Βαθιές ανατομίες χαρακτήρων

Βαθιές ανατομίες χαρακτήρων

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χιου Λέοναρντ Μ
Ντα
Σκην.: Γ. Μιχαλακόπουλος
Θέατρο: Βασιλάκου

Γιαν ντε Χάρτογκ
Νυφικό Κρεβάτι
Σκην.: Β. Μυριανθόπουλος
Θέατρο: Αθηνών

Ενας σαραντάχρονος ξεκαθαρίζει χαρτιά και αντικείμενα μετά την κηδεία του θετού πατέρα του, του Ντα, όπως τον λένε χαϊδευτικά στα Ιρλανδέζικα. Εκεί, λοιπόν, στην κουζίνα όπου γίνεται αυτό το ξεκαθάρισμα εμφανίζεται τόσο ο Ντα αυτοπροσώπως -για την ακρίβεια το φάσμα που υπάρχει στο μνημονικό του γιου του- όσο και η επίσης συχωρεμένη μάνα του, αλλά και ο ίδιος ο γιος σε νεότερες ηλικίες.

Οι αναμνήσεις αυτές δεν είναι αναγκαστικά πασπαλισμένες με ροδοζάχαρη, όπως συχνά περιγράφονται σε ανάλογες ρομαντικές περιπτώσεις. Εδώ συμβαίνει μάλλον το αντίθετο.

Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με βαθιές ανατομίες χαρακτήρων. Ανατομίες μέχρι το κόκαλο. Και ο συγγραφέας του έργου, ο Ιρλανδός Χιου Λέοναρντ, δεν χαρίζεται σε κανένα από τα πρόσωπα του έργου.

Αλλωστε, οι καταστάσεις που περιγράφονται στο «Ντα» βρίσκονται χρονικά τοποθετημένες στις δύσκολες και φτωχές προ-εοκικές εποχές. Προτού δηλαδή η Ιρλανδία κατακτήσει τον τίτλο του Κελτικού τίγρη της Ενωμένης Ευρώπης, όπως συμβαίνει σήμερα που η χώρα έχει πλέον ανέλθει σε ζηλευτά νεόπλουτα επίπεδα.

Κι επειδή η φτώχεια και η μιζέρια φέρνουν γκρίνια και δυστυχία, οι νεανικές αναδρομές που κάνει ο υιός Τσάρλι είναι συχνότερα σκοτεινές και απαισιόδοξες παρά νοσταλγικά χαρμόσυνες.

Επιτυχία στις ΗΠΑ

Το έργο αυτό γνώρισε πριν από 33 χρόνια μεγάλη επιτυχία στις σκηνές των ΗΠΑ -όπου κάποτε ξεμπάρκαραν στρατιές ολόκληρες εξαθλιωμένων Ιρλανδών μεταναστών- και πρωτοπαρουσιάστηκε στην θεατρόφιλη Ιρλανδία μόνο δέκα χρόνια αργότερα. Υπήρχε ένας συγκεκριμένος λόγος γι’ αυτή την καθυστέρηση. Το «Ντα» δεν επιχείρησε να χαϊδέψει το ιρλανδέζικο φολκλόρ και να επιστρατεύσει την εικόνα της αναπόλησης των παλιών καλών -πλην φτωχών- καιρών μιας χώρας, η οποία με το ζόρι έτρεφε λίγα πρόβατα και έβγαζε μερικές πατάτες.

Αλλωστε, κανένας χαρακτήρας του έργου δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί απόλυτα θετικός. Λιγότερο δε απ’ όλους ο ίδιος ο Ντα -ή μάλλον το φάντασμά του- που παρουσιάζεται ως ένας ιδιότροπος, αγροίκος και γκρινιάρης γέρος. Ασφαλώς δεν είναι συμπωματικό ότι ο συγγραφέας, ο Χιου Λέοναρντ, δεν αφήνει τον συχωρεμένο Ντα ούτε ένα τσάι της προκοπής να κάνει. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι μια σκηνή όπου ο γερο-Ντα εμφανίζεται και ως συνήγορος του Χίτλερ.

Ασφαλώς όχι τυχαία αυτή η σκηνή δεν υπάρχει στην ελληνική μετάφραση (του Ερρίκου Μπελιέ). Κι αυτό επειδή ακριβώς ο ελληνοποιημένος Ντα, τόσο παλιότερα -με τον Μάνο Κατράκη- όπως και τώρα με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, είναι ένας φιλοσοφημένος, καλόβολος μεσογειακός γέροντας, ο οποίος σκορπά μελένιες συγκινήσεις ακόμα και εκεί όπου στο πρωτότυπο βγάζει δηλητήριο και ακτινοβολεί εγωκεντρισμό.

Ετσι νοσταλγικά επιζαχαρωμένος σκηνοθετήθηκε από τον Γ. Μιχαλακόπουλο τούτος δω ο «Ντα», κι αυτή την ηθογραφική γραμμή ακολούθησαν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, η Ερση Μαλικένζου, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης στον ρόλο του 40χρονου γιου, ο Γιάννης Δεγαΐτης, η Ειρήνη Κονίδου, οι Γιάννη Πολιτάκης, Ηλεάνα Μπάλα, Παναγιώτης Μπενέκος, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο πεπατημένο μονοπάτι των τύπων και όχι των χαρακτήρων. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της παράστασης ήταν το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα με το αιφνιδιαστικά λουλουδιασμένο φινάλε του.

Το «Νυφικό Κρεβάτι»

Εργο για δύο ηθοποιούς το οποίο εξιστορεί την ομαλή 35χρονη πορεία στη ζωή ενός -νόμιμου, ετερόφυλου- ζεύγους, το «Νυφικό Κρεβάτι» του Γιαν ντε Χάρτογκ φέρει έναν παραπλανητικό τίτλο: ΔΕΝ είναι, όπως ενδεχομένως αφήνει να υπονοηθεί, έργο κρεβατοκάμαρας. Η οποιαδήποτε αξία του εντοπίζεται στο ότι:

α) Είναι το πλέον κατάλληλο και λιγότερο ακριβό όχημα για ένα ζευγάρι ηθοποιών που βρίσκεται διαρκώς επάνω στη σκηνή.

β) Εχει ένα και μοναδικό σκηνικό.

γ) Δίνει την ευκαιρία στους ερμηνευτές να δείξουν την όποια δεξιοτεχνία τους, παίζοντας το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικές ηλικίες.

Ταυτόχρονα, όμως, και οι παγίδες που στήνει το κατά τ’ άλλα μάλλον ασήμαντο εργάκι είναι πολλές. Το πέρασμα από τη μία ηλικία στην άλλη μπορεί να γίνει -όπως καλή ώρα στην περίπτωσή μας- καρναβαλίστικα και επιδερμικά, όπως συνήθως παριστάνεται σε σχολικές παραστάσεις όπου οι νέοι παίζουν γέρους. Ή πάλι -κι αυτό είναι το χειρότερο- ενδέχεται να μην υπάρξει η απαραίτητη επικοινωνία ανάμεσα στους δύο ερμηνευτές – όπως επίσης συμβαίνει στην περίπτωση του υπερεκδηλωτικού Αλέξη Γεωργούλη και της άχρωμης Φαίης Ξυλά, η οποία αντιμετωπίζει το άλλο της ήμισυ από την αρχή μέχρι το τέλος με γυάλινο μάτι. Το γεγονός ότι το έργο αυτό γνώρισε επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ τη δεκαετία του ’50 με την Τζέσικα Τάντι και τον Χιουμ Κρόουν, και αργότερα στην Αθήνα με την Ελλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν, ασφαλώς και οφειλόταν αποκλειστικά στη λάμψη και στο ταλέντο των συγκεκριμένων αυτών ηθοποιών.

Τώρα, το ελλιπώς τροχονομημένο από τον σκηνοθέτη Βασίλη Μυριανθόπουλο τηλεοπτικό ζεύγος Γεωργούλης – Ξυλά, δείχνει να έχει εθιστεί τόσο πολύ στο να παίζει με πάρτνερ την κάμερα -αντί ενός ζωντανού προσώπου- ώστε να μην μπορεί πλέον να αντιδρά σωστά σε ανθρώπινα σκαμπανεβάσματα.

Εν κατακλείδι το ηθικό δίδαγμα της παράστασης ενδεχομένως να βρίσκεται σε μια διαφήμιση του προγράμματος που αναφέρει ότι: «Το «Νυφικό Κρεβάτι» σχετίζεται ουσιαστικά με τη φιλοσοφία της ELITE STROM, η οποία φροντίζει να δημιουργεί στρώματα αναπαυτικά και αντοχής…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή