζεται ούτε από την πλευρά της σύνθεσης ούτε από την πλευρά της έκθεσης του υλικού. Ξεκινάει με άλλες προθέσεις και στηρίζεται σε διαφορετικές προϋποθέσεις.