Το βιβλίο σήμερα είναι γένους… θηλυκού

Το βιβλίο σήμερα είναι γένους… θηλυκού

8' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες. Και τον χειμώνα, αλλά και το καλοκαίρι, την κατεξοχήν εποχή της ανάγνωσης. Το αποδεικνύουν οι στατιστικές. Οι δύο πιο πρόσφατες πανελλήνιες έρευνες αναγνωστικής συμπεριφοράς (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 1999 και 2004) επιβεβαιώνουν ότι, στο σύνολο των αναγνωστών, οι γυναίκες προηγούνται σταθερά των ανδρών κατά έξι έως επτά μονάδες. Στη Γαλλία, πάλι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για το 2005, τις γυναίκες από τους άντρες τους χωρίζει επίσης μια διαφορά έξι μονάδων: 53% έναντι 47%. Στην Ελλάδα, το αναγνωστικό κοινό που διαβάζει πάνω από εννιά βιβλία τον χρόνο δεν ξεπερνά το 9%. Στη Γαλλία το αναγνωστικό κοινό μειώνεται σταθερά. Αλλά η υπεροχή των γυναικών παραμένει, παρότι προσήλθαν με καθυστέρηση στην ανάγνωση.

Οι γυναίκες διαβάζουν πιο συστηματικά εδώ και περίπου δύο αιώνες, και πραγματικά μαζικά από το 1950 και μετά. Από την εποχή δηλαδή που ο αναλφαβητισμός μειώθηκε αισθητά ακόμα και στα χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, με την εξάπλωση του φεμινιστικού κινήματος και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, της χάρισε χειραφέτηση, χρόνο και το δικό της δωμάτιο, που τόσο καημό το είχε η Βιρτζίνια Γουλφ («Για ένα δικό σου δωμάτιο», εκδ. Οδυσσέας) – και το οποίο, σήμερα, συχνά δεν έχει χρόνο να το χαρεί. Οι γυναίκες που διαβάζουν, ωστόσο, ονομάζονται παραδοσιακά «γυναικείο κοινό». Αυτά που διαβάζουν αποκαλούνται συλλήβδην «γυναικεία λογοτεχνία» – την οποία επ’ ουδενί πρέπει να ταυτίζουμε με τη «γυναικεία γραφή», την περίφημη «criture fminine» της Γαλλίδας φεμινίστριας Ελέν Σιξού, η οποία αναφέρεται στην έμφυλη διάσταση της συγγραφής και του λογοτεχνικού έργου και αποτελεί έναν από τους άξονες των γυναικείων φεμινιστικών σπουδών. Κι αυτή η γυναικεία λογοτεχνία ταυτίζεται με το μυθιστόρημα, και κατά κύριο λόγο το αισθηματικό, ροζ μυθιστόρημα σε όλες τις εκφάνσεις του. Ολα αυτά με την ίδια υποτιμητική διάθεση, σήμερα, με την οποία ο Χόλμπαχ έλεγε, στον 18ο αιώνα, ότι «οι γυναίκες, λόγω των οργάνων τους που είναι αδύναμα, δεν είναι ικανές για αφηρημένες γνώσεις ούτε για βαθυστόχαστες μελέτες». Τα έργα που διαβάζει το γυναικείο κοινό απαξιώνονται, έμμεσα ή ανοιχτά. Και οι γυναίκες που διαβάζουν φιλοσοφία, επιστήμη, δοκίμιο, ποίηση και θέατρο, αλλά και μυθιστόρημα εκτός του αισθηματικού, δεν ξέρουμε τελικά αν προσμετρώνται ή όχι στο γυναικείο κοινό. Ετσι, στη μεταφεμινστική εποχή την οποία διανύουμε, «η ανάγνωση έχει γίνει, όπως φαίνεται, ένας από τους κοινωνικά κατασκευασμένους τόπους, όπου επιβεβαιώνεται η οντολογική διαφορά των φύλων» (Ντανιέλ Φαμπρ).

Το ροζ ποτέ δεν πεθαίνει

Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις όμως δεν είναι σύγχρονες. Ανάγονται στον 18ο αιώνα, στην εποχή που οι γυναίκες άρχισαν να διαβάζουν μετά μανίας. Αριστοκράτισες, φωτισμένες αστές, επαναστάτριες που γρήγορα θα καταλήξουν στην αγχόνη, διεκδικούσαν το δικαίωμα στην ανάγνωση με τέτοια παραφορά, που οι Γερμανοί μιλούσαν, με περιφρόνηση ανάμεικτη με φόβο, για γυναικεία «λύσσα για διάβασμα» (Lesewut). Την περίοδο εκείνη εμφανίζεται για πρώτη φορά η διάκριση ανάμεσα στον άντρα που διαβάζει εφημερίδες και τη γυναίκα που διαβάζει μυθιστορήματα. Τα μπεστ σέλερ της εποχής; «Νέα Ελοΐζα» (Ρουσσώ), «Βέρθερος» (Γκαίτε), «Πάμελα» (Ρίτσαρντσον), «Παύλος και Βιργινία» (Μπερναντέν ντε Σαιντ-Πιερ). Στον 19ο αιώνα, με την αστική οικογένεια, την τεχνολογία που της χαρίζει χρόνο, τα αφηγήματα σε συνέχειες, οι γυναίκες καθιερώνονται ως οι καλύτερες και πιο συνεπείς αναγνώστριες μυθιστορημάτων. Και το αισθηματικό μυθιστόρημα, με πρωτοπόρο την Τζέην Ωστεν και την υπονομευτική γραφή της, θριαμβεύει. Στον 20ο αιώνα, το αισθηματικό μυθιστόρημα θα μεταλλαχθεί επανειλημμένως, θα προσαρμοστεί στις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες. Στην Ελλάδα, λόγου χάρη, η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου θα αναθρέψει γενιές κοριτσιών με ιστορίες πάθους αλλά όχι και τρέλας, πολλές από τις οποίες είναι εξαιρετικά καλογραμμένες.

Μετά τον Μάη του ’68, που μεταξύ άλλων πολλών διακήρυξε και τον θάνατο του δημοφιλέστατου αισθηματικού μυθιστορήματος, το ροζ δεν πέθανε καθόλου, αλλά επέστρεψε δριμύτερο μέσω Αμερικής. Είναι η εποχή της κυριαρχίας των βίπερ Νόρα, Αρλεκιν, με στερεοτυπικά και πανομοιότυπα σενάρια και χωρίς καμία λογοτεχνική φιλοδοξία, σαν γραμμένα από υπολογιστή, όπως έχει παρατηρηθεί. Επέστρεψε λοιπόν το ροζ, ως οργανικό συστατικό της μαζικής, ποπ κουλτούρας, με τελευταία εκδοχή του τη chick lit, τη λογοτεχνία για κοριτσόπουλα, που σαρώνει την τελευταία δεκαετία ολόκληρο τον κόσμο, φτιάχνοντας και κατά τόπους εθνικές σχολές – της Ελλάδας μη εξαιρουμένης. Οπως την ορίζει η Κάντας Μπούσνελ, συγγραφέας του περίφημου «Sex and the City», η chick lit είναι «μια λογοτεχνία που προορίζεται κατά κύριο λόγο για τις γυναίκες, είναι γραμμένη από γυναίκες που μιλούν για γυναίκες που προσπαθούν να βρουν τα σημεία αναφοράς τους στη ζωή και τη μεγαλούπολη». Εχουμε λοιπόν δύο κρατούμενα. Πρώτον, την παγκοσμιοποίηση του ροζ, που αποκτά υποκατηγορίες. Και δεύτερον, την προβολή της συγκεκριμένης λογοτεχνίας ως αμιγούς γυναικείας, με την υπογράμμιση ότι η λογοτεχνία αυτή είναι γραμμένη από γυναίκες και απευθύνεται στις γυναίκες. Ολα αυτά μέσα σε συνθήκες μεταφεμινισμού, ο οποίος θεωρεί ότι οι φεμινιστικές διεκδικήσεις έχουν ικανοποιηθεί, ενώ πολλές φεμινίστριες, όπως η Τάνια Μοντλέσκι («Φεμινισμός χωρίς γυναίκες»), τον θεωρούν φαινόμενο βαθιά αντιδραστικό. Και πολλές γυναίκες τον βιώνουν ως μια τεράστια αντίφαση, συνδυάζοντας την άρνηση του φεμινισμού με τη σεξουαλική απελευθέρωση, την παρατεταμένη εφηβεία και τις βασικές αρχές του δεύτερου φεμινιστικού κύματος! Ενώ η παντοδύναμη ποπ κουλτούρα, ριζωμένη στα ΜΜΕ, το Διαδίκτυο, τα βιντεοπαιχνίδια, διαχειρίζεται το φύλο ερήμην της ανάγνωσης, διαμορφώνοντας γενιές κοριτσιών και αγοριών κατ’ εικόνα νέων, εικονικών προτύπων.

Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των αλλαγών, μάλλον είναι αδύνατον σήμερα να μιλάμε για γυναικείο κοινό και γυναικεία λογοτεχνία με τους όρους του παρελθόντος. Η υποτίμηση των αισθηματικών μυθιστορημάτων, στο παρελθόν, είχε να κάνει με τον φόβο μιας ολόκληρης κοινωνίας για τα αποτελέσματα της ενδεχόμενης απελευθέρωσης, και συναισθηματικής, των γυναικών.

Η πολυγραφότατη Ιταλίδα μαρκησία Κολόμπι εκφράζει θαυμάσια το πνεύμα αυτό, μεταφέροντας τα λόγια του πατέρα της, ο οποίος τους απαγόρευε κάθε ανάγνωσμα πλην του Γκολντόνι: «Αν διαβάσουν τέτοια πράγματα, αντίο η μπουγάδα, αντίο ο κατάλογος με τα ψώνια, αντίο μυαλά: τους μπαίνει η ιδέα να παντρευτούν έναν ήρωα και δεν παντρεύονται ποτέ»! Ο αυστηρός αυτός μπαμπάς αναφερόταν όμως στον Αλφιέρι, ενώ οι αντίστοιχες, οι εγχώριες επικρίσεις αφορούσαν έργα της Γεωργίας Σάνδη ή του Ζωρζ Ονέ. Οι φεμινίστριες, από την άλλη, περιφρονούσαν τα αναγνώσματα αυτά, θεωρώντας τα το «όπιο» των γυναικών, για λόγους ιδεολογικούς δηλαδή, παρά τη δεδομένη λογοτεχνικότητά τους.

Τα ελληνιστικά μυθιστορήματα

Οι γυναίκες ανέκαθεν διάβαζαν μυθιστορήματα. Και αισθηματικά. Αλλά και θρίλερ, και αστυνομικά, και περιπετειώδη – επειδή όμως αναφερόμαστε, εν προκειμένω, στα ελληνιστικά μυθιστορήματα, των οποίων οι γυναίκες ήταν μανιώδεις αναγνώστες, οι όροι αυτοί δεν μπορεί παρά να είναι καταχρηστικοί. Τα ελληνιστικά μυθιστορήματα είχαν μεγάλη απήχηση τόσο στις εύπορες γυναίκες που ήξεραν να διαβάζουν, όσο και στις φτωχές, αμόρφωτες γυναίκες, που τα άκουγαν να τους τα διαβάζουν άλλοι, καθώς η μεγαλόφωνη ανάγνωση αποτελούσε, φυσικά, τον κανόνα. Ο Tomas HŠgg, στο εμβληματικό βιβλίο του «Το αρχαίο μυθιστόρημα» προχωράει ακόμα περισσότερο και καταλήγει στο, υποθετικό είν’ αλήθεια, συμπέρασμα ότι «το μυθιστόρημα ήταν το πρώτο μείζον λογοτεχνικό είδος που υποστηρίχθηκε κυρίως από τις γυναίκες», σε αντιδιαστολή με το ηρωικό έπος, που ήταν αντρικό είδος. Αλλά και ότι «πίσω από τα ψευδώνυμα -αν είναι ψευδώνυμα τα ονόματα κάποιων συγγραφέων- κρύβονται γυναίκες». Από τότε…

Μπρίτζετ Τζόουνς και Εγγονόπουλος

Σήμερα, δεν έχει αλλάξει απλώς, έστω και επιφανειακά, η αισθηματική λογοτεχνία, με αιχμή τη chick lit, που παρουσιάζει επί σκηνής επιτυχημένες γυναίκες ηλικίας 20+ έως 30+, οι οποίες δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους άντρες, μοιράζονται μαζί τους τις ίδιες ανταγωνιστικές εργασιακές συνθήκες και νοιάζονται, συνήθως, για το κρεβάτι τους, και ενίοτε για στεφάνι. Σε μια εποχή που η γυναίκα παραμένει δέσμια πολύ πιο υπόγειων καταναγκασμών, ενώ τη διαμόρφωση των προτύπων της θηλυκότητας και του ανδρισμού την έχουν αναλάβει τα ΜΜΕ, η ανάγνωση της ροζ λογοτεχνίας έχει φτάσει να θεωρείται ως πράξη απελευθερωτική, ενάντια στην πατριαρχική τάξη που συνεχίζει να κυριαρχεί, μια οιονεί «μυθοπλαστική ψυχοθεραπεία», όπως τη χαρακτηρίζουν, Αμερικανίδες κυρίως, ερευνήτριες, οι οποίες κάνουν επίσης λόγο για την «ανατρεπτική ενέργεια του ρομάντζου».

Οπως και να έχει, το σημαντικότερο είναι ότι το γυναικείο κοινό έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει, ει μη μόνο ως φάντασμα. Κάποιες γυναίκες που διαβάζουν chick lit, «Το ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς» ή το «Ο διάβολος φορούσε Πράντα», διαβάζουν και Νικ Χόρνμπι, εκπρόσωπο της αντίστοιχης αντρικής τάσης, της lad lit, διαβάζουν και «Κώδικα Ντα Βίντσι», αλλά και Τόμας Μαν και ενδεχομένως και Αστροφυσική, Σύλβια Πλαθ και Νίκο Εγγονόπουλο. Νέοι καιροί, νέα ήθη. Ενα μεγάλο κομμάτι γυναικών διαβάζει, φυσικά, το παραδοσιακό ροζ, που συνήθως είναι κάκιστης ποιότητας, αλλά και μια «ψυχολογικού» τύπου γυναικεία λογοτεχνία που, τις περισσότερες φορές, υποτιμά τόσο τις γυναίκες όσο και τη λογοτεχνία. Αλλά εύκολα περνάει στην άλλη όχθη και διαβάζει και ένα καλό ιστορικό μυθιστόρημα ή και ποίηση. Και πολλές άλλες γυναίκες δεν διαβάζουν ποτέ ροζ, ούτε καμία παρεμφερή απόχρωση, ούτε τη «βαθυστόχαστη» ψυχολογική γυναικεία λογοτεχνία. Οι σχέσεις όλων αυτών των γυναικών με τον φεμινισμό είναι αρκετά συγκεχυμένες. Ο βαθμός συνειδητοποίησης της γυναικείας ταυτότητάς τους ποικίλλει. Η ατομικότητα και η προσωπική ιδιαιτερότητά τους, όμως, είναι υπαρκτή και καταρρίπτει τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις. Στις αρχές του 21ου αιώνα, γυναικεία λογοτεχνία είναι μόνο αυτή που διεκδικεί το ανάλογο χρίσμα, και όχι ό,τι διαβάζουν οι γυναίκες, που δεν αποτελούν πλέον το συμπαγές γυναικείο κοινό του παρελθόντος.

Η γυναικεία λογοτεχνία στην Ελλάδα

Η γυναικεία λογοτεχνία στην Ελλάδα καλύπτει όλα τα γούστα. Εχουμε:

– Τα Αρλεκιν.

– Τα αισθηματικά μυθιστορήματα – ανεπτυγμένα άρλεκιν, τα οποία εκδίδουν μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, ειδικευμένοι τρόπον τινά στη λογοτεχνία αυτή, όπως Εμπειρία Εκδοτική, Νέα Σύνορα, Modern Times, Ψυχογιός κ.λπ.

– Τα αισθηματικά μυθιστορήματα τύπου chick lit, αντεστραμμένα ρομάντζα, πιο μοντέρνα και σπινταριστά.

– Τα ψυχολογικά γυναικεία μυθιστορήματα, που ανατέμνουν, υποτίθεται, την ιδιαίτερη γυναικεία ψυχολογία και δεν ασχολούνται απλώς με τον έρωτα και το σεξ. Οι γυναίκες συγγραφείς τους δεν θέλουν να εντάσσονται στη γυναικεία λογοτεχνία, αλλά διεκδικούν το χρίσμα της γυναικείας γραφής (κακώς φυσικά).

– Τέλος, υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία, ιστορικού – αισθηματικού μυθιστορήματος, καρικατούρα αμφοτέρων. Είναι κάποια έργα τύπου ο Αλή Πασάς και η κυρά Φροσύνη, που έχουν κι αυτά το κοινό τους.

Καθώς τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα δεν χαρακτηρίζονται από λογοτεχνικότητα, αλλά μάλλον από μια τηλεοπτική αντίληψη, εύκολα έχει κανείς μια εποπτεία του είδους παρακολουθώντας απλώς τα σίριαλ στην τηλεόραση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή