Υποθεσεις

5' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το σλόγκαν της μεταολυμπιακής διαφημιστικής εκστρατείας προσπαθούσαμε να πείσουμε τους τουρίστες να «ζήσουν τον μύθο τους στην Ελλάδα». Επιχειρούσαμε δηλαδή να τους δελεάσουμε υποσχόμενοι ότι εδώ θα συναντήσουν έναν τόπο αμόλυντο που, σαν από θαύμα, κατάφερε να παραμείνει εκτός χρόνου και εκτός Ιστορίας. Φέτος, οι επίσημοι προπαγανδιστές, που επιμένουν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα προώρισται να γίνει ένα απέραντο ρουμτουλετάδικο, επέλεξαν άλλο δέλεαρ, αισθησιακότερο. Καλούν τους ξένους να μας επισκεφθούν «για να εξερευνήσουν τις αισθήσεις τους στην Ελλάδα», ίσως επειδή είναι πεπεισμένοι ότι κάθε άλλη χώρα τυγχάνει ανερωτική και αντιαισθησιακή.

Στα θεμέλια των δύο σλόγκαν, του παλιού και του καινούργιου, υπάρχει ένα πανίσχυρο δόγμα που εκφέρεται απαράλλαχτο χρόνια τώρα, από χείλη που υποτίθεται ότι ανήκουν σε κεφαλές με διαφορετικές ιδέες. «Το ακαταμάχητο πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι η Ελλάδα», είπε λοιπόν με τη σειρά της η υπουργός Τουρισμού, ύστερα από τόσους και τόσους που έχουν οχυρωθεί πίσω από την ίδια κοινοτοπία. Πιθανόν η κ. Φάνη Πάλλη-Πετραλιά υπέθεσε ότι ουδείς θα την πιέσει να εξηγήσει την ταυτολογία τής (αυτο)κολακείας, ουδείς θα της ζητήσει να πει κάτι συγκεκριμένο, να, σαν εκείνο το ευρηματικό που είπε στη Βουλή ο κ. Στέφανος Μάνος (ενόσω ονειρευόταν ότι θα έρθουν στην Ελλάδα περί τους 50.000 φοιτητές, αν ιδρυθούν μη κρατικά «μη κερδοσκοπικά» πανεπιστήμια), ότι δηλαδή «η Ελλάδα έχει δύο ανεκτίμητα πράγματα, το κλίμα και την Ιστορία της». Λες την εξίσωσή του «Ελλάδα ίσον Ελλάδα» και νιώθεις ακόμα πιο βέβαιος κι από τον Πυθαγόρα όταν έφτιαχνε το θεώρημά του.

Μια Ελλάδα χωρίς Ελλάδα υπάρχει μέσα σ’ αυτή την καθεστωτική εξίσωση. Μια Ελλάδα φτιασιδωμένη, εξιδανικευμένη, ψεύτικη, άυλη, άχρονη, υπερβατική. Μια Ελλάδα μεταφυσική, που μας εμποδίζει να γνωρίσουμε όπως της πρέπει και ν’ αγαπήσουμε όσο της αξίζει την Ελλάδα που βλέπουν τα μάτια μας κι αγγίζουν τα χέρια μας, άλλοτε τρυφερά κι άλλοτε κτητικά και βάναυσα, μια Ελλάδα ανθεκτική αλλά και φθαρμένη, φωτεινή αλλά και μελαγχολική, μεικτή τέλος πάντων, αντιφατική, και ερεθιστική ακριβώς χάρη στις αντιφάσεις της. Οφελος, τεράστιο όφελος θα είχαμε αν μπορούσαμε να δούμε για λίγο τον τόπο μας και το τώρα του όχι απλώς με τα μάτια που τον είδαν οι ξένοι αλλά και σαν ξένοι εμείς οι ίδιοι. Οπως όφελος, απροσμέτρητο όφελος -στο πεδίο των γνώσεων και της αυτογνωσίας, του αυτοπροσδιορισμού- θα είχαμε αν βλέπαμε την Ελλάδα της αρχαιότητας σαν Ελλάδα της Ιστορίας και όχι του μύθου και του εξωιστορικού ιδεώδους.

Αυτήν ακριβώς την Ελλάδα αναγνώρισε, αγάπησε και ιστόρησε ο Ζαν-Πιερ Βερνάν, ο τρανός Γάλλος ελληνιστής που πέθανε την περασμένη εβδομάδα· αυτήν μελέτησε και «ανέστησε» ένας άλλος επίσης σπουδαίος Γάλλος ελληνιστής, ο Πιερ-Βιντάλ-Νακέ, που πέθανε τον Ιούλιο του 2005. Οι δυο τους, ως κορυφαίοι εταίροι της «Σχολής του Παρισιού» και ως επικεφαλής του γαλλικού Κέντρου Συγκριτικών Ερευνών για τις Αρχαίες Κοινωνίες, με τις πολλές βαθιές μελέτες τους, γενναιόδωρες πηγές γνώσης και απόλαυσης, αποσαφήνισαν την εικόνα της αρχαίας Ελλάδας γιατί, ανεμπόδιστοι από δογματισμούς και προκαταλήψεις, είδαν ό,τι αρνείται να δει το δικό μας βλέμμα όταν ενδίδει ενθουσιωδώς στην εθνικώς ορθή μυωπία.

Οσα βιβλία κι αν διαβάσει κανείς, κάποια, λιγοστά, συνεχίζουν να τον συντροφεύουν κι ας έχει χρόνια να τα ξεφυλλίσει. Στη δική μου συντροφιά κρατούν καλή θέση, ακλόνητη, ένα βιβλίο του Βερνάν, «Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα» ο τίτλος του (είχε εκδοθεί από τον «Ολκό» το μακρινό 1975, μεταφρασμένο από τη Στέλλα Γεωργούδη), κι ένα του Βιντάλ-Νακέ, «Ο μαύρος κυνηγός» (μτφρ. Γιάγκος Ανδρεάδης, Πέπη Ρηγοπούλου, εκδ. Λιβάνη 1983), που, δωρίζοντας και ξαναδωρίζοντάς το, είχε χαθεί από τη βιβλιοθήκη μου και χάρηκα τις προάλλες, όταν, άλλα ζητώντας σε βιβλιοπωλείο, μου φανερώθηκε απροσδόκητα, κάπως σημαδεμένη από τον καιρό, η πρώτη του έκδοση. Από τι χαρακτηριζόταν το «ανανεωτικό κίνημα» των Γάλλων ελληνιστών και ιστορικών το διευκρίνιζε στο προλογικό της σημείωμα η Στέλλα Γεωργούδη: «από μιαν ορθολογική κι αντιμεταφυσική θεώρηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Απορρίπτει την αντιδραστική αντίληψη που θεωρεί τους Ελληνες σαν έναν περιούσιο λαό, εκφραστή ενός ανώτερου πνεύματος, δημιουργό του άχρονου κι ανεξήγητου «ελληνικού θαύματος», απ’ όπου ο «δυτικός πολιτισμός» πρέπει να αντλεί αποκλειστικά και με θρησκευτική πίστη τα φώτα του. Βλέπει την ελληνική αρχαιότητα σαν έναν κόσμο που ζει σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που πορεύεται παράλληλα με άλλους πολιτισμούς, διαφορετικούς βέβαια σε πολλούς τομείς, αλλά όχι και γι’ αυτό «κατώτερούς» του. Θεωρεί έτσι τη μελέτη των αρχαίων πολιτισμών -της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας, της Ινδίας, της Κίνας- αλλά και τη γνώση ακόμη των λεγόμενων «πρωτόγονων» κοινωνιών, σαν απαραίτητες προϋποθέσεις για την ορθολογική κατανόηση και αξιολόγηση της ελληνικής παράδοσης -που δεν είναι η παράδοση, αλλά μία παράδοση-, για τον σωστότερο προσδιορισμό των ιδιαίτερων εκείνων χαρακτηριστικών που την οροθετούν και τη διαφοροποιούν από τις άλλες, για τη ρεαλιστική εκτίμηση της επίδρασης που άσκησε».

Ακριβώς στα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» του αρχαιοελληνικού πολιτισμού αναφέρεται ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ στο βιβλίο του «Πέρα από την αρχαία ελληνική δημοκρατία» (μτφρ. Θέμης Μιχαήλ, εκδ. «Αλεξάνδρεια»), σε κείμενό του που, υπό τον τίτλο «Ο Ρενάν και το ελληνικό θαύμα», είχε αποτελέσει την εισήγησή του σε συμπόσιο του 1989 σχετικά με το «Ελληνικό θαύμα», στο πανεπιστήμιο της Νις. Αναφερόμενος λοιπόν στο βιβλίο «Οι Ελληνες χωρίς θαύμα» ενός άλλου σπουδαίου Γάλλου ελληνιστή, του Λουί Ζερνέ, υπογραμμίζει: «Οπως σημειώνει ο Ζαν Πιερ Βερνάν, εκείνο που ενδιαφέρει τον Ζερνέ και του οποίου αναζητεί τα στοιχεία επίλυσης, ιδίως στον ελληνικό θρύλο, είναι η μετάβαση, σε όλα τα επίπεδα, απ’ ό,τι μπορεί κοινωνικά και νοητικά να αποκληθεί προϊστορία της Ελλάδας σε έναν πολιτισμό της πόλεως. Ελευση του δικαίου, δημιουργία του νομίσματος, θέσμιση του πολιτικού, ανάδυση μιας ηθικής, γένεση της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της επιστήμης, της τραγωδίας: μια σειρά γεγονότα που μαρτυρούν μία και την αυτή «επανάσταση». Η επανάσταση διαφέρει από το θαύμα. Πρόκειται μάλιστα για δύο αλληλοσυγκρουόμενες έννοιες. Ενώ όμως το «ελληνικό θαύμα» δεν ανήκει στην ιστορία -όπως δεν ανήκει και η ανάσταση του Χριστού, για να πάρουμε εξαρχής ένα παράδειγμα που είναι κρίσιμο κατά τον Ρενάν-, η έννοια του «ελληνικού θαύματος» δεν παύει να εμπίπτει στους γνωστικούς μας κλάδους».

Αν στα θαύματα αρμόζει το άναυδο δέος, στα γεννήματα της Ιστορίας ταιριάζει η μελέτη, η αδογμάτιστη μελέτη που φροντίζει να ερμηνεύει τις επιτεύξεις ή τις αστοχίες των ανθρώπων με τους όρους της επιστήμης και δεν επείγεται να στρογγυλέψει ή και να φαλκιδεύσει αναδρομικώς τα πράγματα για να χωρέσουν στα εκ των προτέρων έτοιμα σχήματα, που όσο μεγεθύνεται η σωβινιστικού πνεύματος αντιεπιστημονικότητά τους τόσο αυξάνεται η δημοτικότητά τους. Ειδωλολατρικά τα σχήματα αυτά, θεμελιώνονται στην πεποίθηση ότι η ελληνική αρχαιότητα υπήρξε ένα «θαύμα», απόρροια της οποίας είναι και η «αδιαπραγμάτευτη» άποψη ότι «μόνον εμείς», χάρη στον γονιδιακό μας εξοπλισμό, μπορούμε να «καταλάβουμε» τους αρχαίους και να τους αναδείξουμε. Κι ωστόσο, τα περισσότερα που γνωρίζουμε για τους αρχαίους τα οφείλουμε στις αναγνώσεις ξένων, κι ας τα υποδεχόμαστε με απίστευτη αργοπορία. Για παράδειγμα, μόλις τώρα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το φημισμένο έργο του Hermann Diels και του Walther Kranz, «Οι προσωκρατικοί – Οι μαρτυρίες και τα αποσπάσματα» (ο πρώτος από τους τρεις τόμους, απόδοση Βασ. Α. Κύρκος, εκδ. Παπαδήμας), που πρωτοεκδόθηκε στη Γερμανία το 1903, και μόλις πέρυσι ο «Πλάτων» του κορυφαίου Γερμανού ελληνιστή Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ (μτφρ. Ξενοφών Αρμύρος, εκδ. «Κάκτος», 2005), που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1919. Είναι ένα θαύμα κι αυτό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή