Υποθεσεις

5' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ολοσέλιδη η διαφήμιση, που πρωτοδημοσιεύτηκε στα φύλλα της περασμένης Κυριακής, απεικονίζει τον «πρεσβευτή της Ελλάδας στη Σουηδία» να κερνάει χαμογελαστός κρασί τρεις ξένους, επίσης χαμογελαστούς, δύο άντρες και μία γυναίκα, Σουηδούς, όπως μας υπαγορεύουν να υποθέσουμε τα συμφραζόμενα και η κοψιά τους. Σε ταβέρνα έχει φωτογραφηθεί η σκηνή, κόκκινο είναι το κρασάκι, καρό το τραπεζομάντιλο, «χωριάτικη» βεβαίως η σαλάτα πάνω στο τραπέζι (κι ας ελπίσουμε πως δεν ήταν από τις προ-κομμένες και αποθηκευμένες στο ψυγείο επί πενθήμερο, εν αναμονή του πελάτη που, από ακραίο πατριωτισμό ή φιλελληνισμό, είναι διατεθειμένος να καταναλώσει τον ζουμερό μύθο μιας σαλάτας παρά την αποξηραμένη ύλη της). Τετραπλό λοιπόν το χαμόγελο, και πλατύ, όπως ταιριάζει άλλωστε στις διαφημίσεις, είτε πολιτικούς και υποψήφιους δημάρχους προβάλλουν είτε «καταναλωτικά αγαθά». Να εικάσουμε ότι ο (κατονομαζόμενος μάλιστα) «πρεσβευτής της Ελλάδας στη Σουηδία» είναι πράγματι ο πρέσβης της χώρας μας στη σκανδιναβική χώρα; Μάλλον τραβηγμένο θα ήταν κάτι τέτοιο, εκτός και προϋποθέσουμε ότι ο πρέσβης μας αναγκάστηκε να ανοίξει ταβέρνα για να συμπληρώσει το μισθό του, σερβίροντας «αυθεντική μεσογειακή δίαιτα» συν μπόλικο φολκλόρ. «Ενας από εμάς» είναι λοιπόν ο ταβερνιάρης-πρεσβευτής, αυτό άλλωστε είναι το μήνυμα ή μάλλον το ηθικόν δίδαγμα της όλης ρεκλάμας, η οποία συνυπογράφεται από το υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης (όχι, όχι, δεν είναι ο σεσημασμένος λυρικός της βαρύγδουπης κενολογίας κ. Δ. Αβραμόπουλος επικεφαλής του) και τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού.

Πριν φτάσουμε στο διατυμπανιζόμενο σλόγκαν «Η Ελλάδα είμαστε εμείς», το οποίο ηχεί σαν κατηγορική προσταγή, ένα μικρό κείμενο, στη βάση της ρεκλάμας, επιχειρεί να θεμελιώσει με μπόλικο ιδεολογικό μελό την εξίσωση Ελλάδα = Εμείς. Αντιγράφω με το σεβασμό που ταιριάζει στα γραπτά κειμήλια της ρητορικής μας δεινότητας: «Καλοκαίρι 2006. Το καλύτερο πρόσωπο της Ελλάδας είναι το δικό μας. Για τους ανθρώπους που μας επισκέπτονται, η Ελλάδα είμαστε εμείς. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, εκπροσωπούμε τη χώρα μας με ποιότητα υπηρεσιών, φιλικό περιβάλλον και σωστές τιμές. Στην Ελλάδα, η φιλοξενία δεν είναι επάγγελμα. Είναι ένα ειλικρινές χαμόγελο, μια εγκάρδια καλημέρα, ένα φωτεινό πρόσωπο. Το δικό μας». Με όλα τούτα τα ζαχαρωμένα, που μας κολακεύουν αγρίως μόνο και μόνο επειδή οι εμπνευστές τους παθιάζονται με την αυτοκολακεία τους, στο πρόσωπο του «ταβερνιάρη-πρεσβευτή» αρχίζουν να εμφανίζονται τα γνωρίσματα της μορφής του Δία, του Ξένιου Δία, βεβαίως. Στην επόμενη ρεκλάμα ίσως και να τον δούμε να φοράει χλαμύδα και να κερνάει νέκταρ και αμβροσία, ενώ ο ίδιος, αποφασισμένος ασκητής και καυσοκαλυβίτης, θα αρκείται σε λίγο μέλανα ζωμό.

Ουτοπίες σχεδιάζουν και προβάλλουν οι διαφημίσεις, το ξέρουμε καλά, χρόνια τώρα το σπουδάζουμε. Ουτοπίες όπου όλα τα ανθρώπινα πλάσματα είναι ιδεώδη, τα ευγενή αισθήματα ανθούν ακώλυτα και τα χρήματα, όσο λίγα κι αν είναι, καρπίζουν απεριορίστως και τα γεννήματά τους μπορούν να ικανοποιήσουν και την πιο δαπανηρή επιθυμία (αρκεί εδώ να φέρουμε στο νου μας τα φιλμάκια που προπαγανδίζουν από την ούτως ή άλλως υπνωτιστική μικρή οθόνη τα αγαθά των πιστωτικών καρτών και των μυριόμορφων τραπεζικών δανείων). Ετούτη η «ελληνική ουτοπία» πάντως, έτσι όπως ζωγραφίζεται και δοξολογείται από τους εντεταλμένους διαφημιστές και τους πολιτικούς καθοδηγητές τους, ιδανική, άψογη και λιμπιστική, δεν θα μπορούσε να υπάρξει, έστω και στο χώρο της αχαλίνωτης φαντασίας, αν δεν είχε πραγματοποιηθεί πρώτα η γνωστή λήψις του ζητουμένου: Αυτό που παρασταίνεται σαν όντως ον («ποιότητα υπηρεσιών», «σωστές τιμές») δεν είναι παρά το πρέπον· αυτό που εκλαμβάνεται και αινείται σαν δεδομένο («ειλικρινές χαμόγελο», «φωτεινό πρόσωπο») δεν είναι παρά το επιθυμητό. Αλλά πότε αγαπάμε στ’ αλήθεια τον τόπο μας; Οταν τον εξιδανικεύουμε κι αυτόν κι όσους τον κατοικούμε, όταν κατασκευάζουμε ένα λαμπρό είδωλό του για να το λατρέψουμε, ή όταν τον μετράμε και τον ζυγίζουμε αυστηρά, μήπως και διακριβώσουμε τι μας πληγώνει πάνω του αλλά και πώς εμείς τον πληγώνουμε;

Εν πάση περιπτώσει, αυτό το χαμόγελο, το χαμόγελο της τουριστικής ορθότητος, θα πρέπει να είναι κάτι σαν έμμονη ιδέα σε όσους κρατούν κατά καιρούς τα ηνία του ελληνικού τουρισμού, όποια κι είναι η κομματική τους ταυτότητα. Περίπου μια δεκαετία πριν, άνοιξη του 1997, επί ΠΑΣΟΚ, ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (με τη συνυπογραφή τότε του υπουργείου Αναπτύξεως, του οποίου τον επικεφαλής ειλικρινώς δεν τον θυμάμαι, ας με συγχωρεί η χάρη του) είχε στηρίξει και πάλι στο χαμόγελο τη διαφημιστική του εκστρατεία προς άγρα τουριστών. Οι γιγαντοαφίσες (στη μια εμφανιζόταν ένας ταξιτζής, στην άλλη μια κεραμίστρια, χαμογελαστοί και οι δύο) είχαν καλύψει τα ειδικά πλαίσια της πρωτεύουσας για να διαλαλήσουν το εξής μήνυμα, που είχε σαφή χαρακτήρα εντολής: «Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού προειδοποιεί: Το χαμόγελο κάνει καλό στην υγεία μας και στην οικονομία μας». Για την υγεία μας, καμία αντίρρηση, το γέλιο είναι θαυμάσιο φάρμακο· αν όμως γελάς κατόπιν παραγγελίας ή από «εθνική υποχρέωση», δεν πρόκειται πια για χαμόγελο αλλά για επώδυνη γυμναστική των μυών, στην οποία δεν μετέχει η ψυχή παρά μόνο διά της ταλαιπωρίας της. Μπορεί στα σίριαλ, τα αμερικανικά ιδίως, να υπάρχει (ενταγμένη ισοτίμως στο σενάριο) κασέτα γέλιου που παίζει κάθε που πέφτει χιουμοριστική ατάκα, ώστε να ειδοποιείται ο πιθανόν νυσταγμένος τηλεθεατής πότε… οφείλει να γελάσει, υποτίθεται ωστόσο ότι στην έξω ζωή, την εκτός τηλεοράσεως, το γέλιο -όπως και το κλάμα- ή εκδηλώνεται αυθορμήτως ή δεν υπάρχει· κι αν πρέπει να υπάρξει καλά και σώνει για «εθνικούς σκοπούς», δεν είναι παρά μια καρικατούρα, η οποία, συν τοις άλλοις, προσβάλλει και όσους επιμένουν, αρχαιόθεν, πως το ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου, ό,τι τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα, είναι η δυνατότητά του να γελάει, να μιλάει και να ομορφαίνει με το γέλιο του.

Τι είδους χαμόγελο ή γέλιο θα μπορούσε άραγε να προκαλέσει το τουριστικής κοπής δόγμα «Η Ελλάδα είμαστε εμείς»; Μήπως σαρδόνιο; Ποιο είναι αυτό το «εμείς», πώς συγκροτείται ως (συλλογικό) υποκείμενο; Να υποθέσουμε ότι το διαφημιζόμενο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο κρατάει από το φημισμένο «εμείς» του στρατηγού Μακρυγιάννη ή να σκεφτούμε ότι αναπαράγει εκείνο το ασαφέστατο μέσα στην επαναστατικοφάνειά του σύνθημα του «πρώιμου» ΠΑΣΟΚ «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», όπου υπό την ιδιότητα του Ελληνα συναθροίζονταν, τάχα εξισωμένοι, οι πεντακοσιομέδιμνοι και οι θρυλικοί «μη προνομιούχοι»; Πιθανοί είναι και αυτοί οι γεννήτορες, πιθανότερο φαίνεται πάντως να εμπνεύστηκαν οι κατασκευαστές του σλόγκαν από τη ρήση του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, «μη ρωτάς τι κάνει η πατρίδα σου για σένα, να ρωτάς τι κάνεις εσύ για την πατρίδα σου». Γι’ αυτό άλλωστε μας εξισώνουν, μάλλον απροσδόκητα, με την Ελλάδα: για να μας θυμίσουν ότι χρωστάμε, διά βίου μάλιστα, και για να μας επιβάλουν το αυθόρμητο σαν υποχρέωση.

Καμιά αντίρρηση. «Η Ελλάδα είμαστε εμείς», είτε υποδεχόμαστε τουρίστες είτε όχι. Κατά συνέπεια, «εμείς», έτσι γενικά κι αόριστα, βολικά δηλαδή, ανεύθυνα και ατιμώρητα, φταίμε που τα καράβια του Αιγαίου φεύγουν «ένας Θεός ξέρει πότε» (αυτή ήταν η κυριότερη από τις ημιεπίσημες απαντήσεις στα καταιγιστικά ερωτήματα των ταλαιπωρημένων τουριστών, Ελλήνων και ξένων), φτάνουν στον προορισμό τους με κάμπορες ώρες αργοπορία, ενίοτε δε δεν τον προσεγγίζουν καν. «Εμείς» φταίμε που στους σταθμούς των ΚΤΕΛ τα ταξί δουλεύουν με πλήρη αταξία. «Εμείς» φταίμε που ακόμα και στους δημοφιλέστερους αρχαιολογικούς χώρους, οι τουαλέτες παραμένουν καθηλωμένες στην αρχαιότητα. «Εμείς», δηλαδή κανένας, ή μάλλον ο Κανένας, ο Οδυσσέας, που μάλλον για το λόγο αυτό, της ανώνυμης ανευθυνότητας, τον διαλέξαμε σαν φυλετικό μας ήρωα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή