Διακρινοντας

3' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πού οφείλεται η αποτυχία του νεότερου ελληνικού έθνους να ξεπεράσει την ψευδή ζωή των ανεδαφικών ιδεολογημάτων, τα οποία σε επανειλημμένες περιστάσεις καταδυνάστευσαν τον βίο του; Προσπαθώντας να απαντήσει στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα, ο Δημήτρης Χατζής υποστηρίζει στο μελετητικό-δοκιμιακό του έργο την εξής θέση: Ενα από τα ουσιώδη γνωρίσματα της δυτικοευρωπαϊκής Αναγέννησης υπήρξε η συγχώνευση του λαϊκού και του λόγιου στοιχείου σε μια ενιαία αποκρυσταλλωμένη εθνική συνείδηση. Η νεότερη αυτή συνείδηση απέκτησε καινούργια αίσθηση της πραγματικότητας καθώς άρχισε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με βιωματική αμεσότητα, ενώ ταυτόχρονα επιχείρησε να τον συλλάβει και μέσω ενός αυστηρού επιστημονικού πνεύματος. Οι δύο αυτές διαδικασίες οδήγησαν στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Σε αντίθεση, ωστόσο, προς ό,τι συνέβη στη Δύση, στη νεοελληνική περίπτωση, η κληρονομημένη από το μεσαιωνικό Βυζάντιο λόγια παράδοση της θεοκρατίας και του δογματισμού επικράτησε, σύμφωνα με τον Χατζή, σε όλες τις κρίσιμες στιγμές ζωής του νεοελληνικού έθνους. Με αποτέλεσμα να στερήσει τον ελληνικό πολιτισμό αφ’ ενός από την αναγεννητική εμπειρία της βιωματικής αίσθησης του κόσμου και αφ’ ετέρου από την ερεθιστική άσκηση καλλιέργειας του επιστημονικού πνεύματος – συνθήκη που, σύμφωνα με τον μελετητή, επιβίωνε μέχρι τις μέρες του στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα.

Ο τόμος «Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού» (επιμ. Βενετία Αποστολίδου, εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 394) περιλαμβάνει 19 κείμενα του Δημήτρη Χατζή, γραμμένα στην περίοδο της πολιτικής του εξορίας στην Ανατολική Ευρώπη 1949-1974 καθώς και στην περίοδο της ελλαδικής επιστροφής 1975-1980. Αντικείμενό τους, οι σχέσεις του Βυζαντίου με τη νεότερη Ελλάδα, το πρόσωπο του νέου ελληνισμού, ελληνικές πνευματικά φυσιογνωμίες όπως οι Παλαμάς, Σεφέρης και Βάρναλης, ρεύματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας όπως ο ποιητικός μοντερνισμός, η αστική πεζογραφία της Εθνικής Αντίστασης, η πεζογραφική γενιά του ’30. Πρόκειται για σειρά λαμπρών (γνωστών και άγνωστων) δοκιμίων, στα οποία ο δημιουργός επιχειρεί τον ομολογημένο στόχο του – τη συγκρότηση μιας σύγχρονης νεοελληνικής ιδεολογίας που ξεπερνώντας τα παλαιά διχαστικά σχήματα θα αποτελεί βάση εθνικής αυτογνωσίας βασισμένης στην ιστορική συνείδηση.

Για τον Χατζή, εξηγεί στην εισαγωγή της η επιμελήτρια, η ιστορία της λογοτεχνίας δεν αποτελεί απλώς την ιστορία μιας τέχνης αλλά κάτι θεμελιωδέστερο. Εφ’ όσον κάθε έθνος συγκροτείται παράλληλα προς τη λογοτεχνία του, η ιστορία της κάθε λογοτεχνίας φέρει μέσα της αποτυπωμένη την ιστορία του έθνους που την παρήγαγε συνιστώντας παράλληλα και βασικό στοιχείο της παιδείας του. Στην ελληνική περίπτωση όμως, εφ’ όσον η πορεία συγκρότησης του νεοελληνικού έθνους γνώρισε αλλεπάλληλα εμπόδια και ήττες, με ανάλογο τρόπο η πορεία συγκρότησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας γνώρισε και αυτή διαρκείς ασυνέχειες και χάσματα. Κορυφαίο παράδειγμα δυσλειτουργίας, η περίπτωση του Διονυσίου Σολωμού, στο «θρυμματισμένο» έργο του οποίου ο Χατζής είδε να καθρεφτίζεται λόγω της επικράτησης των μεσαιωνικών-φαναριωτικών δυνάμεων, το «σπασμένο πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού».

Πόσο ισχυρές εξακολουθούν να είναι οι απόψεις αυτές σήμερα; Η εκδοτική ιστορία και η υποδοχή του δοκιμιακού έργου του ίδιου του Χατζή, 25 χρόνια από το θάνατό του, δυστυχώς αναδεικνύουν τις ασυνέχειες και τα χάσματα σε αξεπέραστα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού βίου. Το μελετητικό έργο του Χατζή ευτύχησε να βρει φανατικούς υπερασπιστές στο πρόσωπο των ερευνητών Νίκου Γουλανδρή και Βενετίας Αποστολίδου, στον γρηγορούντα κύκλο του περιοδικού Αντί, στους ακάματους οργανωτές των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Για πολύ λίγους σύγχρονους Ελληνες λογοτέχνες αποκτήσαμε τόσο σύντομα, μια τόσο πλούσια εικόνα του συνόλου των εργασιών τους. Μόνο που κάθε μελετητής δείχνει να εργάστηκε κάτω από καθόλου ευνοϊκές συνθήκες: Εκτός από το πολύτιμο «Βιβλιογραφικό μελέτημα» του 1991, ο Νίκος Γουλανδρής εξέδωσε το 1995 «Το μικρό νεοελληνικό όργανο», το οποίο αποσύρθηκε εξαιτίας ασφαλιστικών μέτρων της χήρας του πεζογράφου. Το σημερινό «Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού», το οποίο πνευματικά επίσης ανήκει στους κληρονόμους του Χατζή αγνοεί και την άλλη εργασία του Γουλανδρή «491 δελτία για τον Δημήτρη Χατζή» (2001). Αλλά και η Βενετία Αποστολίδου ολοκλήρωσε το 2003 τη σημαντικότατη, συνθετική μελέτη της «Λογοτεχνία και ιστορία. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή» χωρίς το βιβλίο να προκαλέσει -με εξαίρεση δύο βιβλιοκριτικά σημειώματα στην «Αυγή» και στον «Μανδραγόρα»- τη φυσιολογικώς αναμενόμενη συζήτηση στους φυσικούς αποδέκτες του, στους κύκλους δηλαδή του περιοδικού Αντί και των ΑΣΚΙ – με εξαίρεση μια άνευ ουσίας παρέμβαση του Νίκου Γουλανδρή. Η εικόνα; Ασαφούς προελεύσεως πάθη συνδυασμένα με ακατανόητη απάθεια μοιάζει να βραχυκυκλώνουν τη ζωή μιας πνευματικής κοινότητας που σπαταλά απερίσκεπτα τις δυνάμεις της, που δεν αναζητά από κοινού, δεν ανταλλάσσει και δεν συνθέτει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή