Ανεμοστρόβιλος μορφών και χρωμάτων

Ανεμοστρόβιλος μορφών και χρωμάτων

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αν ζωγραφίζω σαν βάρβαρος, είναι επειδή ζω σε βαρβαρική εποχή, είπε κάποτε ο Κάρελ Απελ, εκφράζοντας το συναίσθημα ενός ανθρώπου που ενηλικιώθηκε στην αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ολλανδός καλλιτέχνης που πέθανε στις 3 Μαρτίου στα 85 του χρόνια, υπήρξε μέλος της ομάδας Cobra, αυτού του βραχύβιου αλλά φημισμένου κινήματος ριζοσπαστών καλλιτεχνών και διανοουμένων. Ωστόσο, όπως και άλλα μέλη της Cobra, απορρόφησε μια πλειάδα καλλιτεχνικών και πνευματικών επιρροών μέσα από τις οποίες ανέπτυξε το φρενήρες στυλ της ζωγραφικής του με τις σαρωτικές πινελιές και τα παλλόμενα, βίαια χρώματα.

Γεννημένος στο Αμστερνταμ, ο Κάρελ Απελ ήταν γιος κουρέα. Σπούδασε στη Rijksakademie van Beenlende Kunsten στη διάρκεια της πιο σκοτεινής περιόδου του πολέμου. Αποφοιτώντας το 1943, χρειάστηκε να περιμένει τρία χρόνια για να κάνει τις πρώτες εκθέσεις του, στο Γκρόνιγκεν και στο Αμστερνταμ. Οπως οι σουρεαλιστές, δημιουργούσε επιθετικές, ανησυχητικές εικόνες που φαίνονταν να βγαίνουν από τα βάθη του υποσυνείδητου, όπως στον πίνακα με τον ειρωνικό τίτλο «Hip Hip Hooray», του 1949 (που βρίσκεται τώρα στην Πινακοθήκη Τέιτ Μόντερν του Λονδίνου). Στην πραγματικότητα, βρισκόταν πιο κοντά στον Ζαν Ντυμπυφέ, τον Γάλλο ζωγράφο που πρωτοστάτησε στην αποκαλούμενη «τέχνη των απέξω» εστιάζοντας στη ζωγραφική των παιδιών και των ψυχασθενών.

Το κίνημα Cobra

Οι πρώτες σημαντικές επαφές του Απελ ήταν με άλλους νεαρούς καλλιτέχνες από τις Κάτω Χώρες, όπως ο Βέλγος Corneille και ο Ολλανδός Constant, με τους οποίους ίδρυσε την Πειραματική Ομάδα το 1948 στο Αμστερνταμ. Την εποχή εκείνη, βέβαια, κάθε καλλιτεχνική πρωτοπορία που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να συνδέεται με κάποιο παρισινό καφέ – σ’ αυτή την περίπτωση ήταν το Caf Notre-Dame, όπου τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, το κίνημα του Απελ βαφτίστηκε επίσημα Cobra.

Παρά την παρισινή αίγλη που κατέκτησε, η Cobra ήταν ακρωνύμιο των ονομάτων «Κοπεγχάγη, Βρυξέλλες, Αμστερνταμ», αντανακλώντας την καταγωγή των μελών της στα οποία τώρα περιλαμβανόταν και ο Δανός Ασγκερ Γιορν. Η πρώτη έκθεση της ομάδας έγινε λίγους μήνες αργότερα στο Αμστερνταμ, όπου ο Απελ ολοκλήρωσε επίσης μια τοιχογραφία στο εστιατόριο του Δημαρχείου. Τα γελαστά αλλά τρομακτικά παιδάκια που απεικονίζονταν φαίνεται ότι έκοβαν την όρεξη των δημοτικών συμβούλων και έτσι το έργο αμέσως σχεδόν καλύφθηκε και έμεινε κρυμμένο για τα επόμενα δέκα χρόνια.

Η αναγνώριση

Ο Απελ επέστρεψε το 1950 στο Παρίσι, όπου ο συγγραφέας Μισέλ Ταπιέ του πρόσφερε την υποστήριξη που δεν είχε καταφέρει να κερδίσει στην Ολλανδία. Παρ’ όλο που πήρε μέρος σε άλλη μια αναδρομική έκθεση της Cobra (στη Λιέγη το 1951) καθώς και σε οκτώ ετήσιες εκθέσεις της ομάδας, γρήγορα ανέπτυξε μια επιτυχημένη προσωπική καριέρα.

Το 1954 τιμήθηκε με το Βραβείο της Ουνέσκο στην Μπιενάλε της Βενετίας και τρία χρόνια αργότερα η υποδοχή που του επιφύλαξαν στη Νέα Υόρκη ήταν θριαμβευτική. Είχε επιτέλους αποφοιτήσει από τις πολιτιστικές πρωτεύουσες του παλαιού κόσμου για να αναδυθεί στην καινούργια οικουμενική μητρόπολη. Ξεκίνησε αμέσως μια σειρά τζαζ πορτρέτων, ανάμεσά τους και του αγαπημένου του Ντίζι Γκιλέσπι, που η μουσική του θα συνόδευε το φιλμ «Η πραγματικότητα του Κάρελ Απελ», που σκηνοθέτησε ο Jan Vrijman το 1961.

Αναπόφευκτα, το έργο του Απελ θεωρήθηκε ότι συγγενεύει με το ρευστό, δυναμικό στυλ της γαλλικής art informel και με τον αμερικανικό αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Ωστόσο, οι εικόνες του παρέμειναν παραστατικές, έστω και αόριστα, με τα ζωόμορφα σχήματα και τα πρόσωπα-μάσκες να ξεπροβάλλουν σαν γιουνγκιανά αρχέτυπα σε έργα όπως στους πίνακες «Ανθρωποι, Πουλιά και Ηλιος» (στην Τέιτ) και «Κλαίων κροκόδειλος προσπαθεί να πιάσει τον Ηλιο» (στο Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης), αμφότερα από τα μέσα της δεκαετίας του ’50.

Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Απελ ήταν η υφή του λαδιού πάνω στον καμβά – ζωηρή, αδρή και βίαιη. Συχνά εκτόξευε το χρώμα πάνω στις μορφές του χωρίς να χρησιμοποιεί πινέλο -«το σωληνάριό μου είναι σαν πύραυλος, που διανύει το δικό του διάστημα»- ή το τοποθετούσε σε παχύ στρώμα με μαχαίρι: το «Ξαπλωμένο γυμνό», πίνακας του 1966, έχει να κάνει λιγότερο με το γυναικείο σώμα και περισσότερο με την «απτή αισθησιακή εμπειρία» της ζωγραφικής.

Ανήσυχος καλλιτέχνης ώς το τέλος

Ο Απελ εξερεύνησε επίσης πολλά άλλα μέσα, από τα υφαντά, τα κεραμικά και τα βιτρό -σε έργα του σε εκκλησίες και δημόσια κτίρια- ώς το αλουμίνιο και το πολυέστερ που χρησιμοποίησε στα γλυπτά του. Ηταν επίσης εξαιρετικός χαράκτης, συνδυάζοντας έγχρωμες λιθογραφίες και ξυλόγλυπτα στον κύκλο έργων Appel Circus (1976-78).

Ενα ακόμα πιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό του ήταν η συνεργασία του με ανθρώπους από εντελώς διαφορετικά καλλιτεχνικά πεδία. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ασχολήθηκε με πρωτότυπους συνδυασμούς ζωγραφικής και «οπτικής ποίησης» μαζί με τον Αλεν Γκίνσμπεργκ, ενώ το 1987 συνεργάστηκε με τον Ιάπωνα χορογράφο Μιν Τανάκα στο «Μπορούμε να χορέψουμε ένα τοπίο» που παρουσιάστηκε στην Opera Comique στο Παρίσι – μια περφόρμανς μέσα σε σκηνικό ζωηρόχρωμων τοπίων, αιλουροειδών και αγελάδων πάνω σε ρόδες. Οι κριτικές ήταν ανάμεικτες.

Ο ρόλος του Κάρελ Απελ στην ομάδα Cobra, πάντως, ήταν αυτός που εξακολούθησε να ελκύει τη μεγαλύτερη προσοχή. Προς το τέλος της ζωής του, η ομάδα αυτή είχε πλέον γίνει τμήμα της καλλιτεχνικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Το 1995 ένα μουσείο αφιερωμένο στην Cobra εγκαινιάστηκε στην ολλανδική πόλη Αμστελβεν, ενώ το 1981 τα 80ά γενέθλια του Απελ γιορτάστηκαν με αναδρομικές εκθέσεις σε όλη την Ολλανδία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή