Ο γελοιογράφος των μοντέρνων καιρών, Ζακ Τατί

Ο γελοιογράφος των μοντέρνων καιρών, Ζακ Τατί

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα τελευταία χρόνια οι αποκαταστάσεις των αρνητικών και οι επανεκδόσεις των ταινιών του Ζακ Τατί ξαναθυμίζουν στο παλιό και συστήνουν στο νέο κοινό του κινηματογράφου τη φιγούρα του κ. Ιλό. Το αδέξιο alter ego του Τατί κρατάει στα χέρια μια ομπρέλα σαν Εγγλέζος και στέκει με άνεση και γαλλικό στυλ δίπλα στον ρακένδυτο Σαρλό και στον μονίμως θλιμμένο Μπάστερ Κίτον. Ο «Θείος μου», που από την περασμένη Πέμπτη βρίσκεται στα θερινά σινεμά της Αθήνας, είναι μια κωμωδία χαρακτηριστική του ύφους και της προβληματικής του Τατί. Οι κόπιες είναι ολοκαινούργιες και αφορούν την πρωτότυπη αγγλόφωνη βερσιόν της ταινίας, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

«Ο Ζακ Τατί παίζει με τη φαντασία του θεατή με την επιδεξιότητα ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Σε κάνει να βλέπεις πράγματα στα άδεια χέρια του και αόρατους συντρόφους δίπλα του. Εχει εφεύρει ένα σύνθετο «ον»: παίκτη του τένις μαζί με μπάλα και ρακέτα, μποξέρ και αντίπαλο, ποδήλατο και ποδηλάτη». Η διάσημη Κολέτ, η οποία έγραψε αυτές τις φράσεις το 1934, ήταν ενθουσιασμένη από μια παράσταση παντομίμας του Ζακ Τατί στο Ριτζ του Παρισιού, σε ένα πρόγραμμα όπου το πρώτο όνομα ήταν ο Μορίς Σεβαλιέ. Εκείνη την εποχή, ο νεαρός Τατί ταξίδευε στην Ευρώπη δίνοντας παραστάσεις παντομίμας σε καμπαρέ, μιούζικ χολ και τσίρκο. Παράλληλα, πειραματιζόταν στο σινεμά παίζοντας κι ενίοτε σκηνοθετώντας ταινίες μικρού μήκους. Το σελιλόιντ τον απορρόφησε στα χρόνια μετά τον πόλεμο. Από το 1949 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 γύρισε τέσσερις από τις έξι συνολικά μεγάλου μήκους ταινίες του, οι οποίες τον καταξίωσαν ως έναν από τους κορυφαίους δημιουργούς της κωμωδίας από συστάσεως κινηματογράφου.

Ο μοναχικός Τατί και το alter ego του, ο ψηλόλιγνος κ. Ιλό, πήγαν μαζί καλοκαιρινές διακοπές σε ένα θέρετρο της Γαλλίας («Οι διακοπές του κ. Ιλό»). Εζησαν μια παράλογη περιπέτεια στη μοντέρνα κατοικία του κυρίου Αρπέλ και στο εργοστάσιο πλαστικών Plastac («Ο θείος μου»). Στο αποκορύφωμα της δημιουργικής τους τρέλας, έχτισαν το φουτουριστικό Tativille και θάφτηκαν στα ερείπιά του μαζί με το αριστουργηματικό «Playtime», που σήμανε την οικονομική καταστροφή του Τατί.

Ο σοβαρός κ. Ιλό

Ο Τατί εμφανίστηκε στη γαλλική κωμωδία σε μια εποχή που τη μονοπωλούσαν ο Λουί ντε Φινές και ο Μπουρβίλ. Η θητεία του στην παντομίμα και η αγάπη του για τον Μπάστερ Κίτον, αλλά και για το «καθαρό σινεμά» του Ρομπέρ Μπρεσόν, τον ώθησαν να παρακάμψει την κωμική παρλάτα και να επιστρέψει στην «καθαρή κωμωδία»: το οπτικό γκαγκ. Επλασε, όμως, τον τύπο του Ιλό πολύ διαφορετικό από τους ήρωες της κλασικής βωβής κωμωδίας.

Ο κ. Ιλό με τα τεράστια χέρια, που δείχνουν πιο εύγλωττα από τα χαμογελαστά χείλη του, είναι μεσήλικας, εργένης, τζέντλεμαν (ολίγον μποέμ) και αδέξιος. Φοράει καπέλο, καμπαρντίνα και καπνίζει πίπα, σαν καρικατούρα Σέρλοκ Χολμς, και το παντελόνι του φτάνει πάνω από τον αστράγαλο. Η εμφάνισή του παραπέμπτει σε κλόουν, αλλά τα φαινόμενα απατούν. Οι κλόουν, συνήθως, είναι αστείοι τύποι και κάνουν άνω κάτω τον απολύτως τακτοποιημένο και σοβαροφανή κόσμο, στον οποίο εμφανίζονται σαν αλεξιπτωτιστές. Ο κ. Ιλό, αντιθέτως, είναι ένας σοβαρός τύπος στο κέντρο ενός απελπιστικά γελοίου κόσμου, που γίνεται ακόμη πιο γελοίος αν μεγεθύνει κανείς τις λεπτομέρειές του.

Ο Τατί – Ιλό με τη στωικότητα και την περιέργεια ενός παρατηρητή κρατά αποστάσεις από τα ήθη και διακωμωδεί τις δομές ενός πολιτισμού, που εδραιώνεται και κατακτά έδαφος με την τεχνολογία, τον αυτοματισμό και την κατανάλωση. Στον «Θείο μου», για παράδειγμα, το αστείο δεν αφορά την αδεξιότητα του Ιλό, αλλά τη μη λειτουργικότητα του νέου τρόπου ζωής, ο οποίος έρχεται μαζί με την εποχή του πλαστικού που επιβάλλει την «ευκολία» ως αισθητική. Αυτή η «λεπτομέρεια» είναι η ουσία πίσω από το σήμα κατατεθέν των ταινιών του Τατί. «Δεν διατυπώνω μηνύματα. Θέλω να εκφράσω αυτό που οδηγεί στη συμπίεση της προσωπικότητας και σε έναν ολοένα και πιο μηχανοποιημένο κόσμο (…). Θα μπορούσα να ήμουν κομμουνιστής αν η ιστορία του κομμουνισμού δεν ήταν τόσο θλιβερή. Ισως ακούγομαι παλιομοδίτης, αλλά νομίζω πως είμαι αναρχικός», έλεγε.

Ο Ντε Γκωλ του μιούζικ χολ

Ο πανύψηλος Τατί (κάποια εποχή τον αποκάλεσαν Ντε Γκωλ του μιούζικ χολ) ήταν εγγονός ενός Ρώσου κορνιζοποιού και συντηρητή έργων τέχνης, που είχε ανάμεσα στους πελάτες του τον Βαν Γκογκ και τον Τουλούζ Λοτρέκ. Ο πατέρας του, που κληρονόμησε την επιχείρηση, τον προόριζε για διάδοχό του και τον έστειλε στο Λονδίνο για σπουδές. Ο 16χρονος Ζακ, όμως, ήταν αθλητικός τύπος και είχε ταλέντο στη μίμηση. Εφτιαξε ένα ρεπερτόριο παντομίμας δείχνοντας αστείες πλευρές διαφόρων αθλημάτων και επέστρεψε στη Γαλλία, για να ανακοινώσει στους έκπληκτους γονείς του την απόφασή του να γίνει καλλιτέχνης του μιούζικ χολ.

Από το 1931, οπότε άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την παντομίμα, μέχρι το 1949, που γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, η θεματολογία του αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τα σπορ.

Ο Τατί μπήκε για τα καλά στον χώρο του σινεμά πάνω σε ένα ποδήλατο στη «Μέρα γιορτής». Ενας ταχυδρομικός υπάλληλος σε ένα χωριό, ο Φρανσουά, που είναι ο κινηματογραφικός πρόγονος του Ιλό, εμπνέεται από το αμερικανικό πρότυπο και αποφασίζει να το εφαρμόσει προκειμένου να κάνει ταχύτερη και αποτελεσματικότερη την υπηρεσία του.

Το 1953, στις «Διακοπές του κ. Ιλό», ο Τατί ενσάρκωσε για πρώτη φορά στην οθόνη τον αδέξιο και γεμάτο ανθρωπιά Ιλό, που, όπως έλεγε ο ίδιος, αντικατοπτρίζει την επιθυμία του να προσδώσει «μεγαλύτερη αλήθεια στον κωμικό ήρωα». Ακολούθησαν ο «Θείος μου» (1958), το «Playtime» (1967), ο «Κος Ιλό στο χάος της κυκλοφορίας» (1971) και το «Parade» (1973). Σε αυτές τις λίγες ταινίες ο Τατί σχεδίασε ένα κινηματογραφικό σύμπαν με τέλεια γεωμετρία. Μια τεράστια μηχανή με τον άνθρωπο στη θέση ενός μικρού γραναζιού. Η αλλοτρίωση των μοντέρνων καιρών ποτέ δεν περιγράφηκε με τόσο διασκεδαστικό και ανάλαφρο τρόπο. Ο Ζακ Τατί έφυγε για πάντα το 1982 σε ηλικία 74 ετών.

Ο θείος από το Παρίσι

Στον αγγλόφωνο «Θείο μου», το Παρίσι, που μοιάζει να έχει κατοικηθεί εν μέρει από… εξωγήινους, είναι μοιρασμένο, σχηματικά, στα δύο. Στις παλιές γειτονιές, όπου οι κομπάρσοι της ταινίας αποτελούν ένα ζωντανό ανθρώπινο σύνολο που επικοινωνεί στα γαλλικά (τα οποία σκοπίμως δεν μεταφράζονται), και στις νέες συνοικίες με τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, όπου οι πρωταγωνιστές σαν κουρδισμένα νεόπλουτα ανθρωπάκια μιλούν αγγλικά.

Ο Ιλό πηγαινοέρχεται αμίλητος ανάμεσά τους, σαν ακροβάτης πάνω σε τεντωμένο σχοινί, αφήνοντας στον θεατή να γελάσει με τα καμώματα της αδελφής του, της συζύγου του βιομηχάνου πλαστικών κ. Αρπέλ, στον κήπο και στην αυτοματοποιημένη κουζίνα της, η οποία στα μάτια του μικρού γιου της φαντάζει οδοντιατρείο. Η ιστορία ξεκινάει με ένα τσούρμο από αδέσποτα σκυλιά να τριγυρίζουν στις αλάνες και στις παλιές γειτονιές και τελειώνει στους ίδιους δρόμους με τα κομπρεσέρ να κατεδαφίζουν τοίχους, καθώς η νέα εποχή σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή