Σάββατο βράδυ και άνοιξη, ανθισμένες νεραντζιές κι ένας πατέρας με τον πεντάχρονο γιο του περιμένουν στο πεζοδρόμιο σε ένα προάστιο της Αθήνας. Το παιδί αδημονεί, «πότε θα βγει η μαμά;» ρωτά και ξαναρωτά, ο πατέρας το καθησυχάζει, «όπου να ‘ναι, κάνε υπομονή».
Η μαμά, υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, βγαίνει, βγήκε, είναι εδώ. Ο μικρός τρέχει προς το μέρος της, εκείνη σκύβει, τον αγκαλιάζει, του δίνει το δώρο του, κάποια πασχαλινά μπιχλιμπίδια τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο. «Ελάτε, πάμε».
Η εργάσιμη εβδομάδα τελειώνει, αρχίζει η ζωή. Στις οχτώμισι το βράδυ του Σαββάτου. Μια νύχτα και μια Κυριακή ελεύθερη. Η μαμά-ανθρακωρύχος βγήκε από τις υπόγειες στοές σώα και αβλαβής. Το καράβι προσάραξε με ασφάλεια, η μαμά-ναύτης βγήκε στη στεριά.
Μια ευτυχισμένη οικογένεια; Θα πάνε βόλτα; Στα βίλατζ, στα μολ, στα φαστφουντάδικα; Θα γυρίσουν γρήγορα σπίτι να προλάβουν το «Super Deal», να δουν τους τυχερούς αυτής της ζωής; Γυάλινο γλέντι, με μπουζούκια και βιολιά, τους προσμένει στην τηλεόραση;
Κάποτε το σαββατόβραδο ήταν πανηγύρι και ας μην είχε καθιερωθεί η πενθήμερη εργασία. Σχόλασμα το απομεσήμερο, ζεστό και αξόδευτο το βδομαδιάτικο, η ιεροτελεστία του μπάνιου, φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο και όλος ο κόσμος στα πόδια της «περήφανης και αθάνατης εργατιάς». Κάποιοι πρόλαβαν τα μαγικά σαββατόβραδα, όπως ο Γιώργος Ιωάννου, μια «μικρή γιορτή, όπου ο λαός ανακουφισμένος από την πάλη του και έχοντας το αίσθημα πως τα ‘βγαλε και πάλι πέρα ξεχυνόταν, συν γυναιξί και τέκνοις συχνά, για να κάνει τα ψώνια του και τις πολυτέλειές του» («Κοιτάσματα», εκδ. Κέδρος).
Μόνο χαρά δεν είναι τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ αργά το απόγευμα του Σαββάτου. Είναι αλήθεια ότι βρίσκει κανείς χώρο για παρκάρισμα, ότι δεν υπάρχουν ουρές στα ταμεία, όμως τα ένστολα «κορίτσια» σέρνονται, μετρούν τον χρόνο που τους απομένει ώς τις οχτώ το βράδυ όπως ο φυλακισμένος μετρά τις μέρες μέχρι την αποφυλάκιση. Σερνόμαστε κι εμείς οι λιγοστοί πελάτες της τελευταίας στιγμής με τα γελοία μας καρότσια φορτωμένα αναγκαίες γελοιότητες. Οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη στο πάντα συγκινητικό «Σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη μοιάζουν να περιγράφουν μια μυθολογική εποχή ή μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ποιο «υπόγειο καπηλειό» και ποιο «φτωχοπλυσταριό», αλλά κυρίως ποια ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μπορεί να δώσει φως στο βράδυ του Σαββάτου;
«Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ξεκούραση, οχτώ ώρες για χαρά και για μικρά πράγματα που μας αρέσουν», ζήτησε -και πέτυχε- το 1840 ο Σάμιουελ Παρνέλ, ένας μαραγκός στη Νέα Ζηλανδία, πολλά χρόνια πριν από την ιστορική Πρωτομαγιά του Σικάγου. Σήμερα το πιο δύσκολο είναι να απελευθερώσουμε τον τυπικά ελεύθερο χρόνο μας που όλο και περισσότερο αποκτά τα χαρακτηριστικά του εργάσιμου.
Ατραγούδιστα παραμένουν τα σαββατόβραδα του μέλλοντός μας, που δεν θα μοιάζουν με ό,τι έζησαν οι πατεράδες μας ή με ό,τι ζούμε εμείς, αφού οι μαμάδες δεν θα βγαίνουν κουρασμένες από τα λαγούμια, αλλά θα σχίζουν τον ουρανό με άρματα φτερωτά που θα έχουν πολλές ελεύθερες θέσεις για ορθίους και καθημένους. Αυτά τα άγνωστα σαββατόβραδα μας έχουν κλέψει, όχι τα παλιά.