Ο Μακρυγιάννης και οι επίγονοι

Ο Μακρυγιάννης και οι επίγονοι

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στρατηγού Μακρυγιάννη

Απομνημονεύματα

Σύνθεση – Σκηνοθεσία: Χρ. Καλαβρούζος – Σπ. Ευαγγελάτος

Θέατρο: Αμφιθέατρο

Νικ. Ντάβα:
Εγώ γύρισα για σένα
Σκηνοθεσία: Νικ. Ντάβας
Θέατρο: Καρέζη
«Κι όταν όλων μας το αίμα
θέλει νά ‘μπει μες στ’ αυλάκι,
το ίδιο χωράφι
να ποτίσει, στρατηγέ μας.
Τι πια δεν είμαστε στο «εγώ»,
Ως Εσύ μας τό ‘πες
Μα σήμερα είμαστε στο «εμείς» (…)»
Αγγ. Σικελιανος,
«Μακρυγιάννης» – «Λυρικός Βίος, Ε΄», 1951.

Ο εμφανισιακά αδρός Χρ. Καλαβρούζος, με τις σοφές στις λεπτομέρειες παρεμβάσεις του Σπ. Ευαγγελάτου, υπήρξε και ερμηνευτικά ιδανικός για να παρουσιάσει σε μονόλογο αποσπάσματα από τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Μακρυγιάννη (1797-1864).

Σπαρακτικός, με μια λερή φουστανέλα, αντιδικών αγωνιστής, υποκειμενικός, είρων κατά σημεία, επιθετικά περιγραφικός, με ανάγλυφη την ασπούδαστη λαϊκή σοφία του Μακρυγιάννη, ο Καλαβρούζος τεχνολόγησε έτσι την ιδιότυπη γλώσσα ώστε να παραγάγει το ύφος της και να εικονογραφήσει πειστικότατα τον άνθρωπό της.

Η αγιοποίηση του Στρατηγού

Εναν άνθρωπο που ανήκει στη φρέσκια ελληνική παράδοση τραγουδώντας την αυτοσχεδιαστικά (σ’ αυτό το σημείο ο ηθοποιός έκρουσε τις πιο συγκινημένες και συγκινητικές χορδές του), έναν άνθρωπο ενάρετο αλλά και μισομπερμπαντάκο, βίαιο αλλά και διαλλακτικό, τέλος πάντων έναν Ελληνα του καιρού του που μάχεται με κάθε τρόπο για την επιβίωση, για την πατρίδα και για το δίκαιο, αρκούντως ποδοπατημένο από τους φαύλους «εκλαμπρότατους» τής μετά τον αγώνα της ανεξαρτησίας εποχής. Αυτά εν ολίγοις για την παράσταση, που ευθυγραμμίστηκε βέβαια και αυτή με την επικρατούσα άποψη ενός εξιδανικευμένου Μακρυγιάννη. Και ίσως έτσι έπρεπε να κάνει, μια και η συμβολοποίηση και αγιοποίηση του Στρατηγού είναι πια μέρος της εθνικής μας κληρονομιάς. Για όλα τούτα βέβαια δεν φρόντισε λίγο μια μερίδα της περιβόητης γενιάς του ’30, που φόρεσε καθ’ υπερβολήν στον Μακρυγιάννη τα εξιλεωτικά της λογιοσύνης της ιδεολογήματά της. Γιατί, κι αν η γλώσσα του (εφόσον δεχθούμε ότι δεν παρενέβη σ’ αυτήν ο Βλαχογιάννης) συνιστά έναν άκρως γοητευτικό οργανισμό απλοϊκότητας και ιδιοφυΐας, τούτο δεν σημαίνει ότι έπρεπε να επιβληθεί ως παιδευτικός ή λογοτεχνικός κανόνας. Νιώθω ελάχιστος, όμως δεν μπορώ να μην εκφράσω την απορία αρκετών: Δικαιούμαστε να πιστέψουμε στις εντελώς αγαθές προθέσεις στέρεα και ευρωπαϊκά πεπαιδευμένων αστών ανθρώπων του ’30 όταν ενθρονίζουν στη λαϊκή συνείδηση αριστουργηματικά καθεαυτά αλλά ναΐφ πρότυπα; (Εδώ, αναγκαστικά εντάσσεται και ο Θεόφιλος.) Εκείνοι όμως κοίταζαν απ’ την αρχή προς τη φωτεινή Εσπερία και τα διδάγματά της. Θυμάμαι τώρα πάλι τον Κρίτωνα Αθανασούλη: «Μικρός μου λέγαν: Κοίταζε συ τα σύννεφα, να μένει αφύλαχτος ο κήπος».

Ως εδώ. Είναι πολύ επικίνδυνο να συνεχίσω πάνω σε θέμα που έχει τεθεί στο απυρόβλητο, μια και ασφαλώς δεν θα ‘θελα να νομισθεί ότι οι γραμμές μου υποτιμούν στο ελάχιστο την ιδιότυπη και σαγηνευτική προσφορά ενός αγωνιστή με τόσες αδιαμφισβήτητες περγαμηνές – και στην εθνική δράση. Απλώς κατέγραψα μια-δυο απορίες για να κρατούμε ξάγρυπνη και τη φιλολογική μας ψυχραιμία.

Τέλος, αφού μπήκαμε σε τέτοια κουβέντα, καλό είναι ο νέος Ελληνας να μη λησμονεί (προσοχή, δεν συγκρίνω) και άλλους απομνημονευματογράφους εκείνου του καιρού: τον επίσης ζωντανό αλλά γλωσσικά αυτοστραμπουληγμένο Κασομούλη («Στρατιωτικά ενθυμήματα»), τον υποτονικότερο αλλά ακριβολόγο Φωτάκο, τις φροντίδες υπαγόρευσης του Τερτσέτη (ιδίως με το «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής» διά θυμόσοφου στόματος Θ. Κολοκοτρώνη), τον (ιδίως προεπαναστατικό) Αμβρόσιο Φραντζή, τον Ιωάννη Φιλήμονα, τον Κανέλλο Δεληγιάννη και πολλούς άλλους.

Κλείνοντας και επανερχόμενος στον Καλαβρούζο, θεωρώ την κατάθεσή του ευθεία, ειλικρινή και γνήσια: αισθάνθηκε και μίλησε τον Μακρυγιάννη με την προσωπική, τη δική του ανόθευτη αγάπη.

Junkies

Από το σιβυλλικά λυμφατικό πρόγραμμα που φιλοξενεί μόνον ένα φλύαρο, ασύντακτο και μάλλον σαχλό κειμενάκι περί του έργου «Εγώ γύρισα για σένα», δεν μαθαίνουμε τίποτε για τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Νικόλα Ντάβας. Εξωδίκως έμαθα ότι δρα στην Αγγλία. Ετσι, παρακολουθήσαμε ανεπηρέαστοι ένα μεγάλο μονόπρακτο με δύο απεγνωσμένα πρεζόνια, που ξανασμίγουν μες στα ναρκωτικά ύστερα από τρία χρόνια και μια έκτρωση και τα οποία απ’ αρχής μέχρι τέλους παραληρούν ποιητικοφανώς ανάμεσα στη μνήμη και στην κοκαΐνη. Ο κ. Ντάβας σκηνοθέτησε σε αμείωτη «ένταση» το γραπτό του χωρίς να υπολογίσει ότι οι εντάσεις θέλουν μέτρο και ανάπαυλες, χρειάζονται πραγματικές σκηνικές αιτίες και προϋποθέτουν δραματική ανέλιξη.

Αντίθετα, η δράση του είναι εντελώς γραμμική και έτσι οι υψηλοί τόνοι βγαίνουν ρητορικοί, εικονογραφικοί και ψεύτικοι. Παράλληλα, γράφει σε ελληνικά που κατά σημεία μοιάζουν με αγγλικά μεταφρασμένα. Το ρημαγμένο τζάνκικο σκηνικό του Φ. Παπαμιχαήλ, αρμόδιο για την περίσταση. Η Κατ. Διδασκάλου με αμεσότητα, πάθος και δύναμη υποστηρίζει τον καταχρηστικά ακραίο ρόλο όσο γίνεται, δεδομένου μάλιστα ότι ο παρτενέρ της Ν. Γεωργάκης, άχρωμος, υποτονικός και κινησιολογικά αδέξιος, επιφυλάσσει στον εαυτό του το αποκλειστικό δικαίωμα να ακούει όσα (περίπου) λέει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή