Απογοήτευσε ο Νάνι Μορέτι

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν οι ταινίες ενός μεγάλου φεστιβάλ, στην καλύτερη περίπτωση, φτάνουν στον μέσο όρο της απόδοσης των σκηνοθετών τους, μόνο για επιτυχημένη διοργάνωση δεν μπορεί να μιλήσει κανείς. Η πρωτοτυπία, η έμπνευση, η φρεσκάδα, είναι έννοιες που, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν έχουν περάσει το κατώφλι του Palais. Η πρώτη εβδομάδα του 59ου Φεστιβάλ των Καννών κύλησε με ταινίες που ήταν αδιάφορες, κακές ή, σε λιγότερες περιπτώσεις, απλώς καλές. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής των Καννών, Τιερί Φρεμό, ή δεν μπόρεσε να βρει καλές ολοκληρωμένες ταινίες ή έκανε επιλογές που αποδεικνύονται αποτυχημένες. Η πρώτη εκδοχή φαίνεται πιθανότερη, καθώς κάποιες από τις παραγωγές, οι οποίες είχαν απορριφθεί από παράλληλα προγράμματα των Καννών, ξαφνικά βρέθηκαν να διεκδικούν τον «Χρυσό Φοίνικα»!

Μια πολυσυζητημένη και αναμενόμενη ταινία ήταν το «Il Caimano» του παλιότερου νικητή («Το δωμάτιο του γιου») Νάνι Μορέτι, μια υποτιθέμενη σάτιρα για την προσωπικότητα και τη διακυβέρνηση Μπερλουσκόνι, μέσα από την προσπάθεια ενός ξεπεσμένου παραγωγού να ξανακάνει ταινία. Είναι εντυπωσιακό πόσο ευτελές είναι το χιούμορ και πόσο ασήμαντο και τετριμμένο το πολιτικό σχόλιο, σε σημείο να καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι στόχος του Μορέτι ήταν απλώς να εξαργυρώσει με καιροσκοπική διάθεση τη δυσαρέσκεια στο πρόσωπο του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού.

Το ίδιο ατυχείς είναι και οι δύο αμερικανικές ταινίες που επιχειρούν να σατιρίσουν πολιτικές και συμπεριφορές. Το «Southland tales» του Ρίτσαρντ Κέλι ήρθε στις Κάννες με την καλτ φήμη του νεαρού σκηνοθέτη του «Donnie Darko» και με θόρυβο που προκαταβολικά τοποθετούσε την ταινία ακόμη και στη θέση του νικητή του φεστιβάλ. Στη δημοσιογραφική προβολή, η κατακραυγή ήταν ομόφωνη γι’ αυτήν την ταινία που ο μόνος χαρακτηρισμός που μπορεί να της δώσει κανείς σε κάθε επίπεδο είναι «απερίγραπτη». Πυρηνικές επιθέσεις, σταρ του Χόλιγουντ, πορνοστάρ, πολιτικές οικογένειες, μαρξιστές επαναστάτες και Γερμανοί επιχειρηματίες εναλλακτικής ενέργειας μπλέκονται στο Λος Αντζελες του 2008 σε ένα κουβάρι δύο ωρών και σαράντα λεπτών, που δοκιμάζει την υπομονή και τα νεύρα του θεατή. Το «Southland tales» είναι από τις περιπτώσεις ταινιών «ωρίμανσης» νεαρών και παραφουσκωμένων με θετικές κριτικές σκηνοθετών, οι οποίοι προχωρούν προς κάποιο μεγάλο όραμα, χωρίς να έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους βασικά πράγματα για τη δημιουργία μιας ταινίας. Λίγο καλύτερα είναι τα πράγματα στο πολυπρόσωπο «Fast food nation» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, όπου σχολιάζεται όχι μόνο η διατροφική ευκολία που επικρατεί στην Αμερική, αλλά και το οικονομικό σύστημα που την εκμεταλλεύεται και τη συντηρεί με τη φτηνή εργασία των Μεξικανών λαθρομεταναστών. Το πολιτικό – κοινωνικό σχόλιο ωστόσο, είναι απλοϊκό, χάνει την ευκαιρία να γίνει εύστοχο και καίριο και η ταινία αρκείται σε μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες.

Οι ελάχιστες καλές ταινίες έχουν έρθει στις Κάννες από τους δοκιμασμένους δημιουργούς. Κατά γενική ομολογία, την πιο ολοκληρωμένη δουλειά, τόσο σε επίπεδο κριτικής αποδοχής όσο και εμπορικής δυναμικής, έχει παρουσιάσει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ με το «Volver». Καλή -με αντιρρήσεις αρκετών όμως- ήταν και η δουλειά του Κεν Λόουτς επάνω στην αντι-βρετανική επανάσταση των Ιρλανδών με το «Ο άνεμος που σηκώνει το κριθάρι». Ενα χαρακτηριστικό δείγμα του προσωπικού του σινεμά, που πάντως δεν ξεπερνάει τις καλύτερες στιγμές του και δεν πρόκειται να διευρύνει τη βάση των φίλων του, παρουσίασε ο Ακι Καουρισμάκι με το «Φως στο σούρουπο». Ο Κόιστινεν, ένας σεκιουριτάς, τυπική περίπτωση loser, είναι αντικείμενο συνεχών πειραγμάτων από τους συναδέλφους του, αγνοείται από τις γυναίκες και αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση από τους πάντες. Η γυναίκα που θα τον προσέξει, θα το κάνει μόνο επειδή την ενδιαφέρει η αρμαθιά των κλειδιών του, ανάμεσα στα οποία και ενός κοσμηματοπωλείου. Τα αμέτρητα βάσανα που θα περάσει ο Κόιστινεν θα καταλήξουν σε ένα ελπιδοφόρο άγγιγμα από ένα φιλικό χέρι.

Από τις καλύτερες και πιο συνεπείς παρουσίες ήταν, τέλος, τα «Κλίματα» του Τούρκου Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν. Οπως και στις προηγούμενες ταινίες του («Σύννεφα του Μάη», «Μακριά») ο ίδιος ο σκηνοθέτης παίζει έναν χαρακτήρα που βασίζεται λίγο πολύ στον ίδιο του τον εαυτό. Στις παλιότερες δουλειές του ασχολήθηκε με τη σχέση του με τις ρίζες και την οικογένεια. Εδώ τον απασχολεί η προβληματική ερωτική επικοινωνία σε μια ιστορία γραμμένη, ερμηνευμένη και σκηνοθετημένη με τρόπο που αναφέρεται άμεσα στο σινεμά του Μικελάντζελο Αντονιόνι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή