Ντιζάιν για όλους, από την Αμερική

Ντιζάιν για όλους, από την Αμερική

6' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα μελοδράματα του Ντάγκλας Σερκ η τυπική αμερικανική οικογένεια του baby boom απολαμβάνει τη νέα μεταπολεμική ευημερία. O κύριος οδηγεί μία σιελ Chevrolet, το πιο χαρακτηριστικό αυτοκίνητο των αμερικανικών δρόμων της δεκαετίας του ’50, με τα αεροδυναμικά Βel Air φτερά. Στο γραφείο κάνει διάλειμμα μ’ ένα πακέτo τσιγάρα Lucky Strike. H σύζυγος δεν ζητάει πολλά για να είναι η ευτυχισμένη νοικοκυρά των περιοδικών: της αρκούν το ολοκαίνουργιο, κατακόκκινο μίξερ της General Electric και η πλαστική δυναστεία της Tupperware. Τα δύο κοριτσάκια της οικογένειας παίζουν με τις καινούργιες τους κούκλες. Είναι μοντέρνες και καλλίγραμμες, λυγίζουν χέρια και πόδια, και θυμίζουν τις κατάξανθες σταρ του Χόλιγουντ: είναι οι Βarbie που 20 ή 25 χρόνια μετά θα χαρίσουν και στα δικά τους παιδιά κάποια Χριστούγεννα του κοντινού μέλλοντος.

Αν κάνετε σήμερα μια βόλτα στα μικρά καταστήματα vintage του Ψυρρή θα μείνετε έκπληκτοι από τη διείσδυση της αισθητικής των 50’s στην οικιακή κουλτούρα. Δεν θα βρείτε τάπερ ή πακέτα τσιγάρων αλλά έπιπλα και χρηστικά αντικείμενα που θυμίζουν τους μεγάλους μοντέρνους του αμερικανικού ντιζάιν: τον Charles και τη Ray Eames, τον Harry Bertoia ή τον Eero Saarinen. Δεν χρειάζεται όμως να πάμε τόσο μακριά. Η Κόκα-Κόλα που πίνουμε, τα Levi’s που φοράμε, τα i-Mac που ποθούμε, είναι κομμάτια του ίδιου παζλ, αφηγούνται την ίδια συναρπαστική ιστορία: τη διαδρομή ενός σχεδόν αιώνα αμερικανικού ντιζάιν που παρουσιάζει η Ελληνοαμερικανική Ενωση από τις 26 Μαρτίου στην έκθεση «Made in USA» με την αποφασιστική συμβολή του Μουσείου Ντιζάιν Θεσσαλονίκης.

Η έκθεση περιλαμβάνει αντικείμενα design σχεδιασμένα από τους Charles και Ray Eames, Harry Bertoia, Eero Saarinen, Henry Dreyfus, Raymond Loewy, Frank Gehry, γνωστά ονόματα αρχιτεκτόνων – designers αλλά και δύο Ελλήνων, των Nicos Zografos και Christos Giannakos, που δουλεύουν και παράγουν στην Αμερική και κομμάτια τους έχουν επιλεγεί από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ) και βρίσκονται στη μόνιμη συλλογή του. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης «σπουδαία» καθημερινά χρηστικά αντικείμενα για το σπίτι, τη δουλειά, το παιχνίδι, τα σπορ, που τα θεωρούμε «δεδομένα» ως και «εφήμερα». Τέλος, εκτίθενται αφίσες από τη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Design Θεσσαλονίκης που φέρουν την υπογραφή των Milton Glaser, Seymour Chwast, Tony Palladino, Peter Max, Paula Scher κ.ά.

Στην Ευρώπη και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα είχαμε συνδέσει το ντιζάιν με ακριβά ή συλλεκτικά αντικείμενα για αβανγκάρντ μειοψηφίες. Επρεπε να ανοίξει το πρώτο Ikea για να δούμε με τι μπορεί να μοιάζει το φθηνό, προσιτό ντιζάιν. Στην πραγματικότητα είμαστε εκτεθειμένοι (αν όχι εθισμένοι) στο «ντιζάιν για όλους» εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Και το χρωστάμε στην Αμερική.

Για να πιάσουμε το νήμα της ιστορίας του αμερικανικού ντιζάιν θα πρέπει να πάμε πίσω στα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης. Παραδόξως η οικονομική κρίση του 1929 βοήθησε στην ενηλικίωση του βιομηχανικού σχεδιασμού. Δεν ήταν λίγοι όσοι πίστευαν ότι οι σχεδιαστές είχαν έναν πολύ σοβαρό ρόλο να παίξουν. Τα νέα, ελκυστικά προϊόντα που θα έφευγαν από τα ατελιέ για τις μεγάλες βιομηχανίες της χώρας θα μπορούσαν να πείσουν τους καταναλωτές να ξοδέψουν, βάζοντας ένα τέλος στις άσχημες μέρες. Η έμφαση στον σχεδιασμό ήταν καταρχήν πολιτική απόφαση. Το προϊόν δεν έπρεπε να είναι μόνο λειτουργικό αλλά κυρίως όμορφο, να εκπέμπει ευφορία και δυναμισμό. Από τα τρένα έως τα αυτοκίνητα και τις ηλεκτρικές σκούπες, όλα όφειλαν να μεταδίδουν εκρηκτική αυτοπεποίθηση και πίστη στο μέλλον.

Το «Νέο Μπάουχαουζ»

Κι έτσι έγινε. Η ανάκαμψη της οικονομίας συμπίπτει με τις δραματικές εξελίξεις στην Ευρώπη και την άνοδο του ναζισμού. Χιλιάδες επιστήμονες, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, εβραϊκής κυρίως καταγωγής μεταναστεύουν κατά κύματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1937 επίλεκτα μέλη του κινήματος του μπάουχαουζ ιδρύουν στο Σικάγο το «Νέο Μπάουχαουζ». Η σχολή αντιμετωπίζει προβλήματα (κλείνει ένα χρόνο μετά και ανοίγει ξανά το 1939 ως Σχολή Ντιζάιν) αλλά καταφέρνει να συσπειρώσει ορισμένα από τα πιο δημιουργικά μυαλά της Ευρώπης.

Η διαφορά με τη ζωή που είχαν αφήσει πίσω στις ταραγμένες τους χώρες ήταν ότι στη νέα πατρίδα σχεδίαζαν προϊόντα που ήταν προορισμένα να μπουν σε κάθε σχεδόν αμερικανικό σπίτι. Ή όπως το βάζει πολύ ωραία ο Στέργιος Δελιαλής, διευθυντής του (άστεγου, ακόμα!) Μουσείου Ντιζάιν της Θεσσαλονίκης: «Στην Ευρώπη οι μόνοι που θα μπορούσαν να αγοράσουν την ανατομική, λειτουργική καρέκλα του Μπρόγιερ ήταν αρχιτέκτονες και μεγαλοαστοί. Στην Αμερική ο εργάτης ονειρευόταν την καλοσχεδιασμένη καρέκλα του αφεντικού του. Η διαφορά με τον Ευρωπαίο συνάδελφό του ήταν ότι αυτός μπορούσε να την αποκτήσει».

Από αυτήν την άποψη, οι δεκαετίες του ’40 και του ’50 υπήρξαν πολύ σημαντικές για την εξέλιξη του αμερικανικού ντιζάιν. Είναι η εποχή της τυποποίησης και της έκρηξης της κατανάλωσης. Η Αμερική γνωρίζει πρωτόγνωρη ευημερία, στα προάστια αναρίθμητων πόλεων ξετυλίγεται το αμερικανικό όνειρο. Εκατοντάδες, νέα ελκυστικά προϊόντα ενισχύουν θεαματικά την κατανάλωση και η κατανάλωση τροφοδοτεί με τη σειρά της την τεράστια παραγωγική αλυσίδα που αρχίζει στο ατελιέ του ντιζάινερ και καταλήγει με τις παραγγελίες εκατομμυρίων τεμαχίων στα εργοστάσια. Η μαζική παραγωγή και η διάδοση νέων υλικών, όπως το πλαστικό ή το νάιλον και το ατσάλι, τα αλλάζουν όλα και μας παραδίδουν τον κόσμο που ζούμε μέχρι και σήμερα.

Αποθέωση των στερεοτύπων

Την ίδια στιγμή ο εκδημοκρατισμός του στιλ είναι γεγονός. Οι πλαστικές συσκευασίες της Tupperware συνυπάρχουν στις κουζίνες του Λευκού Οίκου και του τελευταίου χωριού της Αϊόβα, η τσίχλα Dentyne χαϊδεύει τον ουρανίσκο της Μέριλιν Μονρόε και μίας έγχρωμης έφηβης από τον Νότο, το t – shirt της Fruit of the Loom κάνει σύμβολο του σεξ τον Μάρλον Μπράντο αλλά το αγοράζουν εκατομμύρια αγόρια σε όλη τη χώρα. Κι έχει δίκιο ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης όταν στον κατάλογο της έκθεσης σημειώνει πως συχνά, η ιστοριογραφία και η κριτική, συνέδεσαν την αμερικανική κουλτούρα του σχεδιασμού με την ιδέα της κοινοτοπίας και την αποθέωση των στερεοτύπων.

Κι εξηγεί: «Πρόκειται για την ιδρυτική στιγμή της «τυποποίησης», που διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη ό,τι αποκαλούμε design. Μια τέτοια στάση έμελλε να συνταράξει τις πιο υποψιασμένες εκδοχές του αμερικανικού πολιτισμού, οι οποίες προσηλώθηκαν στη διαρκή αναμέτρηση με τη μαζική υποκουλτούρα και τις ηδονές της κατανάλωσης. Αν η ζωγραφική, για παράδειγμα του Mondrian, προανήγγειλε την ίδια τη δομή της μοντέρνας σκέψης, αναπαριστώντας τις νέες μητροπολιτικές και υποκειμενικές εμπειρίες με αφηρημένους όρους, στην Αμερική μια τέτοια στάση έγινε αντιληπτή σαν καταναλωτικό σύμβολο και εικόνα επιθυμίας.

»Τι σημαίνουν, άραγε, αυτά τα συμπυκνωμένα μοντέρνα σύμβολα για έναν πολιτισμό που καταναλώνει ανενδοίαστα; Ολοι πια συνδέουν τη βιομηχανική εποχή με την σκληροτράχηλη κουλτούρα της παραγωγής και τη μεταβιομηχανική με το ντελίριο της κατανάλωσης. Η μεταβιομηχανική κουλτούρα δεν κάνει τίποτε άλλο από να τα απορροφά και να διαχέει ορισμένες συμπυκνωμένες εικόνες, δηλαδή τα στερεότυπα και τα σύμβολα της βιομηχανικής εποχής. Μια τέτοια απορρόφηση μπορεί να θεωρηθεί σήμερα ένας από τους καλύτερους ορισμούς του αμερικανικού design, το οποίο διεύρυνε απενοχοποιημένα, το ενδιαφέρον από τη βιομηχανική παραγωγή στο διαταραγμένο σύμπαν της κατανάλωσης. Ο τρόπος με τον οποίο εφεξής το βιομηχανικό προϊόν λειτουργεί ως εικόνα και σύμβολο που συγχωνεύεται με τις νέες γλώσσες της επικοινωνίας και της διαφήμισης, έχει την ίδια σημασία με τη σχεδιαστική έμπνευση, τη λειτουργική σκοπιμότητα και τις διαδικασίες κατασκευής».

Οι δύο Ελληνες της έκθεσης

Ο Νίκος Ζωγράφος, ο οποίος σήμερα μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, βρέθηκε αρχικά στο Σικάγο όπου συναναστράφηκε όλους τους μεγάλους του αμερικανικού ντιζάιν. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη όπου και ασχολήθηκε με τον σχεδιασμό επίπλων. Προχώρησε σε δικές του παραγωγές προσελκύοντας το ενδιαφέρον μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που του ανέθεταν σημαντικά projects. To 1966 σχεδιάζει την περίφημη «καρέκλα ’66» που σήμερα βρίσκεται στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ).

Στο ίδιο Μουσείο μπορείτε να δείτε την αμερικανική σημαία που σχεδίασε ο Χρήστος Γιαννάκος, ο δεύτερος Ελληνας ο οποίος παρουσιάζεται στην έκθεση της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης. Την είχε σχεδιάσει στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ και στη θέση του πλαισίου με τα 52 αστέρια υπήρχε μόνο ένα μαύρο παραλληλόγραμμο ενώ ακριβώς από κάτω υπήρχε η φράση: «Send our boys home» («Φέρτε τους στρατιώτες μας πίσω στην πατρίδα»).

Ο Χρήστος Γιαννάκος είχε σπουδάσει στη School of Visual Arts της Νέας Υόρκης. Αρχικά graphic designer, αργότερα καταπιάστηκε με τις κατασκευές χώρου όπου η γλυπτική έπαιζε κεντρικό ρόλο. Κατά τη δεκαετία του 1970 ασχολήθηκε με performances και εγκαταστάσεις σε δημόσιους χώρους της Νέας Υόρκης, εκδηλώνοντας το ενδιαφέρον του για τη συνδιαλλαγή του έργου τέχνης με τον περιβάλλοντα χώρο και την έκφραση των προβληματισμών του καλλιτέχνη στο χώρο, με βάση τις αρχές της γεωμετρίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή