Δύο μαρτυρίες από το Ιράκ

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

1. Jimmy Massey – Natasha Saylnier: «Kill! Kill! Kill!». Μετάφραση: Τίνα Πλυτά. Πρόλογος: Βασίλης Φίλιας. Εκδόσεις Παπαζήση, 2006, σελ. 278.

2. Τζουλιάνα Σγκρένα: «Φίλια πυρά». Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς-Ραντίν. Εκδόσεις «Νήσος», 2006, σελ. 227.

«Πιστεύω ότι αυτό που κάνουμε εδώ είναι γενοκτονία. Ο ισχυρισμός μας για ανθρωπιστικές ενέργειες είναι απλώς μια […] δικαιολογία· είναι εξίσου έντιμη με τον ισχυρισμό του προέδρου Νίξον ότι δεν ήταν απατεώνας. Νομίζω πως ο μόνος μας στόχος στο Ιράκ είναι το πετρέλαιο και τα κέρδη. Επιπλέον αφήνουμε τόσο πολύ απεμπλουτισμένο ουράνιο στο πεδίο της μάχης που δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για μελλοντικούς τρομοκράτες ή ακόμα και για μελλοντικούς Ιρακινούς διότι τους σκοτώνουμε σιγά σιγά έναν έναν». Αποσιωπώ μια λέξη, που την ακούμε συχνότατα στη ελληνική ή την αγγλική (κινηματογραφημένη) εκδοχή της, μα τίποτε δεν αλλάζει. Ο λόγος παραμένει οξύς. Μιλάει εδώ ο Αμερικανός Τζίμι Μάσεϊ, με θητεία δώδεκα ετών στους πεζοναύτες. Στο Ιράκ, επιλοχίας πια, σκοτώνει, όπως σκοτώνουν και οι ανώτεροι και οι κατώτεροί του· κατ’ επανάληψη, όχι μηχανικά και ψυχρά, αλλά ευφορικά. Σκοτώνει «Ινδιάνους» – έτσι αποκαλούνται κωδικοποιημένα οι Ιρακινοί στην εσωτερική διάλεκτο των αμερικανικών στρατευμάτων και η ονομασία τους αυτή κάθε άλλο παρά αδιάφορη είναι. Ο Ινδιάνοι, είτε αυθεντικοί είτε μετωνυμημένοι, είτε της Αμερικής είτε της Ασίας, είναι προς αφανισμό, προς εκπολιτιστικό αφανισμό· τόσες ταινίες το έχουν διδάξει, σ’ εμάς τους «ουδέτερους» και πολύ περισσότερο στους αρχικούς και κυριότερους αποδέκτες του μηνύματος, τους Αμερικανούς.

Ο κινηματογράφος, λοιπόν, παρακολουθεί παντού, σαν μέγας διδάχος αξιών, και σκηνοθετεί τους Αμερικανούς σε οποιοδήποτε μέτωπο πολεμούν τις τελευταίες δεκαετίες. Ο κινηματογράφος που αποθεώνει και επιβάλλει τον Ράμπο και τα ομοιώματά του, αλλά και ο κινηματογράφος που παράγει ταινίες σαν το «Braveheart», με τον Μελ Γκίμπσον στον ρόλο του εξεγερμένου Σκωτσέζου Γουίλιαμ Ουάλας: Πριν από κάποια επίθεση σε «στρατόπεδο τρομοκρατών» στο Ιράκ, ένας δεκανέας «βάζει την καλύτερη σκωτσέζικη προφορά του» και λέει: «Είμαι ο Γουίλιαμ Γουάλας. Εχω σκοτώσει εκατοντάδες άντρες…» Και «μετά από αυτό», λέει ο Τζίμι Μάσεϊ, «νιώσαμε πραγματικοί καουμπόηδες.

Πώς όμως μετατρέπεται σε μηχανή θανάτου ένας άνθρωπος, και από τι μπορεί να αρπαχτεί, αν κάποια στιγμή «αστράψει φως» και «γνωρίσει τον εαυτό του», για να «προσπαθήσει να ξανακερδίσει την ψυχή του», όπως ο Τζίμι Μάσεϊ; Και πόσο αποτελεσματικός είναι εντέλει ο «ψυχολογικός πόλεμος που έχει εξαπολύσει ο αμερικανικός στρατός στα ίδια του τα μέλη»; Πώς τελικά, από σκοτωμό σε σκοτωμό, από τη μια έκκριση ενδογενών οπιοειδών στην επόμενη, αποδεικνύεται ότι η χυδαία φράση του αντιστρατήγου Τζέιμς Μάτι, στις 4 Φεβρουαρίου του 2005, ότι δηλαδή «έχει πλάκα να σκοτώνεις κάποιους ανθρώπους», δεν ήταν ωμή ελαφρότητα της στιγμής;

Αυτή είναι η ιστορία του βιβλίου, μια ιστορία θεμελιωμένη στην πρωτογενή αφήγηση του ήρωά της και διόλου εκλογοτεχνισμένη ή δραματοποιημένη από τη μεσολάβηση της Νατάσας Σολνιέ, η οποία κατέγραψε την εξιστόρηση του πολεμιστή. Δεν χρειάζεται ψιμύθια οποιουδήποτε είδους η αφήγηση αυτή για να αναβαθμίσει την ηθική και πολιτική ισχύ της, η οποία άλλωστε πιστοποιείται και από τη στάση των μέσων ενημέρωσης αλλά και των εκδοτικών οίκων των Ηνωμένων Πολιτειών: η άρνησή τους να προσφέρουν το φως στης δημοσιότητας στην καταγεγραμμένη πείρα ενός επιλοχία των πεζοναυτών ήταν ανένδοτη. Η δριμύτατη καταγγελία ενός ανθρώπου που μετάνιωσε επειδή συνετρίβη, εκ των έσω επιβεβαιωμένη μάλιστα, από συμπολεμιστές του επιλοχία, δεν ήταν εύκολο να ενταχθεί στο σενάριο του θριάμβου και της δόξας, στο σενάριο της απελευθέρωσης ενός λαού και του εκδημοκρατισμού μιας χώρας. Ο καθένας έχει τον καθρέφτη που αντέχει. Επιπλέον, «η αμερικανική κυβέρνηση», όπως σημειώνει εισαγωγικά η Σολνιέ, «δεν ενδιαφέρεται να ακούσει για την τοξική διάσταση των σκοτωμών και αντιδρά σαν να είναι οι βετεράνοι αντικείμενα μιας χρήσεως».

Ο Τζίμι Μάσεϊ, που επέστρεψε από τον πόλεμο του Ιράκ με «οξεία μετατραυματική διαταραχή άγχους» (η ψυχιατρική ορολογία ακούγεται πάντοτε ουδέτερη) και τώρα δραστηριοποιείται στους «Βετεράνους για τη Ειρήνη», πήγε στο μέτωπο ως «εκπαιδευμένος ψυχοπαθής δολοφόνος», σύμφωνα με τον αυτοχαρακτηρισμό του, άκουσε εκεί πολεμιστήριες προσευχές από ιερωμένους («Πατέρα, Υιέ και Αγιο Πνεύμα, ανανέωσε τον ιεραποστολικό μας ζήλο»), και σκότωσε. «Οι διαδηλωτές ήταν οι πρώτοι μου σκοτωμοί. Είχα σίγουρα σκοτώσει έναν κι ύστερα αισθανόμουν και […] απίστευτα. […], τι ένεση αδρεναλίνης. Το αίσθημα του φόβου γίνεται η δύναμή σου. Σε οδηγεί. Είναι καλύτερα από οποιαδήποτε μαριχουάνα κάπνισα ποτέ μου. […] νιώθεις σαν να παίρνεις τη ζωή μέσα σου, σαν κανίβαλος» (ας με συγχωρέσουν και πάλι οι αποσιωπημένες λέξεις). Και δεν άντεξε· «έσπασε». Τη φωνή του, συγκλονιστικά απλή στην τιμιότητά της, ποιος στην πατρίδα του θα την αντέξει;

Αλλαγμένη επέστρεψε από το κατακτημένο Ιράκ και η Τζουλιάνα Σγκρένα, η Ιταλίδα δημοσιογράφος της εφημερίδας «Il Manifesto», η οποία, μετά τους κινδύνους που είχε αντιμετωπίσει ως ρεπόρτερ (όχι «ενσωματωμένη» βέβαια, η ελευθεροφροσύνη της δεν θα της το επέτρεπε) στη Σομαλία, την Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν και την Αλγερία, απήχθη στο Ιράκ από μουτζαχεντίν τον Φεβρουάριο του 2005, παρέμεινε όμηρος επί τέσσερις εβδομάδες και, όταν πια απελευθερώθηκε, είδε έντρομη τον Ιταλό μυστικό πράκτορα Νικόλα Καλιπάρι να σκοτώνεται από Αμερικανούς στρατιώτες, να αυτοθυσιάζεται μάλλον για να τη σώσει. Η ομηρία της, ομηρία μάλιστα μιας δημοσιογραφου που είχε κατ’ επανάληψη στραφεί με τα γραπτά της εναντίον του πολέμου και της εισβολής, είχε σταθεί αφορμή για μαζικές κινητοποιήσεις υπέρ της απελευθέρωσής της. Και παραξενεμένη θυμάται ότι η μοναδική «παγκόσμια γλώσσα» στην οποία μπόρεσε να συνεννοηθεί με τους απαγωγείς της ήταν η ποδοσφαιρική· ο ένας από τους φρουρούς της, οπαδός της Ρόμα, είχε συγκινηθεί όταν είδε τον ποδοσφαιριστή Φραντσέσκο Τότι να φοράει ένα μπλουζάκι με το όνομά της.

Τα «φίλια πυρά», όπως η ίδια το εξηγεί στη συγκρατημένη μαρτυρία της, ήρθαν από δύο πλευρές· από τους Αμερικανούς βέβαια, που ακόμα δεν έχουν εξηγήσει επαρκώς γιατί σκότωσαν τον Καλιπάρι, από τους Ιρακινούς έπειτα, και μάλιστα Ιρακινούς που αυτοπροσδιορίζονταν ως μέλη της αντίστασης. «Αισθάνομαι ότι είμαι αιχμάλωτη και θύμα ενός πολέμου στον οποίο εγώ, όπως και εκατομμμύρια άλλοι, αντιστάθηκα. Στάθηκε ανώφελο. Και τώρα νιώθω διπλά “ηττημένη”» σημειώνει στο εκ των υστέρων συνταγμένο «ημερολόγιο αιχμαλωσίας».

Η έγνοια της Τζουλιάνας Σγκρένα δεν είναι να καταγγείλει ή να αυτοηρωοποιηθεί αλλά να κατανοήσει τα «ιρακινά παράδοξα», όσα χαρακτηρίζουν τη μεταπολεμική «ακρωτηριασμένη κοινωνία». Διπλής υφής το κείμενό της, μοιράζεται στις σελίδες όπου καταγράφονται οι ημέρες της ομηρίας της και στις σελίδες αναδρομής στις προηγούμενες επισκέψεις της στο Ιράκ, από την εποχή της δικτατορίας του «ραΐς» Σαντάμ Χουσεΐν. Η κατακτημένη χώρα είναι μια άλλη χώρα, όπου «η σαρία είναι ήδη νόμος», η πολύπλευρη βία φονικότατη, ενώ για «ένα τουλάχιστον μέρος της ένοπλης αντίστασης» οι Δυτικοί είναι εχθροί ακόμα κι αν έχουν ταχθεί δημόσια εναντίον της της αμερικανικής επιδρομής.

Με τον τρόπο της η καθεμία, οι δύο μαρτυρίες, του Αμερικανού πεζογράφου και της Ιταλίδας δημοσιογράφου, αποκαλύπτυν πόσο μακριά από την «απελευθερωτική» και «εκδημοκρατιστική» ρητορεία είναι η κατάσταση στο Ιράκ. «Να μη γίνει Αφγανιστάν» η χώρα αυτή εύχεται η Σγκρένα. Αλλά κάθε μέρα που περνάει φαίνεται όλο και πιο βέβαιο ότι δεν υπάρχει καμία θεότητα, ουράνια ή επίγεια, πρόθυμη ν’ ακούσει την ευχή της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή