Γαλλικό ραντεβού με την τέχνη

Γαλλικό ραντεβού με την τέχνη

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η έκθεση που εγκανιάστηκε στις 9 Μαΐου στο Γκραν Παλέ του Παρισιού, με τον τολμηρό εάν όχι πομπώδη τίτλο «Η Δύναμη της Τέχνης» (έως 25/6) ή άτυπα «Εκθεση Βιλπέν», σε μια κατά τα άλλα κάθε άλλο παρά ευτυχή περίοδο της καριέρας του εν λόγω πρωθυπουργού, είναι πρώτα απ’ όλα ένα πολιτικό γεγονός, η τελευταία έκφραση του γαλλικού κρατικού προστατευτισμού αλλά και της ανάγκης της γαλλικής σκηνής για εξωστρέφεια και διεθνής αναγνώριση. Ολα ξεκίνησαν τον περασμένο Οκτώβρη, όταν στα εγκαίνια της FIAC, της παρισινής φουάρ σύγχρονης τέχνης, ο Γάλλος πρωθυπουργός ανακοίνωσε ένα νέο διεθνές ραντεβού με τη σύγχρονη τέχνη made in France, την πρώτη παρισινή «τριενάλε», η οποία θα πραγματοποιείται πλέον, όπως λέει το όνομά της, κάθε τρία χρόνια. Προς απάντηση σε όσους, με αφορμή μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2000 σχετικά με την ασθενή παρουσία Γάλλων καλλιτεχνών στο εξωτερικό, κατηγόρησαν το κράτος για αδιαφορία, οι σημερινοί του εκπρόσωποι πέταξαν το μπαλάκι στους ίδιους τους παράγοντες του «χώρου», δίνοντάς τους δεκαπέντε «λευκές κάρτες», τα 7.000 τ.μ. του πρόσφατα ανακαινισμένου νάρθηκα του Γκραν Παλέ και έξι μήνες για να ετοιμάσουν μια αξιοπρεπή έκθεση.

Αφάνεια

Στο μεταξύ, η συζήτηση γύρω από τις αιτίες της αφάνειας έχει φτάσει στο ζενίθ της, ανάμεσα σ’ ένα κοινό αίτημα να ανατραπεί αυτή η κατάσταση και τον ευνόητο σκεπτικισμό διανοουμένων και καλλιτεχνών που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της καλλιτεχνικής δημιουργίας από εθνικά και άλλου τύπου αιτήματα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι ένα θέμα, κυρίως από την πλευρά των συλλεκτών και γκαλεριστών, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια προτιμούσαν να επενδύουν σε πιο σίγουρες αξίες, συνήθως σε Γερμανούς, Αμερικανούς ή Αγγλους καλλιτέχνες. Η απουσία από τα διεθνή έντυπα Γάλλων θεωρητικών τέχνης τα τελευταία είκοσι χρόνια, είναι ένα άλλο, σε αντίθεση με την επιρροή που συνεχίζουν να ασκούν οι προκάτοχοί τους, φιλοσόφοι και διανοητές της λεγόμενης «french theory», από τον Ρολάν Μπαρτ και τον Ζακ Λακάν, μέχρι τον Φουκώ, τον Ντεριντά ή τον Ζυλ Ντελέζ. Το «βάρος» της μοντέρνας παράδοσης, η αντιδραστική συχνά εμμονή με το παρελθόν είναι άλλος ένας λόγος, στην περίπτωση της Γαλλίας και όχι μόνο.

Πέρα από την αδιαμφισβήτητη εξουσία της αγοράς και το γεγονός ότι η υπερβολική θεσμοποίηση βλάπτει τη δημιουργικότητα, είναι επίσης γεγονός ότι η απουσία στη μεταμοντέρνα εποχή, όχι τόσο κριτικού λόγου, όσο προσωπικοτήτων που να συνδυάζουν τον θεωρητικό λόγο και την ενεργό εμπλοκή στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, πλαισιώνοντας και στηρίζοντας τάσεις ή ομάδες, έχει αφήσει ένα κενό που προσπαθούν ενίοτε να καλύψουν νέοι κριτικοί, όπως ο Νικολά Μπουριό, ή μεγαλοσυλλέκτες όπως ο Σαρλ Σάατσι ή ο Φρανσουά Πινό, ο καθένας με λίγο διαφορετικά κίνητρα και προσδοκίες.

Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά αυτής της σκηνής, τι είδους «δύναμη» έχει να επιδείξει η γαλλική -εν δυνάμει διεθνής- τέχνη από το 1960 μέχρι σήμερα; Ο καθένας από τους δεκαπέντε επιμελητές που κλήθηκαν να δομήσουν την έκθεση απαντάει σύμφωνα με την προσωπική του εμπειρία και γούστο, σπάνια με πνεύμα απολογισμού και σε καμία περίπτωση ιστορικής αναδρομής. Το αποτέλεσμα μοιάζει όπως είναι επόμενο ασύνδετο, ετερόκλητο, πολλοί μιλάνε για ατμόσφαιρα φουάρ, καταφέρνει όμως νομίζουμε να αποδώσει τον πληθωρικό χαρακτήρα της σύγχρονης τέχνης, ενώ κρατάει το ενδιαφέρον του επισκέπτη ζωντανό, αφήνοντάς τον ελεύθερο να χαθεί, να κρίνει και να συμπεράνει.

Η επίσκεψη μετατρέπεται σε διασκεδαστική περιπλάνηση, μέσα σ’ έναν ανοιχτό λαβύρινθο από αντικείμενα και εικόνες, καθώς σε κάθε στροφή αναζητάμε την έκπληξη. Η αξία της σύγχρονης τέχνης είναι άλλωστε πάνω απ’ όλα υποκειμενική υπόθεση, μας μιλάει ή όχι ανάλογα με το βλέμμα μας, τις εμπειρίες, τα ενδιαφέροντα και τις ευαισθησίες μας. Κάποιοι επιμένουν να κρίνουν με ιδεαλιστικούς όρους «ομορφιάς», αποτελεσματικότητας ή ελκυστικότητας της μορφής, άλλοι αναζητούν τον προβληματισμό, άλλοι πάλι τη συγκίνηση ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια κάποια εμπειρία. Ο Eric de Chassey, ένας από τους δεκαπέντε επιμελητές, μιλάει για «φόρμες ικανές να συγκρατήσουν το βλέμμα μας», πέρα από αφηγηματικές ή ψυχολογικές δομές, ο Paul Ardenne για την «παρεμβατική» δύναμη της τέχνης στη σύγχρονη κουλτούρα, ως παρουσία «αναπάντεχη» και «προβληματική» όπως τη χαρακτηρίζει, σε αντίθεση με τα «ελκυστικά» προϊόντα της πολιτιστικής βιομηχανίας.

Η αφήγηση είναι πάραυτα ένα από τα κατ’ εξοχήν εργαλεία πολλών σύγχονων Γάλλων, και όχι μόνο, καλλιτεχνών. Οι αναφορές των περισσοτέρων, θυμίζει ο Μπερνάρ Μαρκαντέ, είναι άλλωστε κατ’ αρχήν ποιητικές και λογοτεχνικές, το εφέ Ντυσάν δεν είναι παρά η εξέλιξη ενός εφέ Φουριέ, ενός εφέ Ζαρύ, Λωτρεαμόν ή Μαλαρμέ. Καλλιτέχνες όπως ο Πιερ Ουίγκ, ο Φαμπρίς Υμπέρ, ο Φιλίπ Παρενό, ο Ζαν Λυκ Μουλέν ή η Ντομινίκ Γκονζάλες-Φόρστερ, μερικοί από τους βασικούς εκπροσώπους της λεγόμενης γενιάς του ’90, μας καλούν να δώσουμε χρόνο στα έργα τους, να λειτουργήσουμε με όρους ποιητικής εμπειρίας. Οταν το αποτέλεσμα δεν χάνεται πίσω από τα πολλαπλά επίπεδα σκέψης και διανοητικού βερμπαλισμού, το «ταξίδι» (βλ. «A Journey that wasn’t », 2006, του Ουίγκ, έπειτα από ένα ταξίδι στην Ανταρκτική) μπορεί να αποβεί πράγματι απολαυστικό.

Πολιτικά έργα

Αρκετά έργα της έκθεσης τοποθετούνται στη σφαίρα του πολιτικού, με την ευρύτερη έννοια του σχολιασμού, εκτροπής, σάτιρας ή παρωδίας στοιχείων ή συμπτωμάτων της κοινωνικής πραγματικότητας: ο Claude Closky παρουσιάζει ένα πολύ αργό και τελετουργικό diaporama από υπερρεαλιστικές εικόνες τύπου φωτορομάντζου, κιτς καλοκαιρινής ευτυχίας με τίτλο οι «Αυγουστιάτικοι» («les Ao?tiens», 1997-1998), ο Jean-Luc MoulŽne εκθέτει σαράντα οκτώ «αντικείμενα απεργίας», έγχρωμες «ελκυστικές» φωτογραφίες αντικειμένων-προϊόντων που παράχθηκαν σε περιόδους πραγματικών απεργιακών κινητοποιήσεων όπου οι εργαζόμενοι είχαν αναλάβει την αυτοδιαχείριση του εργοστασίου ή της εταιρείας τους, ενώ ο Ζαν Μισέλ Αλμπερολά έχει καλύψει τον τοίχο που φιλοξενεί τα σχέδια και τους πίνακές του με μικροσκοπικά τυπωμένα αποκόμματα Τύπου που αναφέρονται σε μαζικές απολύσεις εργαζομένων από μεγάλες πολυεθνικές.

Σε μια ενότητα με τίτλο «Κατοικία», συναντάμε καλλιτέχνες-νομάδες όπως ο Καμερουνέζος Μπαρτελεμύ Τογκό, ο Κροατο-Βόσνιος Βράτσο Ντιμιτρίεβιτς ή η Βόσνια Μάγια Μπάγιεβιτς, που εγκατεστημένοι στη Γαλλία, φέρουν τον τόπο καταγωγής αλλά και μιαν ανάγκη αναζήτησης, όπως γράφει ο Lorand Hegyi, ενός φανταστικού, ιδανικού τόπου, μιας ουτοπίας. Ο Richard Leydier ανέλαβε να δείξει σύγχρονη, κυρίως ανθρωποκεντρική ζωγραφική της δεκαετίας του ’80 ή και πιο σύγχρονη (Gerard Garouste, Bernard Dufour, Vincent Corpet, Marc Desgrandchamps, Stphane Pencrac’h) και η Anne Tronche μεταξύ άλλων πολιτικοποιημένους πίνακες των Erro και Herv ԍlmaque.

Από τις πιο επιτυχημένες ενότητες, ξεχωρίζουμε εκείνες των Μπερνάρ Μαρκαντέ, με τίτλο «Δεν πιστεύω στα φαντάσματα αλλά τα φοβάμαι», Ντανιέλ Σουτίφ, «Αντικειμενικότητες», Paul Ardenne «Παρεμβάσεις» και της Νατάλι Ερζινό, φόρο τιμής στον Raymond Hains, καθώς και την «Superdfence» («Υπεράμυνα») του Ερίκ Τρονσί, με έργα από αισθητικής άποψης δυνατά ή μάλλον «αποτελεσματικά», γεμάτα ειρωνεία και αυτοσαρκασμό σε σχέση με τη σύγχρονη γαλλική κουλτούρα, των Ξαβιέ Βελάν, Μπερνάρ Μπυφέ, Pierre et Gilles, Bruno Serralongue Francesco Vezzoli, Bertrand Lavier, Gloria Friedmann.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή